Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

2011...να το καλωσορίσουμε λέω:))



Ευχές…πολλές! Όσο πιο πολλές γίνεται! Να τις κάνουμε «δώρο» για το γούρι…από αυτές που είναι κρυμμένες στα πιο μύχια σημεία της καρδιάς μας…που είναι τόσο ειλικρινείς ώστε να έχουν την «ενέργεια» να γίνουνε και αληθινές …να σπάσουνε σαν τους καρπούς από το ρόδι, να απλωθούνε ολούθε…να γεμίσει ο κόσμος μας ευχές…για χαρά,υγεία,έμπνευση,επιτυχία… με την εμπιστοσύνη πως αυτό που φεύγει αφήνει χώρο  σε ότι έρχεται….χώρο για αναγέννηση και δημιουργία, ελπίδα και αγάπη :))

Καλή Χρονιά να έχουμε γεμάτη  ευχάριστες,μόνο ευχάριστες εκπλήξεις σε όλα τα επίπεδα…Να έρθουν να μας «βρούνε»,όχι μόνο όσα ευχηθήκαμε αλλά και τα άλλα, τα καλύτερα εκείνα που τολμήσαμε μόνο να ονειρευτούμε…

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Σχεδόν Χριστουγεννιάτικο!

.

…με χιόνια πάνω στο Χριστουγεννιάτικο έλατο ή χωρίς,ας περάσουμε όμορφα στο τέλος ενός χρόνου που πάσχισε να μας γεμίσει φόβους και ενοχές.Να απαντήσουμε με ό,τι πιο επαναστατικό υπάρχει.Το γέλιο και την χαρά. Γιατί η χαρά, μοιάζει με την θλίψη:Είναι όπως ένα ποτάμι,δεν μπορούμε να του πάμε κόντρα.Μας παρασύρει και μας ταξιδεύει, μόνους μας ή με συντροφιά.Μεταδίδεται γύρω μας αστραπιαία, κάνοντας τους ανθρώπους μας,και τους ανθρώπους των ανθρώπων μας να παίρνουνε ανάσες ανακούφισης  χαμογελώντας...
Και επειδή ετούτη η χρονιά πολύ μας βασάνισε, προσπαθώντας να μας κλέψει όνειρα,σχέδια και ελπίδες,να μια απάντηση που μοιάζει με απειλή:Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά:))



Καλά Χριστούγεννα!!

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Χριστουγεννιάτικοι κουραμπιέδες


(Μέρες που είναι,ας τις γλυκάνουμε λιγάκι:))

500 γρμ βούτυρο φρέσκο αγελάδας (αγνό χρησιμοποιώ εγώ)
2-3 κουταλιές σούπας νέα φυτίνη
μισό φλιτζανάκι του καφέ κονιάκ
ένα πιατάκι του καφέ γεμάτο (με κορυφή) ζάχαρη (όχι άχνη)
αλεύρι γ.ο.χ. 1 κιλό περίπου (εμένα μου περισσεύει λιγάκι)
1 σακουλάκι άχνη
αμύγδαλα περίπου 300 γρμ ,ζεματισμένα σε νερό,ίσα να πάρουνε μια βράση,ξεφλουδισμένα και κομμένα με τα χεράκια σας,(αν σας βοηθήσει και μια καλή παρέα θα γίνουν οι κουραμπιέδες σας σίγουρα πιο νόστιμοι!)
Τα ψήνω στον φούρνο σε μέτρια θερμοκρασία έως ότου ροδίσουν.



Χτυπάω το βούτυρο & την φυτίνη στο μίξερ έως ότου ασπρίσει.Προσθέτω σιγά σιγά και την ζάχαρη συνεχίζοντας το χτύπημα.Κατόπιν το κονιάκ,τα αμύγδαλα και το αλεύρι ζυμώνοντας πια με τα χέρια.Η ζύμη να είναι μαλακή αλλά να μην κολλάει πολύ.Ψήνω στους 200 βαθμούς έως ότου ροδίσουν και πριν καούνε.Αφήνω να κρυώσουνε.

Αδειάζω την άχνη σε μια λεκανίτσα,ρίχνω μέσα 2 βανίλιες τις ανακατεύω καλά και «ντύνω» με την άχνη τους κουραμπιέδες μου…



Καλή επιτυχία!

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Το κίτρινο χρώμα που λείπει...


