Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

Ο κύριος Άρης και η Αγράμπελη.


Το σπίτι του κ. Άρη το χώριζε από το δικό μας ένας δρόμος· ένα κατηφορικό μακρύ δρομάκι που κυλούσε σαν ρυάκι προς την λίμνη. Είχε μια σιδερένια δίφυλλη πόρτα, με εκείνα τα θαμπά τζάμια που δεν σου επιτρέπανε να βλέπεις μέσα, μα που  αφήνανε αρκετό φως για να φωτίζει την σάλα που υπήρχε πίσω της. Τα τέσσερα σκαλιά της εισόδου από γκρίζο μωσαϊκό, ήτανε στολισμένα στην αριστερή τους πλευρά με λουλούδια, και μονίμως βρώμικα από την σκόνη του δρόμου και την λάσπη του χειμώνα. Τα ατού του σπιτιού ετούτου ήτανε τρία, πρώτον το πίσω μπαλκόνι που είχε την ωραιότερη θέα της γειτονιάς, δεύτερον το μαρμάρινο τζάκι στο σαλόνι τους  και τρίτον η κυρία Μαργαρίτα η όμορφη γυναίκα του.  Όλα ζηλευτά. Ο κ. Άρης λέγανε πως  ερωτεύτηκε την ωραία Μαργαρίτα με την πρώτη ματιά. Και αμέσως την ζήτησε σε γάμο. Εκείνη δεν το σκέφτηκε πολύ· δέχτηκε γρήγορα την πρότασή του, (παρ’ όλο που ήτανε ξένος πράγμα που εκείνη την εποχή δεν αποτελούσε προνόμιο), πρώτον γιατί της χαμογέλασαν τα ζεστά λαδί μάτια του και δεύτερον γιατί είχε βαρεθεί να μην την αγαπούν. Είχε ήδη ζήσει μια ερωτική ιστορία με έναν όμορφο  αλλά αδιάφορο νέο και είχε προλάβει να διαισθανθεί πως το συμφέρον της ήτανε να παντρευτεί και όχι να επιμένει σε έναν άτυχο έρωτα.
Στο σπίτι εκείνο έμπαινα συχνά καθώς έκανα αρκετή παρέα με τον γιό τους τον Μιχάλη. Μόλις άνοιγε η πόρτα  και έκανες δυο τρία βήματα στην σάλα, σε κυρίευε μια μυρωδιά από κρέμα τοκαλόν και καπνό από το τζάκι. Καλοκαίρι και χειμώνα η μυρωδιά του καπνού ήταν ανεξήγητα παρούσα. Ο κύριος Άρης, όταν δεν βρισκότανε  στο εμπορικό του, καθότανε τον χειμώνα στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι  το  δε καλοκαίρι στο μπαλκόνι με την ωραία θέα· και πάντα διάβαζε· στο τραπεζάκι δίπλα του, ήτανε ακουμπισμένη μονίμως μια φρουτιέρα, (έτσι λέγαμε εκείνη την γυάλινη πιατέλα που είχε στο κέντρο της ένα «πόδι» στο οποίο και στηριζότανε) η οποία αντί για φρούτα, φιλοξενούσε βιβλία, ριγωτά χαρτάκια τετραδίου και  ένα μαύρο μολύβι. Μόλις μας άκουγε  να μπαίνουμε γελώντας, έκλεινε το βιβλίο κατέβαζε τα γυαλιά του και μας κοίταζε σαν να βρισκότανε σε όνειρο. «Πάλι με την Αγράμπελη τριγυρίζεις;» μονολογούσε. Αυτό εμένα με μπέρδευε· «γιατί με λέει Αγράμπελη;» ρωτούσα, «μην του δίνεις σημασία είναι λίγο «αλλαχού» ο μπαμπάς μου, έτσι λέει η μάνα μου, αλλά είναι πολύ καλός, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου», μου απαντούσε ο Μιχάλης.
Ποτέ μου δεν έμαθα το πρόβλημα αυτού του σπιτιού, γιατί όπως απεδείχθει αργότερα, είχε πρόβλημα. Το ένοιωθες  όμως αμέσως μόλις έμπαινες μέσα, χωρίς να μπορείς να το βάλεις   σε λόγια, μαζί με την μυρωδιά του καπνού και της κρέμας ομορφιάς της  κυρίας Μαργαρίτας που απουσίαζε  συνήθως. Φορούσε το άσπρο της φόρεμα με τα κεντημένα κόκκινα λουλουδάκια το καλοκαίρι, το πράσινο παλτό της με το  γούνινο γιακαδάκι τον χειμώνα και παρέα με τις αδερφές της ξοδευτότανε σε πολύωρες βόλτες, αδιάφορες για την μοναξιά του άντρα που διάβαζε. Ένα απριλιάτικο πρωϊνό, μαζί με το ανοιξιάτικο αεράκι που είχε μέσα του άρωμα πασχαλιάτικων λουλουδιών και μαστίχας από τα τσουρέκια που ψήνονταν στον φούρνο, ήρθε και το σκοτεινό μαντάτο. Ο κ. Άρης πήρε το δίκαννο την νύχτα που πέρασε, το έβαλε στο στόμα του, και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Αρκετά χρόνια μετά το τραγικό γεγονός που συντάραξε την μικρή μας κοινωνία και τα νεύρα της κ. Μαργαρίτας, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο, το «ένα παιδί μετράει τα άστρα» και  ίσως επειδή  η ηρωΐδα του βιβλίου, ήταν παλιά μου γνώριμη, έγινε «φίλη»  αγαπημένη…

2 σχόλια:

  1. Μου τη σπάει όταν μια υπέροχη εικονο-γραφή σαν και τούτη φέρνει 0 "χαμόγελα"...
    Να φταίει το "μαύρο" τέλος του κυρίου Άρη;
    Κι όλες αυτές οι υπέροχες εικόνες, οι μυρωδιές του σπιτιού, η θέα της γειτονιάς, η θεά του σπιτιού, οι κουβέντες οι παραπέμπουσες, πως δε γίνηκαν αφορμή για 1 "χαμογελάκι"..;
    "Είναι ν' απορείς" που λέει και το τραγούδι
    Πανέμορφο!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Eίς,αλλά λέων! Λέει κάπου αλλού!Ευχαριστώ φιλαράκι;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Κερνάω κουβεντούλα...