[.........]
Θα βρέχει τώρα και στο χωριό. Η
βροχή θα μαστιγώνει τις πλάκες της αυλής και τα κεραμίδια. Το φρέσκο-σκαμμένο
χώμα, απαλλαγμένο από τις ρίζες των καλοκαιρινών φυτών που πότε τσιγκούνικα και
πότε γενναιόδωρα χάρισαν τους καρπούς τους, ρουφάει άπληστα το νερό. Ο ουρανός,
σαν να μετάνιωσε ξαφνικά για το παρατεταμένο του γαλάζιο, θυμήθηκε πως
φθινοπώριασε και γέμισε μαύρα σύννεφα. Οι χοντρές σταγόνες του νερού πιτσίλισαν με μανία το τζάμι. Βρέχει
ανελέητα και συνεχώς, βρώμικα ρυάκια κυλάνε στα σοκάκια της πόλης και
κατηφορίζουν προς τον φυσικό τους αποδέκτη, την λίμνη. Το άλικο τριαντάφυλλο
που άστραφτε προχθές κάτω από τον ήλιο της αυλής του χωριού, θα έχει ρίξει τα
πέταλά του στην γη και τίποτα δεν θα θυμίζει την χαμένη του (τώρα πια) δόξα. Τα
χρυσάνθεμα μόνο θα αντιστέκονται· και θα ψάχνουν να κρατήσουν την ηλιόλουστη
ομορφάδα τους κάτω από τις σταγόνες της βροχής επιμένοντας σε κάτι μάταιο,
αγνοώντας ίσως το «νόμιμο» και το φυσικό, που λέει πως όσο και να αγωνιάς για
τον χειμώνα, εκείνος θάρθει και θάχει μπροστά του για να σε θαμπώνει με την ομορφιά του, το
πολύχρωμο φθινόπωρο …