Χειμωνιάζει.Σιγά-σιγά όλα τα σημάδια είναι εδώ.Τα δέντρα δεν έχουν πια φύλλα,όλα πέσανε,κοίτονται στις άκρες του δρόμου σαν καφετί στρώμα λερωμένο από τις βροχές και την λάσπη.Το κίτρινο χρώμα που μας θάμπωνε τα μάτια με το φως του έχει εξαφανιστεί.Γκρίζο.Αυτό επικρατεί.Οι ψυχές μας με όση δύναμη τους απομένει το αποφεύγουν με μανία.Κάθε που η σκέψη πάει να αγγίξει στο μουντό του σημείο,γυρίζει πλευρό, όχι-όχι, σχεδόν φωνάζει,καμώνεται την ανήξερη και ψάχνει για σημάδια μιας άλλης εποχής.Κοιτάζω την πόλη.Μου φαίνεται ίδια σαν και πριν και ας ξέρω βαθειά μέσα μου πως δεν είναι.Ένα ψύχος έχει απλωθεί σαν πέπλο πάνω της και ο καπνός που  πάντα έβγαινε καθησυχαστικά από τις καπνοδόχους των σπιτιών, που μέσα τους χαιρόταν η οικογένεια, έχει λιγοστέψει και αυτός. Η μιζέρια, σαν σιχαμερή γλίτσα έχει απλωθεί και έχει αλλοιώσει  τα πάντα,φοβάμαι πως θα κολλήσει παντού και θα τα ασκημήνει  όλα,κλείνω σφιχτά τα μάτια μου…Η καμπάνα από το βυζαντινό εκκλησάκι με ξαφνιάζει. Οι σκέψεις  γυρίζουν προς τα μέσα μου.Να βρώ ένα σημείο να ακουμπήσω,να συναντήσω τον θεό που κρύβουμε μέσα μας,ναι η πίστη,όχι η χριστιανική,αυτή η άλλη η δική μας,αυτή που μας σώζει στα δύσκολα και που ευτυχώς πάντα είναι εκεί αναλλοίωτη και φωτεινή σαν το κίτρινο χρώμα που λείπει σήμερα από τα φύλλα των δέντρων…

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Αγάπη: τρία...



Είναι χειμώνας.Ένας από εκείνους τους χειμώνες που πέφτει χιόνι ακόμα και μέσα στην Αθήνα.Παραμονή Πρωτοχρονιάς,μια χαρούμενη μέρα που την κάνει να χαμογελάει η όμορφη διάθεση που υπάρχει στους ανθρώπους.Αγοράζουνε δώρα  για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.τριγυρνάνε στους δρόμους της πόλης πιασμένοι χέρι-χέρι,σκέφτονται το αποψινό ρεβεγιόν...
Η Μυρτώ,είναι διπλά χαρούμενη.Είναι ερωτευμένη και αρραβωνιασμένη με τον έρωτά της.Βρίσκονται  μαζί στην Αθήνα για να γιορτάσουν με την οικογένεια του,τον ερχομό του νέου έτους.Όλα μοιάζουν ιδανικά και ονειρεμένα.Η μεγάλη πόλη στολισμένη γιορτινά,λάμπει και την γοητεύει.Έχει σκεφτεί τι θα ταιριάζει στον καθένα τους και το έχει αγοράσει με αγάπη.Της αρέσει να χαρίζει δώρα και αγαπάει την έκπληξη και το φως στα πρόσωπα όταν το δώρο είναι της αρεσκείας τους.Γιαυτό τα διάλεξε με προσοχή.Προσπάθησε να μπεί στην θέση του καθενός και να φανταστεί τι θα επιθυμούσε.Και νομίζει πως τα κατάφερε.Το βράδυ μετά  το κόψιμο της βασιλόπιττας,θα τους προσφέρει την αγάπη της μέσα από τα δωράκια που αγόρασε.
Μπήκε λαχανιασμένη στο σπίτι.Οι σκάλες, που τις ανέβηκε μονομιάς με την ορμή της νιότης της της αναψοκοκινήσανε τα μάγουλα και της κόψανε την ανάσα.Η μυρωδιά της πίττας που ψηνότανε στον φούρνο μοσχοβόλησε τον χώρο.Λένε πως κουβαλάμε  τις συνήθειές μας όπου και να πάμε. και πως αυτό είναι η πατρίδα μας.Έτσι και σε τούτο το σπίτι,η  πίτα που με τόση προσοχή είχε ετοιμαστεί,ήτανε σαν εκείνη που κάνανε στην πόλη  στην οποία γεννηθήκανε.Κοινή η καταγωγή τους,κοινή και η νόστιμη βασιλόπιττα.Τα χρόνια τα παλιά μέσα σε κάθε κομμάτι που μοιράζανε,υπήρχε και κάτι που αντιστοιχούσε στις αρμοδιότητες που θα αναλογούσαν στον καθένα της οικογένειας για όλον τον υπόλοιπο χρόνο.Όποιος ας πούμε τύχαινε το άχυρο θα ασχολείτο με τις αγροτικές εργασίες του σπιτιού, ό άλλος που θα τύχαινε το νόμισμα του έπεφτε ο κλήρος του να φέρει τα χρήματα στην οικογένεια κλπ,κλπ…
Η Μυρτώ χαμογέλασε με τούτες τις σκέψεις.Περίμενε με μια χαρούμενη αγωνία να δει ποιος θα κέρδιζε το φλουρί.Πολύ θα ήθελε να γίνει δικό της φέτος και  θα το είχε και σαν καλό σημάδι,μιας και έμπαινε στην νέα της οικογένεια για πρώτη φορά.Από την φασαρία που ερχότανε έξω από το δωμάτιο, κατάλαβε πως και οι υπόλοιποι είχανε έρθει.Αποτελείωσε το ντύσιμό της και χαμογελαστή βγήκε να τους συναντήσει.Ο αγαπημένος της έπαιζε με τα μικρά του ανήψια.Της ένευσε να καθήσει δίπλα του και εκείνη υπάκουσε με ευχαρίστηση.Μέσα σε εκείνη την  ευτυχισμένη ατμόσφαιρα κατέφτασε και η νοικοκυρά του σπιτιού με το ταψί.Το τοποθέτησε στο κέντρο του τραπεζιού και έδωσε στον οικοδεσπότη το μαχαίρι για τα περαιτέρω.Το κόψιμο της πίττας απαιτεί ακρίβεια και προσοχή.Πρέπει κατ’ αρχάς τα κομμάτια να μοιραστούν σε όσα αντιστοιχούν στους παρευρισκόμενους συν ένα για την Παναγία (και ενδεχομένως και για κάποιον απόντα), και να μοιραστούν δίκαια, σε ίσες ποσότητες δηλαδή,για να έχουν όλοι την ίδια ευκαιρία στην τύχη.
Έτσι και έγινε.Η Μυρτώ άκουγε τα ονόματα το ένα να ακολουθεί το άλλο και με μια ας το πούμε αγωνία περίμενε την σειρά της.Τα επιφωνήματα καθώς ψαχνότανε το φλουρί  έδιναν και έπαιρναν,ό ένας μετά τον άλλον έψαχνε το νόστιμο κομμάτι πίτας που του μοίραζε ο πατέρας,τα γέλια και τα χάχανα περίσσευαν ευτυχισμένα…
Κάποια στιγμή,σαν κάτι παράξενο να τράβηξε την προσοχή τους.Γύρισαν και κοίταξαν προς το μέρος της Μυρτώς και τότε ανακαλύψανε πως την είχανε ξεχάσει! Το  πληγωμένο βλέμμα της και τα δάκρυα που λάμπανε στα μάτια της τους έκαναν να νοιώσουν  μια βαθειά ενοχή και σαστισμένα της ζητήσανε θερμά συγνώμη.Η κοπέλα δεν διαμαρτυρήθηκε Χαμογελώντας σκούπισε τα δάκρυά της και ξέχασε την πίκρα της.Μόνο  που κάποια στιγμή, κοίταξε βαθειά στα μάτια τον αγαπημένο της και προσπάθησε να δει κάτι που θα δικαιολογούσε σε εκείνη,μόνο σε εκείνη,την δική του προδοσία.Αναστέναξε βαθειά και δεν μίλησε καθόλου…Και ποτέ ξανά δεν λαχτάρησε να κερδίσει το φλουρί της Πρωτοχρονιάς…

