Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

«Σαν δαμάσκηνο...»



Η δαμασκηνιά, στην άκρη της αυλής φυτρωμένη ήτανε, και έκανε παρέα στην κυδωνιά με το πυκνό φύλλωμα, την ίδια κυδωνιά στο κλωνάρι της οποίας είχα δει κάποτε να είναι κρεμασμένο το πασχαλιάτικο αρνάκι ανάποδα, και τον Θανάση τον χασάπη να το γδέρνει άφοβα. Από τότε μου έμεινε και η απέχθεια για το δέντρο αυτό, και παρ’ όλο που είχε καλή σκιά το καλοκαίρι και πολύ όμορφα λουλούδια την άνοιξη το απέφευγα, και όλη μου την προτίμηση στην δαμασκηνιά έριξα. Στην οποία δαμασκηνιά, κανείς και καμία σημασία δεν έδινε. Οι καρποί της, οι περισσότεροι χαλασμένοι και γεμάτοι σκουλήκια, πέφτανε στο χώμα πριν προλάβουνε να ωριμάσουνε και τροφή στα γουρουνάκια του γείτονα καταλήγανε. Ούτε και φύλλωμα αξιοπρόσεχτο είχε. Κάτι κατσιασμένα φυλλαράκια, ούτε λόγος για σκιά αξιόλογη. Δεν ξέρω πως επέζησε τόσα χρόνια εκεί, μάλλον κανείς δεν την πρόσεχε και καθώς πολλές δουλειές υπήρχαν που απασχολούσαν συνεχώς τους μεγάλους, ξέφευγε συνεχώς από το να αποφασίσει να την πριονίσει κάποιος και να τους απαλλάξει από την παρουσία της. Στα κλαδιά αυτής της δαμασκηνιάς, που απλωνότανε πάνω από έναν ψηλό τοίχο και  στον διπλανό κήπο έμπαινε, αγαπούσα συχνά να περνώ τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια που ο ήλιος έκαιγε παντού εκτός από το σημείο εκείνο, προστατευμένο καθώς ήτανε από την σκιά του σπιτιού μου. Εκεί χάζευα σκοτώνοντας την ώρα μου,(διότι καθόλου δεν αγαπούσα τον μεσημεριανό ύπνο) και  ονειροπολούσα μόνη μου, περιμένοντας αφηρημένα να περάσει η ώρα. Είχε μια υπέροχη ευωδιά το δέντρο την ώρα εκείνη, οι καρποί του μοσχοβολούσανε σχεδόν ζεστοί, από τον ήλιο της ημέρας. Ξεδιάλεγα τότε τα λιγοστά γερά δαμάσκηνα, άγουρα και ώριμα μαζί, και τα έτρωγα με μεγάλη όρεξη. Ξινούτσικα τα μεν μου πικρίζανε την γλώσσα και μου προετοιμάζανε την γεύση για να απολαύσω καλύτερα τα άλλα.. εκείνα που ήταν πιο σπάνια και λιγοστά ,και που τα άφηνα για το τέλος τα ώριμα, με την σάρκα τους χρυσή,σχεδόν διάφανη, τόσο νόστιμα και μυρωδάτα που όμοιά τους ποτέ στην ζωή μου δεν ξανάφαγα Και το άρωμά τους, έχει τόσο βαθιά χαραχτεί στην ιστορία των αρωμάτων μου και τόσο αγαπημένο είναι που σαν θέλω να πω πως κάποιον πολύ τον αγαπώ, λέω πως  η μυρωδιά του σαν δαμάσκηνο είναι…


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Ο "εθνικόφρονας" μάρτης!


