Η μικρή φιγούρα εμφανίστηκε ξαφνικά και χώρισε στα δύο το
τοπίο. Στο εδώ, που το αποτελούσε η υπαίθρια αίθουσα πρωϊνού παραθαλάσσιου
ξενοδοχείου και στο εκεί, της αμμουδιάς και της θάλασσας με έναν ήλιο από πάνω τους
που μόνο τον Ιούλη τις κάνει να αστράφτουν έτσι. Η μικρή ήτανε χαριτωμένη, τόσο
όσο χρειαζότανε για να τραβήξει την προσοχή μου ολόκληρη. Γύρω στα τέσσερα,
ξυπόλητη με κοραλί φορεματάκι μακρύ, ως την μέση της γάμπας και μαλλάκι καρέ
καστανόχρυσο. Αδιάφορη ως προς τα την τραπεζαρίας τεκταινόμενα, προχώρησε χωρίς
αμφιβολίες προς την άμμο κάνοντας αναγνωριστικά βήματα.. Βύθιζε τα μικρά
ποδαράκια στο χάδι της και παίζοντας με
αυτόν τον τρόπο, σήκωνε μια ανάλογης ποσότητας σκόνη από το χώμα στον αέρα και
όλο ξεμάκραινε προς την θάλασσα. Η απομάκρυνση αυτή, συνέβαινε με μεγάλη
φυσικότητα, χωρίς καμία ένδειξη δισταγμού, τόσο που με έκανε να αναρωτηθώ αν
υπήρχαν οι γονείς, ή απλά η μικρή το είχε σκάσει από την ακτίνα της επίβλεψής
τους, Γύρισα το κεφάλι μου ψάχνοντας για μία ένδειξη ανησυχίας· το ζευγάρι που
πιθανότατα αποτελούσε αυτούς που αναζητούσα, ήτανε βυθισμένο στην
πρωϊνή-αμίλητη ησυχία του καφέ. Παρατήρησα ένα γεμάτο νεροπότηρο άσπρο γάλα που
μάλλον «ξεκουραζότανε» περιμένοντας τα χεράκια με το κοραλί φόρεμα να το τιμήσουνε.
Γύρισα προς την θάλασσα. Η μικρή μου
έμπνευση είχε ξεμακρύνει αρκετά και η κομψή φιγούρα της φαινότανε παράλληλα με
την ακτή να πετάει σαν χελιδονάκι. Αναλογίστηκα εδώ για το αόρατο σκοινί που
μας συνδέει με τους φόβους μας. Εγώ π.χ. αν ξεμακρύνω μέσα στο νερό, ρίχνω
συχνά το βλέμμα μου προς την ακτή, να εντοπίσω το σημείο που έχω ακουμπήσει τα
πράγματά μου και αυτό είναι ένα πράγμα που μισώ, υπόλειμμα επιρροής που έχει ασκηθεί
επάνω μου από το σκοινί που λέγαμε. Η ηρωΐδα μου όμως τυχερή (ως προς την
ευρεία ακτίνα προσοχής των δικών της) και ανενόχλητη, έβρεχε τώρα τα ποδαράκια
της στο νερό ανασηκώνοντας το φόρεμά της με τα δυό της χέρια. «Λίλα, Λίλα, έλα
εδώ» ακούστηκε ξαφνικά και δύο φίλες της, (ή
ίσως αδελφές της) εμφανίστηκαν να τρέχουν προς το μέρος της. Η Λίλα
γύρισε, τις κοίταξε και χαμογέλασε συνεχίζοντας αυτό που έκανε. Χωρίς δισταγμό
και φόβο με μια σίγουρη αθωότητα, τέτοια που μόνο τα παιδιά γνωρίζουν να
χαίρονται και να επιβάλλουν. Οι δύο νεοφερμένες την ακολούθησαν στο παιχνίδι
της. Πολύ αργότερα καθώς διάβαζα στην ξαπλώστρα μου, «τολμηρό παιδί η Λίλα σας»
άκουσα, «πιο τολμηρή από εκείνην εγώ, η ψυχή μου το ξέρει, μα έτσι θέλω να
μεγαλώσει, να περπατάει ξυπόλητη και να πατάει με σιγουριά στο χώμα»…
Έκλεισα το βιβλίο μου και βύθισα την ματιά μου στο
γαλάζιο της θάλασσας χαμένη στην σκέψη μου. Όταν άδειασα το μυαλό μου, μια μικρή οπτασία μου
μίλησε: «Με λένε Ελευθερία, όχι Λίλα» μου χαμογέλασε…