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Το βρήκα χαριτωμένο και ίσως επίκαιρο:))

εκλογικό σώμα

θα είμαι ανάμεσα στα γόνατά σου
θα σου φτιάχνω τα νύχια
τα δικά μου άσχημα
τα δικά σου όμορφα
θα με ψηφίσεις ?
ακόμη και στον έρωτα
προεκλογικός αγώνας
δε μαγειρεύω καλά
νοικοκυρά δεν είμαι
έχω ανασφάλειες
θέλω να ασφαλίζεις την πόρτα μου
και να κοιτάζεις τα λόγια στα μάτια
θα με ψηφίσεις ?
ξέρω
σου λέω τις αδυναμίες μου
μα κοντά σου προτερήματα θα γίνουν
αν με ψηφίσεις
συνειδητά
ψήφος κατασταλαγμένη
το όνομα της αγάπης μας
απελπισία δε θέλω να λέγεται
θα με ψηφίσεις ?
η καρδιά
γέννους θηλυκού
χρειάζεται κατάκτηση
βλέπω θέση κενή
θα με ψηφίσεις?
εγώ ψήφισα ήδη

Αναδημοσίευση από το μπλόγκ της 
ξεχωριστής μου φίλης "Ποδονίφτης"

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Αγάπη:

Δύο.

Και ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο.Ώρα 12 και κάτι μετά τα μεσάνυχτα.Χαζογελούσα με την φίλη που μου έκανε παρέα εκείνο το Σαβατόβραδο.Στην χαλαρή ατμόσφαιρα της βραδιάς δεν με ξάφνιασε ο ήχος του.Απάντησα,ο αδερφός μου,με αδιάφορη φωνή μου ανήγγειλε πως ένοιωσε έναν ξαφνικό πόνο στο στήθος και πήγαινε οδηγώντας στο νοσοκομείο. «Μην ανησυχείς» μου είπε, «δεν είναι τίποτα το σοβαρό,αν θέλεις έλα από εκεί και εσύ».Τον πίστεψα,έτσι ήθελα, πήρα την φίλη μου μαζί και οδηγώντας και εμείς φτάσαμε στο νοσοκομείο.Ήταν μια κρύα νύχτα του Φλεβάρη.Μπήκαμε μέσα  στο κτίριο με μια ελαφρά ανησυχία.Η αίθουσα αναμονής ήταν ζεστή και μύριζε απολυμαντικό.Τα πιο σπουδαία πράγματα στην ζωή μας έρχονται στα ξαφνικά.Έτσι και τούτο.Τον είδα να βγαίνει από τα εξωτερικά ιατρεία καθισμένο στο καροτσάκι, «εσείς είστε η  αδερφή του; Ελάτε μαζί μας» ακούστηκε να λέει ο νοσοκόμος και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ.Από  αυτό το σημείο και μετά ο χρόνος σταμάτησε.Θυμάμαι τον εαυτό μου έξω από την εντατική,την καρδιολόγο γιατρό να μου εξηγεί πως πρόκειται για «οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου» και πως «αν θέλετε να ειδοποιήσετε κάποιον για τις επόμενες κρίσιμες ώρες» και  ακόμα νομίζω πως πρόκειται για ένα θολό όνειρο.Στις στιγμές  που ακολουθήσανε,κάτι νεκρώθηκε μέσα μου.Η ανόητη βεβαιότητα πως «δεν θα συμβεί ποτέ σε μένα αυτό» φυσικά δεν υπήρχε,ξαφνικά ένοιωσα πως λύγιζα από ένα βάρος αβάσταχτο,και πως εδώ που  στάθηκα δεν είχα ποτέ ξαναβρεθεί.Όλες οι λεπτομέρειες της ζωής μου,έχασαν ξαφνικά την όποια σημασία τους.Το μόνο που  με απασχολούσε, ήταν η ανάσα του που έβγαινε δύσκολα  και οι σκασμένες φτέρνες του που ήθελα τόσο να χαϊδέψω και δεν μπορούσα.Η νύχτα ,που έδωσε την θέση της στην ημέρα που ακολούθησε, κύλησε ευτυχώς ήσυχα.Το κλάμα που μου περίσσευε το εκτόνωσα σαν βρέθηκα μόνη το χάραμα στο αυτοκίνητό μου,Ούρλιαζα από θυμό,απελπισία και φόβο.Στις προσευχές μου εκείνης της ώρας  , ένοιωσα την ανάγκη της θυσίας.Έπρεπε κάτι να θυσιάσω,κάτι να υποσχεθώ με κάποιον τρόπο να βοηθήσω για να πάνε όλα καλά.Ορκίστηκα για χάρη του να μην ξανακαπνίσω  ποτέ ….