Θα σας εξομολογηθώ κάτι: Έως τα δεκατρία μου χρόνια νόμιζα πως ο  «μάρτης» ,αυτή η λευκή και κόκκινη κλωστή που βάζουμε στα χεράκια μας  παραμονές της εισόδου του μήνα με το όμοιο όνομα, ήταν χρώματος μπλε και άσπρου. Ναι...όπως σας τα λέω!Έπρεπε  να μετακομίσουμε στην μεγάλη πόλη και να μεγαλώσω λιγάκι, ώστε να μάθω την "μεγάλη αλήθεια"!  Το ξαναθυμήθηκα σήμερα,  καθώς βλέπω σε κάποια μπαλκόνια να κυματίζει η ελληνική σημαία με την αφορμή της αυριανής παρέλασης, αυτό το παιδικό μου «τραύμα». Στο χωριό μου λοιπόν, ο «μάρτης» είχε πάντα χρώμα μπλε και λευκό, και ποτέ κόκκινο! Οι μανάδες μας φοβόντουσαν οι δόλιες να χρησιμοποιήσουν το κόκκινο χρώμα, καθώς τα χρόνια πονηρά ήταν, και δεν χρειαζόταν να βάλουν μπελάδες στο κεφάλι τους. Μα και να παραλείψουνε το έθιμο δεν τους πήγαινε καρδιά! Έτσι βρήκανε αυτή την λύση: Η κλωστή θα είχε  μπλε και άσπρο χρώμα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα βουλώνανε και τα στόματα όσων χαρακτηρίζανε το χωριό  πως «γέρνει» προς τα αριστερά (πράγμα που πέρα για πέρα αλήθεια ήταν, εξ ου και ο φόβος τους) αφού την προτίμηση  στο μπλε χρώμα κανείς δεν θα παρεξηγούσε. Πόσα κατεργάζεται το μυαλό του ανθρώπου για να αποφύγει σίγουρους μπελάδες… Έτσι λοιπόν καμάρωνα με τον εθνικόφρονα «μάρτη» μου ,ως την στιγμή που μετακομίσαμε στην μεγάλη πόλη! Εκεί, με μεγάλη και δυσάρεστη μπορώ να ομολογήσω έκπληξη, ανακάλυψα το πραγματικό χρώμα που απαιτούσε το έθιμο! Κόκκινο…Στην αρχή με έκπληξη και πάθος, διαμαρτυρήθηκα έντονα για το «λάθος».Προσπαθούσα βλέπετε να επιβάλω το δίκιο μου στα άλλα παιδιά! Μα καθώς έβλεπα στα μάτια τους την απορία για το αυτονόητο, ζήτησα αλλού τις εξηγήσεις για το παράξενο του πράγματος .Τότε έμαθα επιτέλους και την μεγάλη αλήθεια, με την προτροπή να μην το πολυσυζητήσω πουθενά. Και αποσβολωμένη έμεινα… Δεν ξέρω αν κατάλαβα και τι κατάλαβα τότε, τον σκασμό όμως τον έβγαλα και δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό ποτέ ξανά. Κάτι σαν μια ένοχη ντροπή με έκανε να μην το ξανααναφέρω πουθενά. Με μεγάλη  απογοήτευση φυσικά! Τώρα, το θυμάμαι με τρυφερότητα αυτή την ίδια που έχω από πολλές θύμισες της παιδικής μου αθωότητας, κάθε που πλέκω την γνωστή κοκκινόασπρη κλωστούλα  παραμονές του μήνα Μάρτη…

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Ο κούκος



Και ξαφνικά, τον άκουσα! Ήταν εκεί πάντα; Πάντως εγώ δεν τον είχα ξανακούσει από τότε, που μικρό παιδί ήμουνα.
«Όσες φορές λαλήσει ο κούκος, τόσα χρόνια θα ζήσεις»,έρχεται στο νου μου αυτό που μας λέγανε κάποτε χαμογελώντας οι μεγάλοι! Μετρούσα τότε με μεγάλη αγωνία τις φορές που ο κούκος θα λαλούσε, γιατί από αυτό εξαρτιώτανε η υπόλοιπη ζωή μου. Φυσικά κάπου στην συνέχεια έχανα το μέτρημα, είτε γιατί βαριόμουνα, είτε γιατί αποξεχνιόμουνα. Δεν θυμάμαι πάντως ποτέ να κατάφερα να υπολογίσω έναν αριθμό αξιομνημόνευτο.
Αυτά, παλιά…όταν ήμουνα μικρό παιδί .Στην συνέχεια, κούκο δεν θυμάμαι να ξανάκουσα. Ή αυτοί εξαφανίστηκαν, ή εγώ με άλλους ήχους μέτραγα τα χρόνια μου. Έως φέτος. Πάσχα ήτανε, μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα, γεμάτη ήλιο και φως, από αυτές που αγαπάω, ξέρετε τώρα. Στην εξοχή. Στο χωριό δηλαδή, μετά την δεύτερη ανάσταση, κατηφορίζοντας προς το σπίτι μου. Είναι μια αρκετά,έως πολύ όμορφη διαδρομή. Δεξιά, κυλάει το ποτάμι. Δεν το καλοπροσέχω, είναι πάντα εκεί, το έχω συνηθίσει, είναι δικό μου, ο ήχος του έχει γίνει ένα με μένα. Απλά υπάρχει, καθησυχαστικά, εκεί. Και πέρα από το ποτάμι, το βουνό Καταπράσινο, δροσερό, αγαπημένο. Επίσης δικό μου και αυτό. Ξαφνικά εκεί, μέσα σε αυτή την όμορφη ώρα, ακούγεται το λάλημα του κούκου! Και τον ακούμε και μείς. Μετά από τόσα χρόνια. Και αυτό είναι κάτι τόσο τρυφερό, μας κάνει και κοιταζόμαστε  με τον αδερφό μου, χαμογελάμε, στα μάτια μας μια συγκίνηση κρυφοπαίζει, και το χαιρόμαστε τόσο… Σαν μικρά παιδιά νοιώθουμε.. Έ…αυτό! Τίποτε άλλο. Φυσικά και δεν τολμάμε τώρα πια να ξαναμετρήσουμε τα χρόνια μας , μα ούτε και το λάλημα του κούκου…

(Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο πέρσι,και  παρέμεινε ξεχασμένο έως τώρα…Και μπορεί ένας κούκος να μην φέρνει την άνοιξη καταπώς λένε,την καλωσορίζει και μας την θυμίζει αρκετά όμως…)

Καλή βδομάδα! 

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Μια μικρή ιστορία,για μια άτυχη γκρινιάρα πεθερά!




Η θεία Διαμάντω, στα νιάτα της μάλλον ήτανε μια όμορφη γυναίκα, έτσι μου  φαινότανε. Είχε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που είδα ποτέ μου και την πιο λευκή επιδερμίδα. Θεία της μητέρας μου, συχνά-πυκνά μπαινόβγαινε στο σπίτι μας και συνέχεια παραπονιότανε. Τώρα που το σκέπτομαι, μάλλον ανικανοποίητη από την ζωή της ήτανε και γι’ αυτό στην νύφη της ξέσπαγε. Γιατί η μόνιμη και διαρκής κουβέντα για τους καυγάδες με την νύφη της ήτανε.Σκοτείνιαζαν τότε τα μάτια της και γέμιζαν με δάκρυα λυσσασμένα. Δεν το «τρώγανε μαζί το ψωμί» όπως έλεγε η μάνα μου. «Φτάνει  βρε θεία, σταμάτα, την τελευταία κουβέντα πρώτη την λες» σαν να ακούω ακόμα την φωνή της ! Τίποτα…Εκεί αυτή.. Το βιολί της! Λες και αν εξαφάνιζε την νύφη της από την ζωή της,(γυναίκα του παιδιού της),θα λυνότανε όλα της τα προβλήματα. Δεν είχε ποτέ καταλάβει πως σαν μάνα έπρεπε να αποδεχτεί την τελεσίδικη αλλαγή στην σχέση μάνας-γυιού, που συνεπάγεται με την έλευση του νέου μέλους στην οικογένεια, και αν όχι να αγαπήσει, τουλάχιστον να αποδεχτεί την γυναίκα του παιδιού της. Ο άντρας, της ένας ήσυχος και απαθής άνθρωπος, δεν ανακατευότανε πουθενά. Την είχε διαγράψει μέσα του και έξω του. Σαν να μην υπήρχε. Ποτέ δεν τον άκουσα να αναφέρει το όνομά της! Ούτε και να της απευθύνει τον λόγο. Μάλλον  φοβότανε την γκρίνια της και αυτόν τον τρόπο είχε βρει για να την κάνει να απουσιάζει από την ζωή του.
H Διαμάντω λοιπόν,αυτή η φοβερή πεθερά,ποτέ της δεν φαντάστηκε πως αυτή της η διαμάχη θα γινότανε η αιτία του δικού της τέλους.Μαθημένη καθως ήτανε να κάνει πράγματα πίσω από την πλάτη της νύφης της,την ώρα κάποιας οικογενειακής συγκέντρωσης,ορέχτηκε να φάει λουκουμάκια.Πήγε λοιπόν στο διπλανό δωμάτιο,πήρε δύο από αυτά και με το στόμα γεμάτο σάλια από την μεγάλη όρεξη που τα είχε, έβαλε το ένα στο στόμα της και άρχισε να το απολαμβάνει.Για κακή της τύχη όμως,την ίδια ιδέα,το να μπει δηλαδή στο ίδιο δωμάτιο, είχε και το «αντίπαλο δέος»!.Από την ταραχή της,και για να μην αντιληφθεί η νύφη της την κρυφή της αυτή πράξη,έβαλε βιαστικά στο στόμα της και το δεύτερο γλυκό και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να το καταπιεί.Την τελευταία της αγωνία καθώς πνιγότανε κανείς τους δεν την αντιλήφθηκε,καθώς ήτανε μαθημένοι να την αποφεύγουνε για να γλυτώνουνε από την συνεχή μουρμούρα της.Την βρήκανε νεκρή μερικές ώρες αργότερα με έκπληξη, και  τόσο ήτανε το ξάφνιασμά τους,που την κλάψανε με την ψυχή τους όλοι,ακόμα και η ανεπιθύμητη νύφη που ποτέ δεν της δόθηκε η ευκαιρία να την αγαπήσει…