[ Του άρεσε να
παίζει με την άκρη της ζώνης της και το έκανε συνέχεια κάθε που βρισκότανε δίπλα-δίπλα. Έπιανε τις δύο της άκρες με τα
χέρια του και κάτι την ρώταγε πάντα, κοιτώντας την στα μάτια: ]
-Λέγε, θα πάμε απόψε στο ποτάμι που θα είναι όλη η παρέα;
-Δεν σου έχω πει να μην με πιάνεις από
την ζώνη; Με νευριάζεις, άσε με!
-Καλά, σ αφήνω, αλλά θα ’ρθεις; Πες ναι…
[ Καλοκαίρι, δυο
νεαρά παιδιά και ένα χωριό στην άκρη του
θεού. Βουνό καταπράσινο, πέτρινα σπίτια και ένα ποτάμι να το σκίζει στα δύο. Το
βουνό, όχι το χωριό. Ρόλος του, να
ποτίζει και να δροσίζει. Στα
επόμενα χρόνια, θα γινότανε ο πρωταγωνιστής κάθε καλοκαιριού, αλλά αυτό θα το
μάθαινε πολύ αργότερα. Προς το παρόν
κυλάει το γάργαρο και κατακάθαρο νεράκι στην κοίτη του και δροσίζει κάτι
πιτσιρίκια που με τα βρώμικα βρακιά τους κολυμπάνε στα ρηχά του νερά.]
-Έλα ρε
Μυρτώ, πείσε την μάνα σου να πάμε θα περάσουμε όμορφα…Χθές βράδυ το κανονίσανε
θα είναι όλοι εκεί, οι αδερφές του Θανάση από το Κλήβελαντ, η Σούζυ από τον
Καναδά και η Τζούλυ, αυτή που φοράει το σούπερ μίνι!
-Αχ βρε Άλκη, θέλεις και τα λες ή σου ξεφεύγουν; Αφού την
ξέρεις την μάνα μου… Λες να μην το θέλω, αλλά παράτα την ιδέα, δεν υπάρχει
περίπτωση να με αφήσει, ούτε καν θα το προσπαθήσω, στο λέω. Και παράτα την ζώνη
μου!!!!
[Τα
κορίτσια του Θανάση από το Κλήβελαντ, η Σούζυ από τον Καναδά και η Τζούλυ,αυτή
που φοράει το σούπερ μίνι, με έναν αέρα ελευθερίας που τις συνόδευε, απόκτημα
της διαμονής τους «σε άλλη γη και άλλα μέρη» θα πηγαίνανε νύχτα στο ποτάμι, έξω
από το χωριό με το κασετόφωνο του Παύλου και το φως του φεγγαριού, παρέα με τα
αγόρια που ξετρελαίνονταν να τις συνοδεύουν και να μυρίζουν τον αέρα που τις
τριγύριζε. Θα χορεύανε ακούγοντας ροκ, ντίσκο, Μπήτλς, Έλβις, νέο κύμα;
Αδιάφορο, αφού είχανε ήδη μεθύσει με την προοπτική του κρυφού ραντεβού και
την γλυκειά αγωνία της αναμονής. Οι
λιγότερο τολμηροί μαζί και η Μυρτώ θα χάνανε την έξαψη του πάρτυ, γιατί έτσι
γίνεται πάντα, ο πιο γενναίος λέει κερδίζει και το κορίτσι και το παιχνίδι.]
-Θα μου
πεις πως περάσατε ρε χαμένο; Ή θα συνεχίσεις να χαζογελάς με αυτό το ηλίθιο
ύφος;
-Ρώτα
τις φίλες σου, αυτές ξέρουν!
-Θα πάτε και σήμερα; Έτσι μου είπε η Σούζυ!
-Αφού το είπε η Σούζυ…Η Τζούλυ, είπε τίποτα;
- Η
γιαγιά της μου είπε το πρωΐ, πως γύρισε μισομεθυσμένη και τραγούδαγε δυνατά.
-Αχά…Τραγούδαγε
έ; Ωραία! Θα έρθει άραγε και σήμερα;
-Εσύ τι
λές; "Ρίβερ πάρτυ-ρίβερ πάρτυ", φώναζε καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του σπιτιού της
γιαγιάς της ξυπόλητη και με τις ελβιέλες
στα χέρια!
-Α…και δεν μου λές; Εσύ κρυφοκοίταγες λιγάκι,ή μου φαίνεται;
-Βρε άει
παράτα μας! Και εσύ δεν μου λές; Τι έγινε και παράτησες την ζώνη μου έ; E;;;;;
[ Εκείνο το μακρινό
καλοκαιρινό βράδυ, στις όχθες του ποταμού που πότιζε και δρόσιζε το χωριό με τα
πέτρινα σπίτια και έσκιζε το καταπράσινο βουνό στα δύο, γεννήθηκε το πρώτο river party .Κανείς από τους πρωταγωνιστές τους δεν φανταζότανε την συνέχεια που
θα είχε στον χρόνο το συμβάν αυτό. Μόνο το ποτάμι «χαμογελούσε» και άπλωνε
ήσυχα την αγκαλιά του στους νέους, που στα επόμενα καλοκαίρια αποζητούσανε όλο
και πιο συχνά την δροσερή και παρήγορη γωνιά του για να στεγάσουν εκεί την
έξαψή τους και την ανάγκη τους για γλέντι
και χορό, αποφεύγοντας την ενοχλητική
επιτήρηση των ενηλίκων. Για να μετρήσει φέτος πενήντα χιλιάδες εισιτήρια, τώρα,
που το πάρτυ αυτό είναι πια μια υπόθεση του κόσμου όλου…]