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Αγάπη:



Ένα.

Η Μαρία είναι δεκαέξι χρονών.Αρχές Γενάρη, και το κρύο στην πόλη αρκετό.Οι μέρες κατά τις οποίες διαδραματίζονται τα παρακάτω είναι πανηγυρικές,υπάρχει δηλαδή μια γιορτή  στους δρόμους  που συμμετέχουν όλοι.Η μητέρα της,δεν της επιτρέπει να φορέσει την καμπαρντίνα που θέλει.Θα φορέσει το παλτό της,πάει και τελείωσε!Άλλωστε κάνει και αρκετό κρύο και η επιλογή της μικρής,θεωρεί πως είναι εντελώς ακατάλληλη.
- Μαμά,θα φορέσω την καμπαρντίνα…
-ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Κάνει κρύο,θα αρρωστήσεις…
-Έλα ρε μαμα….σε παρακαλώ!Δεν μου αρέσει καθόλου το παλτό! Η Μιμή μου είπε πως είμαι σαν μαντάμ…
-Να κοιτάει την δουλειά της η Μιμή…Ορίστε μας που θα μας κάνει και κουμάντο!
-ΜΑΜΑ!!!!!
-Σκασμός,που θα μου βγάλεις και γλώσσα…Τελείωσε…Το παλτό θα βάλεις !
Η μικρή αρχίζει να κλαίει με λυγμούς.Βλέπει το αδιέξοδο και την πιάνει απελπισία.Θέλει να νοιώθει όμορφη,θα είναι τόσος κόσμος στου δρόμους,είναι και εκείνο το αγόρι που την παίρνει από πίσω και της σιγοτραγουδάει το: “my lady dArbanvill”,θέλει τόσο να φορέσει την καμπαρντίνα… «ΘΑ ΤΗΝ ΦΟΡΕΣΩ» φωνάζει κλαίγοντας…
- Θα την φορέσεις; Τώρα θα δεις! Θα την κάνω κομμάτια με τα ίδια μου τα χέρια…Θα σου δείξω εγώ! Καμπαρντίνα μου θες χειμωνιάτικα,όρεξη έχω για κρυολογήματα!
Δεν μένει φυσικά μόνο στα λόγια.Παίρνει με θυμό το ψαλίδι και την κάνει κομμάτια,όπως ακριβώς το υποσχέθηκε.Η Μαρία αφού έκλαψε απαρηγόρητη ώρα πολλή, με πρησμένα μάτια και κατεστραμμένη διάθεση, μετά από τις πολλές ικεσίες της Μιμής, φόρεσε το παλτό που σιχαινότανε και βγήκε έξω να διασκεδάσει  την φίλη της και να ξεχάσει την δική της θλίψη…

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Φρούτα φθινοπωρινά, & στιγμές τόσες δά ;-)



 Η βροχή,μαζί με την καθημερινότητα  την είχανε κουράσει. «Να το ξαναδώ με μια άλλη ματιά»,σκέφτηκε κουρασμένα.Περίμενε μια μαγική στιγμή,ικανή από μόνη της να την συναρπάσει .Ξανακοίταξε το κυδώνι που της είχανε χαρίσει.Μοσχοβολούσε ο καρπός του χειμωνιάτικο υπόγειο σπιτιού.Βγήκε στον κήπο.Διάλεξε τρεις κόκκινες πιπερίτσες και μια κίτρινη που έστεκε ολομόναχη εκεί. «Θα τις βάλω συντροφιά»,χαμογέλασε.Το κάδρο συμπλήρωσαν τα δύο κάστανα που είχανε απομείνει. «Χρειάζεται ένα καρυδάκι»,μονολόγησε.Ηρέμησε η σκέψη της μόλις το ξετρύπωσε στην σακούλα με τα καλούδια που είχανε έρθει από το χωριό. «Ίσως πρέπει να κλέψω και λίγα ρόδια» θυμήθηκε και έτρεξε στο βυζαντινό τοιχαλάκι που την βοήθησε να ολοκληρώσει το κάδρο της…Η μαγική στιγμή της ήταν εδώ και αυτή ήταν που της χάρισε το χαρούμενό της σκίρτημα …

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Γαλακτομπούρεκο.



