Το ξεθωριασμένο
φόρεμα στο σύρμα με τα μανταλάκια έχει καταχωνιασμένα στις ίνες του πολλά
καλοκαίρια. Μοιάζει με την άμμο της ακρογιαλιάς· σβήνει τα ίχνη απ΄ τις πατούσες που περπάτησαν
το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά εκείνα παρόλα αυτά είναι εκεί, θαμμένα κάτω απ
την λεία, φετινή της επιφάνεια.
Κάποτε είχε χρώμα γκριζογάλανο και σκούρο σαν
την θυμωμένη θάλασσα, σιγά-σιγά και καλοκαίρι-καλοκαίρι, απέμεινε ξεθωριασμένο γκρίζο με μια υποψία διάφανου
γαλάζιου, μια ήρεμη νοσταλγία περασμένων καιρών.
Κανείς
δεν θυμάται την ηλικία του, κάπως αστείο είναι αυτό, έχουν ηλικία τα φορέματα;
Βλέμματα και ήλιο, ιδρώτα καλοκαιρινό και αρμύρα της θάλασσας εκεί που
ακουμπάει το μαγιώ, χάδι κλεφτό στον μηρό και συνένοχο χαμόγελο, έναν λεκέ από ζουμερό
ροδάκινο, μυρωδιά από κόπερτον, γέλια και χάχανα, αυτά ναι αυτά τα έχει, καρφιτσωμένα
σαν παράσημα επάνω του.
Έχει και άλλα πολλά. Μυρωδιά μελιτζάνας και κρέμας
μπεσαμέλ, λίγο αίμα που έτρεξε από το αγκάθι της τριανταφυλλιάς, νερά στο
τσιμέντο της καλοκαιρινής αυλίτσας καθώς την δροσίζει κάποιος το απομεσήμερο, μυρωδιά
ρίγανης, δάσους και πικροδάφνης, μια κοριτσίστικη αγκαλιά, όλα τα έχει και έχει
και κάτι ακόμα· μικρές αόρατες σταγονίτσες ευτυχίας…
(αφιερωμένο στην Ξ. και στην αυλίτσα του Λιτόχωρου)