#ημέρες_κορονοιού
Την νέα μου γειτόνισσα την λένε Λάλλα και είναι από το Αφγανιστάν. Έχει ωραία μαύρα μάτια και γλυκό χαμόγελο. Το όνομά της το τραγουδάει, “what’s your name?” την ρωτάω, «Lalla» μου απαντάει και αυτό το λάμδα το λέει τόσο μελωδικά, σαν κελάηδημα πουλιού. Την στιγμή που εκείνη προφέρει το όνομά της στο ραδιόφωνό μου, κάποιος τραγουδάει «λαλα λαλα λαλαλα..»
Εγώ φοβάμαι τον κορονοΐό, αυτή μάλλον όχι. Χτύπησα την πόρτα τους όταν ανακάλυψα ότι μετακομίσανε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που ήτανε άδειο για χρόνια, είχα ψήσει κουλουράκια και ήθελα να τους καλωσορίσω, “thank you!” μου χαμογέλασε,”please, come in” η μαμά της άνοιξε τα χέρια, ο κορονοιος μου φώναξε «ΟΧΙ!» , δεν μπήκα.
Ήθελα σήμερα να καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας μου με την κοπέλα με το μελωδικό όνομα, να πίνουμε καφέ με κουλουράκια πορτοκαλιού και να τα λέμε. Να μου πει για το μεγάλο ταξίδι που έκανε για να φτάσει ως εδώ, σε αυτή την μικρή πόλη της Μακεδονίας, για τους μεγάλους φόβους και τις τεράστιες ελπίδες, για την ζωή μέσα της που την κάνει να χαμογελάει τόσο ατρόμητα.
Και ύστερα με σταματάει ο Νέος Φόβος, αυτός ο τόσο τρομακτικός που ζούμε εδώ και τριάντα τέσσερις μέρες. Και λυπάμαι πολύ, για όλες τις χειραψίες που δεν θα ξανακάνουμε με τους άλλους ανθρώπους, για όλες τις χαμένες αγκαλιές που θα φοβόμαστε να προσφέρουμε.
Και προετοιμάζομαι για το μέλλον προβάροντας στον καθρέφτη μου χαμόγελα, μεγάλα χαμόγελα που φτάνουν ως τα μάτια την καρδιά, και το μυαλό.
«Να» λέω, «έτσι θα κοιταζόμαστε, αυτά θα είναι τα χέρια μας και οι αγκαλιές μας πια.»
και κάπως παρηγοριέμαι με αυτό..
Την νέα μου γειτόνισσα την λένε Λάλλα και είναι από το Αφγανιστάν. Έχει ωραία μαύρα μάτια και γλυκό χαμόγελο. Το όνομά της το τραγουδάει, “what’s your name?” την ρωτάω, «Lalla» μου απαντάει και αυτό το λάμδα το λέει τόσο μελωδικά, σαν κελάηδημα πουλιού. Την στιγμή που εκείνη προφέρει το όνομά της στο ραδιόφωνό μου, κάποιος τραγουδάει «λαλα λαλα λαλαλα..»
Εγώ φοβάμαι τον κορονοΐό, αυτή μάλλον όχι. Χτύπησα την πόρτα τους όταν ανακάλυψα ότι μετακομίσανε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που ήτανε άδειο για χρόνια, είχα ψήσει κουλουράκια και ήθελα να τους καλωσορίσω, “thank you!” μου χαμογέλασε,”please, come in” η μαμά της άνοιξε τα χέρια, ο κορονοιος μου φώναξε «ΟΧΙ!» , δεν μπήκα.
Ήθελα σήμερα να καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας μου με την κοπέλα με το μελωδικό όνομα, να πίνουμε καφέ με κουλουράκια πορτοκαλιού και να τα λέμε. Να μου πει για το μεγάλο ταξίδι που έκανε για να φτάσει ως εδώ, σε αυτή την μικρή πόλη της Μακεδονίας, για τους μεγάλους φόβους και τις τεράστιες ελπίδες, για την ζωή μέσα της που την κάνει να χαμογελάει τόσο ατρόμητα.
Και ύστερα με σταματάει ο Νέος Φόβος, αυτός ο τόσο τρομακτικός που ζούμε εδώ και τριάντα τέσσερις μέρες. Και λυπάμαι πολύ, για όλες τις χειραψίες που δεν θα ξανακάνουμε με τους άλλους ανθρώπους, για όλες τις χαμένες αγκαλιές που θα φοβόμαστε να προσφέρουμε.
Και προετοιμάζομαι για το μέλλον προβάροντας στον καθρέφτη μου χαμόγελα, μεγάλα χαμόγελα που φτάνουν ως τα μάτια την καρδιά, και το μυαλό.
«Να» λέω, «έτσι θα κοιταζόμαστε, αυτά θα είναι τα χέρια μας και οι αγκαλιές μας πια.»
και κάπως παρηγοριέμαι με αυτό..