Ας ξεκινήσουμε με τα υλικά:

 Για την κρέμα:
1 λίτρο γάλα φρέσκο,
4,5 κουταλιές της σούπας (γεμάτες) ρυζάλευρο (piccolino)
4.5 κουταλιές της σούπας (γεμάτες) ζάχαρη
2 κρόκους αυγών
1 κουταλάκι βούτυρο φρέσκο
2 βανίλιες

Αναμιγνύω το ρυζάλευρο με την ζάχαρη και το διαλύω σε ένα μπολ με λίγο από το γάλα μου.
Σε ένα άλλο μπολ, χτυπάω τους 2 κρόκους,με λίγο γαλατάκι,τόσο ώστε να είναι ρευστό το μείγμα.Ρίχνω το υπόλοιπο γάλα σε κατσαρόλα ( με αντικολλητικό πάτο αν προτιμάτε),ανακατεύω μέσα το διαλυμένο ρυζάλευρο-ζάχαρι καθώς και το μείγμα με τα αυγά-γάλα.Προσθέτω το βούτυρο και ανακατεύω συνεχώς σε χαμηλή φωτιά έως ότου η κρέμα πήξει Δεν πρέπει να είναι ούτε πολύ σφιχτή,μα ούτε και πολύ ρευστή όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία.Τελειώνοντας,προσθέτω και τις 2 βανίλιες,ανακατεύοντας πάντα.
Επίσης χρειάζομαι:
400-500 γρμ.φύλλο κρούστας (εγώ χρησιμοποιώ Βηρυτού).
Λυωμένο βιτάμ και μια ιδέα φρέσκο βούτυρο αγελαδινό Αγνό,για την επάλειψη του φύλλου.


Στρώνω στο ταψάκι μου ένα-ένα τα φύλλα αφού τα αλείψω με το λυωμένο βούτυρο και αφού χρησιμοποιήσω την μισή περίπου ποσότητα,ρίχνω μέσα την κρέμα μου και σιγά-σιγά αρχίζω και την σκεπάζω με τα υπόλοιπα φύλλα,συνεχίζοντας την ίδια διαδικασία.



Με κοφτερό μαχαίρι,χαράζω σε κομμάτια στην επιφάνεια.


 Ψήνω στους 200 βαθμούς Κελσίου.Tην πρώτη μισή ώρα το γλυκό είναι σκεπασμένο (ελεύθερα) με αλουμινόχαρτο,την δεύτερη μισή,χωρίς αυτό.


Και τώρα το σιρόπι:
Σε μια κατσαρόλα,βάζω να βράσουνε σε δυνατή φωτιά 2,5 κούπες (αυτές τις μεγαλούτσικες που πίνουμε νεσκαφέ),γεμάτες ζάχαρη, με άλλες 2 (όχι ξεχειλισμένες) νερό,καθώς και τον χυμό από ένα μέτριο λεμόνι.Μόλις το σιρόπι πάρει βράση,χαμηλώνω την φωτιά (στο 2) και το αφήνω να σιγοβράζει για 15 λεπτά περίπου.Δοκιμάζοντας με την ξύλινη κουτάλα,πρέπει οι σταγόνες να έχουνε ουρά.Προσοχή,μην το αφήσετε για πολύ,θα σας πήξει και θα καραμελώσει όταν κρυώσει!


Όταν θα σιροπιάσετε, το γλυκό θα πρέπει να είναι κρύο και το σιρόπι ζεστό,αμέσως μόλις το βγάλετε από την φωτιά.Σε αυτήν την φάση κόβετε τελείως τα χαραγμένα κομμάτια για να εμποτιστεί καλά το γλυκό σας.

Γίνεται τόσο νόστιμο που θα φαγωθεί  σίγουρα φρέσκο,όπως άλλωστε  και του αξίζει:))

Καλή επιτυχία!

Πολύ επιθυμώ να  αφιερώσω αυτό το πόστ, στον Γιώργο και την Κική,που συχνά-πυκνά με εμπνέουν με τις συνταγές τους και με βάζουνε στην διαδικασία του μαγειρέματος,με επιτυχημένα πάντα αποτελέσματα!
Τους ευχαριστώ και εγώ και οι φίλοι μου που μαζί απολαμβάνουμε τις νοστιμιές τους...

