Σαν σε όνειρο θυμάμαι τον θείο Μήτσο.Κάθε που ερχότανε στο σπίτι μας,στο ίδιο μέρος καθότανε και πάντα λυπημένος ήτανε.Έλεγα μέσα μου,πως κάτι πολύ κακό θα πρέπει να του συνέβη για να είναι τόσο δυστυχής.Έπινε το καφεδάκι που του ετοίμαζε η μάνα μου συζητώντας μαζί της σε μια γλώσσα που για μας τα μικρά ακαταλαβίστικη ήτανε,τόσο δεν μπορούσα νόημα να βγάλω.Σάββατο,κάθε Σάββατο γινότανε οι επισκέψεις.Την ημέρα αυτή,παζάρι μεγάλο γινότανε στο χωριό και ο θείος Μήτσος για τα τον ανεφοδιασμό της εβδομάδας ερχότανε καθώς εκείνα τα χρόνια,ούτε σούπερ μάρκετ μα ούτε και μπακάλικο στο χωριό του είχε.
Καθότανε λοιπόν στην άκρη του ντιβανιού ο άνθρωπος και μίλαγε με τις ώρες…Για την Ευτέρπη έλεγε,για τον χαμό της και για την αγάπη που της είχε, για το παιδί που χάθηκε μαζί της.Τα μάτια του τότε γεμίζανε νοσταλγία και κάτι σαν λύπη μεγάλη,τόσο, που γυαλίζανε στιγμές-στιγμές, και γω έλεγα πως θα ξεσπάσει σε κλάμματα μεγάλα.Μα τον έκοβε πάντα η μάνα μου.Καμωνότανε την αυστηρή και του φώναζε κιόλας,μα καθώς το κεφάλι της γύρναγε από την άλλη,έβλεπα εκεί μια σκιά στα μάτια της και μια απόγνωση.Ρώταγα τότε και γω να μάθω,μα κανείς σημασία δεν μου έδινε.
Σιγά-σιγά,καθώς τα χρόνια πέρναγαν αργά,(όπως περνάνε αργά τα χρόνια όταν παιδιά είμαστε,) οι επισκέψεις του θείου Μήτσου αραιώνανε,ώσπου κάποτε σταμάτησαν τελείως.Τον θυμόμουνα και αναρωτιόμουνα τι να του συνέβη,ρώταγα και την μάνα μα η απάντησή της η ίδια πάντα ήτανε Πως ο άνθρωπος, στο χωριό του ήτανε,και πολλές δουλειές αγροτικές που είχε, τον κρατούσανε εκεί.Μου γεννιότανε τότε πολλές απορίες και ονειρευόμουνα πως βρισκόμουνα στο χωριό του και τον έψαχνα,και κείνος καθώς με αντίκρυζε πολύ χαιρότανε και τις ώρες που συζήταγε με την μάνα μου νοσταλγούσε.Όμως στο χωριό του ποτέ δεν είχα πάει ,και η περιέργειά μου μεγάλη ήτανε να το γνωρίσω.Το όνομά του,παράξενο κάτι σαν ανάμεσα σε βουνά και χαράδρες, σαν στενό σημείο εσήμαινε.
Μα και η μάνα μου την ίδια νοσταλγία στα μάτια είχε κάθε που τον θυμότανε.Μου γεννιότανε η περιέργεια τότε,και έλεγα μέσα μου πως δεν μπορεί κάποτε θα τον αποζητήσει και η ίδια και θα τον προσκαλέσει ξανά ,να μιλήσουνε για την Ευτέρπη και για το παιδί, που μαζί της χάθηκε.Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ,και γώ έμενα να φαντάζομαι το χωριό του, στο στενό πέρασμα των βουνών, και το σκυμμένο γκρίζο του κεφάλι στο ντιβάνι, δίπλα στην σόμπα καθισμένο.
Την Ευτέρπη, θεία της μάνας μου,την γνώρισα πολύ αργότερα.Γυναίκα πιά ήμουνα,πολλά χρόνια είχανε περάσει, και στην χώρα μας είχανε αρχίσει να επιστρέφουνε πολλά από τα «χαμένα παιδιά της»,που σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους μετά τον εμφύλιο.
Τότε έμαθα και την ιστορία της.Αντάρτισα στο βουνό καθώς ήτανε,με την υποχώρηση αναγκάστηκε να φύγει,και φεύγοντας να πάρει μαζί και το παιδί της.Ο άντρας της,ο θέιος Μήτσος,αρνήθηκε να την ακολουθήσει,υπακούοντας σε νόμους δικούς του που άγνωστοι για μένα παραμείνανε.Στην ξένη χώρα που την δέχτηκε,έκανε μια νέα οικογένεια και προσπάθησε να λησμονήσει τον πόνο της απώλειας .Πολλά χρόνια αργότερα,συναντήθηκε μαζί του για μια ώρα,και μάλλον σαν ξένοι κοιταχτήκανε αφού δεν είχανε τίποτα να τους ενώνει πιά…
Το χωριό του θείου Μήτσου στα χρόνια που ήρθανε ερήμωσε τελείως καθώς η αστικοποίηση του πληθυσμού έκανε το «θαύμα» της.Πέντε σπίτια όλα κι όλα απομείνανε,με μόνο το ένα να κατοικείται από έναν κάτοικο, και αυτόν «καλοκαιρινό». Μα ή ομορφιά του τόσο μεγάλη είναι που η ανάσα σου κόβεται καθώς το πλησιάζεις και το συναντάς,εκεί στα στενά των βουνών ανάμεσα, με τα χίλια χρώματα του φθινοπώρου να ζωγραφίζουν τις πιο όμορφες εικόνες,καθώς σναγωνίζονται με το χρώμα του ουρανού, το γκρίζο των βράχων και το σταχτί της πέτρας από την οποία τα σπίτια χτίζονταν κάποτε……
(Με αφορμή την ταινία του Παντελή Βούλγαρη,Ψυχή Βαθειά)