Η μαμά μου ξέρει το βουνό σαν την τσέπη της. Όταν μεγάλωνε, ο Γράμμος ήτανε σαν μία προέκταση της αυλής της. Περπατάμε στα μονοπάτια και τα μάτια της ζωντανεύουν. Λέει τα ονόματα των χωραφιών (που τώρα είναι δάση) με την παλιά τους ονομασία, θυμάται τίνος είναι η κάθε καστανιά που συναντάμε, «νά η μηλιά που από αυτήν ήθελα να τρώω μήλα όταν ήμουνα έγκυος σε σένα» μου την συστήνει, η μηλιά έχει γεράσει, ένα κατσιασμένο δέντρο χωρίς ζωντάνια είναι, η μαμά μου την βλέπει με τα μάτια της νεότητάς της, πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχει ξανανεβεί στο βουνό, περπατάει στο μονοπάτι ατρόμητη, και είναι σαν τα χρόνια να ξεφλουδίζονται και να πέφτουν από την πλάτη της, « να οι καστανιές μας» δείχνει κάπου πολύ μακριά «θα κατεβούμε αυτή την πλαγιά και μετά θα ανηφορίσουμε προς τα δέντρα, και θα μαζέψουμε πολλά κάστανα.»
Η πλαγιά, είναι τεράστια, σαν πίστα χιονοδρομικού, χορτάριασμένη, και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει ένας γελαστός τρόμος, «πάμε» μου λέει, γελάω, «μαμά μήπως έχεις ξεχάσει πόσο χρόνων είσαι;» την ρωτάω, «τον άλλο μήνα θα μπω στα 88» μου απαντάει, τώρα όμως έχει στα μάτια το θάρρος και την δύναμη των δέκα χρόνων της και τρέχει στο λιβάδι, μαζεύει κάστανα με την κολλητή της την Ντίνα, την αγαπημένη ξαδερφούλα της που δεν υπάρχει πια, γεμίζουν τους ντορβάδες γελώντας, ατρόμητες και υπέροχες.
Δεν κατεβαίνουμε την πλαγιά (προς μεγάλη της απογοήτευση) δεν μαζεύουμε κάστανα από τις καστανιές μας. «Α, μου λέει, αυτή η καστανιά μας να δεις τί νόστιμα κάστανα έχει, είναι στρογγυλά και κρακ... σπάζουν στο στόμα σου όταν τα τρώς, ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ» μου ανακοινώνει με βεβαιότητα.
Επιστρέφουμε στο χωριό εγώ και ένα δεκάχρονο κοριτσάκι στο διπλανό κάθισμα, μια ζωντανή απόδειξη πως η ψυχή δεν γερνάει ποτέ, και πως κάπου λίγο πιο έξω από τον καθημερινό μας ορίζοντα, μας περιτριγυρίζουνε πολλά. Είναι αόρατα είναι και ορατά και έχουν την δύναμη να μας επαναπροσδιορίσουν και να μας ανανεώσουν και την διάθεση και την υγεία.
Καλημέρα σας☀️