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

Η μηλόπιτα,η νεράιδα και ο κεραυνός


Η Μυρτώ χαμογέλασε ικανοποιημένα. Η μυρωδιά της φρεσκοψημένης μηλόπιτας, απλωνότανε στον χώρο και του χάριζε μια αίσθηση ασφάλειας και ζεστασιάς.Κοίταξε γύρω της: Όλα ήταν όμορφα τακτοποιημένα.Το σπίτι συγυρισμένο και καθαρό,η σπανακόπιτα κομμένη σε ρόμβους με το φύλλο να  έχει την τέλεια υφή και χρώμα,η μηλόπιτα πασπαλισμένη με κανέλα και άχνη να μοσχοβολάει και το βάζο στην άκρη του τραπεζιού στολισμένο με μερικά από τα τελευταία κίτρινα τριαντάφυλλα του Οκτώβρη.Το απόγευμα περίμενε τους φίλους της.Θα πίνατε καφεδάκι,θα τρώγανε τις νοστιμιές που αναφέρθηκαν προηγουμένως και χαλαρά συζητώντας,γελώντας και διαφωνόντας θα τους έβρισκε η νύχτα.Απλά πράγματα,συνηθισμένα από εκείνα που σε κάνουνε να νοιώθεις μια γλύκα μέσα σου και να νομίζεις πως από ένα τέτοιο υλικό μπορεί να είναι φτιαγμένη η ευτυχία.Έξω έπεφτε μια ήσυχη φθινοπωριάτικη βροχή.Η Μυρτώ λάτρευε την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος καθώς και τις σταγόνες του νερού  που της βρέχανε τα μαλλιά  και το πρόσωπο.Έριξε μια ματιά στο ρολόι και ξαναχαμογέλασε,ευτυχισμένα αυτήν την φορά.Είχε χρόνο για έναν περίπατο.Φόρεσε το κίτρινο αδιάβροχο και τα κόκκινα μποτάκια της και βγήκε στον δρόμο.Η αίσθηση που της χάριζε αυτού του είδους η επαφή της με την φύση,έμοιαζε με την ίδια που ένοιωθε  κάθε φορά που βουτούσε το καλοκαίρι στην θάλασσα.Νόμιζε πως ξεπλένεται από όλες τις «σκόνες» που της φόρτωνε  η καθημερινότητα και σαν να έμπαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, εξαγνιζότανε θαρρείς από όλα τα αρνητικά συναισθήματα που ήτανε συσσωρεμένα μέσα της.Πήρε την συνηθισμένη διαδρομή που την οδηγούσε έξω από την πόλη….
Την νεράιδα την είδε την ώρα που έφτασε στην γέφυρα.Ήτανε  μια όμορφη ψηλή κοπέλα με κυματιστά μακριά μαλλιά.Την κοίταζε μέσα στα μάτια και χαμογελούσε αινιγματικά.Η Μυρτώ δεν πρόλαβε να αναρρωτηθεί .Την ίδια στιγμή,η δύναμη που είχε ο κεραυνός που έπεσε χτυπώντας την λεύκα πέρα από το ποτάμι,την πέταξε κάτω από την γέφυρα στην μαλακή λασπωμένη όχθη και την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της.


*************************

Όταν συνήλθε,οκτώ ώρες αργότερα σε μια αίθουσα νοσοκομείου,οι δικοί της δοκιμάσανε μια δυσάρεστη έκπληξη: Η Μυρτώ δεν ήξερε να μιλήσει  άλλη γλώσα εκτός από αγγλικά.Κανείς από τους γιατρούς δεν ήτανε σε θέση να εξηγήσει το παράδοξο.Ξετρελλαμένοι οι γονείς της σκεφτήκανε να αρχίσουν να παίρνουν εντατικά μαθήματα για να μπορέσουνε να συννενοηθούνε.Ευτυχώς το περίεργο αυτό γεγονός,δεν κράτησε πολύ.Την δέκατη πέμπτη ημέρα, ξύπνησε το πρωί, και κοιτάζοντας με ένα πικρό βλέμμα την στενή της φίλη που στηριζότανε στο κάγκελο του παραθύρου, είπε σε άπταιστα ελληνικά: «Μου μυρίζει μηλόπιτα!»

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

"Μην με αλλάξεις"

Το τραγούδι το ξεχώρισα από όλα όσα άκουσα στην σημερινή νυχτερινή μου βόλτα με το αυτοκίνητο,με την συνοδεία μιας ήσυχης φθινοπωρινής βροχής. «Μην με αλλάξεις» τραγουδούσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου,και χωρίς να το καταλάβω θυμήθηκα μια ανάρτηση που είχα γράψει κάποτε με τον τίτλο «…ένα φυτό,ή…μια αγάπη». Μου ήρθε στον νου ο  Δημήτρης ο Κούκος,που τόσο όμορφα συνδυάζει  τραγούδια με δικές του, υπέροχες ιστορίες.Επιτρέψτε μου να συνδέσω σήμερα αυτά τα δύο,(ανάρτηση & τραγούδι) ελπίζοντας να μην σας κουράσω με την επανάληψη.


(Στίχοι:Οδυσσέας Ιωάννου,μουσική-ερμηνεία: Β.Παπακωνσταντίνου)

Ένα φυτό,ή...μια αγάπη!

"Εγώ τώρα για την αναισθησία μου ήθελα να σας μιλήσω,μα πως ξεφεύγει η σκέψη και μπερδεύεται με άλλες,κουβάρι γίνεται ώρες-ώρες,βρίσκομαι τώρα να σας μιλάω για ένα λουλούδι της γλάστρας μου,στο μικρό μπαλκονάκι μου,που ο θεός μπαλκόνι να το πει,τόσο μικρό είναι.
Χρόνια πολλά το αγαπούσα και το φρόντιζα το φυτό αυτό,και κείνο με αποζημίωνε και γινότανε όλο και πιο φουντωτό και ψηλό και όμορφο,Λουλούδια δεν έβγαζε,μα είχε ένα υπέροχο φούξια χρώμα,χάνει στην φωτογραφία.Τα φυλλαράκια του, διάφανα ήτανε σχεδόν απέναντι στο φώς,με πιο σκούρες νευρώσεις.Το πρόσεχα σαν τα μάτια μου και κείνο με αποζημίωνε με την ομορφιά του λάμποντας.Όλους τους μήνες της καλοκαιρίας,από την άνοιξη έως το φθινόπωρο,πιο αγαπημένο για μένα λουλούδι δεν υπήρχε στο μικρό μου μπαλκονάκι.
Τους χειμώνες,το έπαιρνα μέσα,μην τυχόν και παγώσει ο τρυφερός κορμός του.Τότε πάθαινα και την μεγαλύτερη απογοήτευση γιατί καθώς άλλαζε περιβάλλον,μαράζωνε και σιγά-σιγά έπεφταν όλα τα φύλλα του και απόμενε να στέκεται άχαρο μονό με τα κοτσάνια του.Στεναχωριόμουνα να το βλέπω έτσι,όμως περίμενα την άνοιξη,ξέροντας ότι και πάλι θα φούντωνε και θα καμάρωνε λάμποντας στον ήλιο.Και έτσι πάντα συνέβαινε...

Κάπου εδώ μπάινει η αναίσθητη φύση μου.Φέτος αποφάσισα ερήμην του να το κλαδέψω χειμωνιάτικα,να μην στέκει έτσι ,χωρίς το όμορφο φύλωμα του.Και το έκανα,προσπαθώντας ασυνείδητα,να το φέρω στα δικά μου μέτρα,του πως είναι καλύτερα.Και κείνο αντιδρώντας με τιμώρησε.Δεν ξανάβγαλε φύλλα και κλαδιά,παρα πεισμωμένα,αφέθηκε να τελειώσει εκεί...

Περίμενα τον Μάρτη,περίμενα τον Απρίλη....

...Μάιος και τίποτα!Ο συνήθως τρυφερός κορμός του,ξύλο έγινε,χωρίς καθόλου χυμούς!Ένοιωσα σαν να έχασα έναν φίλο,που πολύ τον θύμωσα προσπαθώντας να τον φτιάξω να μου ταιριάζει.Και πόνεσα,και μετάνοιωσα,χωρίς όμως να είμαι σίγουρη ότι δεν θα το ξανακάνω κάποτε και πάλι.Και ας ξέρω ότι το δις εξαμαρτείν....Φύση ανθρώπου ατελής.

Σήμερα,αποχαιρέτισα για πάντα το υπόλοιπο της "αγάπης "που χρόνια μου έκανε παρέα.Στην θέση του φύτεψα ένα άλλο,ελπίζοντας ότι θα μονιάσουμε μαζί.Ποιός ξέρει,μπορεί αυτό να μου κάνει την χάρη και να μην με αναγκάσει να το κάνω να πονέσει.Και μπορεί σιγά-σιγά να το αγαπήσω και αυτό..."

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Ο φωτογράφος

Τους φωτογράφους στο χωριό μου, γραφικούς τους θεωρούσανε και ποτέ  δεν τους πήρανε στα σοβαρά.Αυτό,εκείνα τα χρόνια,τότε που ήμουνα μικρό παιδί.Τριγύριζε ο φωτο-Τάκης στις πλατείες και στις γειτονιές και έψαχνε  να δει πότε θα του δινότανε η ευκαιρία να φωτογραφίσει κάποιον για να βγάλει το μεροκάματο. «Να ο Καραλάζος» (αυτό ήτανε το επώνυμό του) "βγήκε παγανιά",ακουγότανε η φράση.Αυτή η «επαιτεία» να το πω έτσι, είχε μέσα της και μια έλλειψη (μικρή ίσως) αξιοπρέπειας,σαν να ζητιάνευε κατά κάποιον τρόπο και να παρακαλούσε τους πελάτες του.Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του την παράμετρο που λέγεται φιλαρέσκεια του καθενός.Αν το είχε υποψιαστεί,θα περπάταγε πιο καμαρωτά και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.Δύσκολα χρόνια,λιγοστά τα λεφτά (έτσι τα λέγανε τότε,το «χρήματα» αργότερα το υοθετήσανε), μα ο Τάκης κουτσά-στραβά μια χαρά τα κατάφερνε.Παιδιά και μεις χαιρόμασταν και παίρναμε πόζες στον φακό μια στο τόσο και περιμέναμε με αγωνία πότε θα περάσουν οι μέρες για να πάμε στο σπίτι του φώτο-Τάκη να πάρουμε στα χέρια μας τις φωτογραφίες μας και να κατακτήσουμε την αιωνιότητα μέσα από αυτές.Ήτανε βλέπεις η ατάκα του φωτογράφου αυτή: «Αιωνίως θα υπάρχει η φωτογραφία σου,ακόμα και αν χαθείς εσύ,αυτή θα μείνει σαν ανάμνηση» συνήθιζε να λέει. Ακόμα θυμάμαι την μυρωδιά του μισοσκότεινου διαδρόμου,εκεί που η γυναίκα του, μια χοντρή ξανθιά χαρούμενη γυναίκα,μας είχε και στεκόμασταν ώσπου να ετοιμαστούν  οι φωτογραφίες που με τόση ανυπομονησία μέρες περιμέναμε….

*************


Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, με τις  φωτογραφίες του φώτο-Τάκη να μας θυμίζουν τα χνάρια τους,οι φωτογράφοι πια δεν αντιμετωπίζονται με μειδίαμα,αλλά με τον απαιτούμενο θαυμασμό που επιβάλλει ένα επάγγελμα που δεν είναι πάντα τέχνη, αλλά μπορεί με σιγουριά να χαρακτηριστεί πετυχημένο,κανείς πλανόδιος καλλιτέχνης δεν θα μας παρακαλέσει για την «απεικόνιση μιας αιωνιότητα» και εγώ,θαυμαστής της καλλιτεχνίας τους χαμογελάω καθώς τριγυρίζω στα σοκάκια της πόλης μου και στις εξοχές  του χωριού μου φωτογραφίζοντας  αγριολούλουδα,λίμνες και ποτάμια,και  συχνά έχω στην άκρη του μυαλού μου την φράση: «Να…ο Καραλάζος βγήκε παγανιά!»

(Όλο αυτό,για να σας παρουσιάσω το καινούργιο μου μπλογκάκι στο οποίο  θα ανεβάζω τις φωτογραφίες μου! :))

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Δέκα ;-)


Αρχικά έμαθα πως η Θαλασσένια και η Σοφούλα μας, αγαπάνε τα παιχνίδια. Χαμογέλασα, θυμήθηκα το τραγουδάκι: « η μικρή Ελένη, κάθεται και κλαίει, γιατί δεν την παίζουνε, οι φιλενάδες της» και επειδή καθόλου δεν με αφήσανε να νοιώθω σαν την μικρή Ελένη (και πολύ τις ευχαριστώ) ,νάμαι και γω…Το παιχνίδι λέει πως θα πρέπει να σας εξομολογηθώ δέκα πράγματα που αγαπώ και να βάλω στο παιχνίδι άλλους δέκα που θα κάνουν το ίδιο..Έτσι βρήκα μια ευκαιρία να μάθω κάτι παραπάνω για τους @φίλους που θα καλέσω στο παιχνίδι καθώς θα εξομολογούνται τις «αγάπες» τους, τις δέκα έστω!


Δέκα,από τα χιλιάδες πράγματα που αγαπώ …

Ας αρχίσω να λογαριάζω αναλογιζόμενη μια συνηθισμένη μέρα μου. Κακά τα ψέματα κάθε μέρα καταφεύγουμε σε ότι αγαπάμε συνειδητά η ασυνείδητα σαν τα μικρά παιδιά που αγαπάνε την αγκαλιά της μάνας τους. Να το πρώτο που αγαπώ: Η αγκαλιά…Κάθε είδους! Η γεμάτη με την μυρωδιά ενός μωρού-η γεμάτη ανακούφιση αίσθηση με το αγκάλιασμα φίλου, το να ξεχνιέμαι στην αγκαλιά του...Μόλις βρήκα και το δεύτερο: Το τζιτζικωτό μου! Οι κοντινοί μου ξέρουν τι θα πει αυτό, για τους υπόλοιπους εξηγώ πως πρόκειται για  ένα  καταπληκτικό μωρό, λατρεμένης φίλης, που μου έχει πάρει τα μυαλά εδώ και δυόμιση περίπου χρόνια! Το τρίτο: Το χαμόγελό του…(και κάθε είδους χαμόγελα-γέλια-χάχανα για να εξηγούμαστε!) Χάχανα είπα και θυμήθηκα: Τέταρτο: (χαχα!) Το να μου λέει η Ν. κάθε πρωί στο γραφείο  το φλιτζάνι! Εκεί να δείτε σοβαρότητα, γιατί όπως θα καταλάβατε δεν μας ενδιαφέρει  κυρίως το σωστό των προβλέψεων (χωρίς να το προσπερνάμε αυτό και αβασάνιστα έ;) αλλά η  συζήτηση που αναπτύσσεται επί παντός επιστητού, από τα νέα της νύχτας που πέρασε, έως και του πρωινού ξυπνήματος :))
Να που φτάσαμε και στο πέμπτο…Λατρεύω τον πρωινό ύπνο! Ευτυχώς με βοηθάει η δουλειά μου ( το έκτο που αγαπώ) και δεν χρειάζεται να ξυπνώ νωρίς.Καθώς μια χαρά σας περιγράφω τις αγάπες μου θυμήθηκα και μια άλλη (το έβδομο), τώρα που έξω βρέχει και εγώ ψιλοκρυώνω. Τους 25 βαθμούς Κελσίου! Πολύ ευτυχισμένη θα ήμουνα σε έναν τόπο με σταθερά κολλημένο το θερμόμετρο σε αυτήν την θερμοκρασία. Μην βιαστείτε να μου πείτε πως θα πλήξω, είμαι ταύρος το ζώδιο και καθόλου δεν μου αρέσουν οι αλλαγές! Λιακάδα λοιπόν, ζεστούλα διακριτική και υπέροχη, βόλτες στην φύση και στα λουλούδια…Να τα μυρίζω, να τα καμαρώνω και να τα φωτογραφίζω, να μου θυμίζουνε το όγδοο που αγαπώ: Να είμαι ερωτευμένη… Και επειδή νύχτωσε σιγά-σιγά και πρέπει να μαζευτούμε μέσα,να και το νούμερο εννέα: Οι ταινίες και τα βιβλία μου! Και τα δύο με έχουνε σώσει,δεν το εξηγώ αυτό σκεφτείτε ότι αγαπάτε.(Θα μου επιτρέψετε εδώ να προσθέσω και το διαδύκτιο, αλλά για αυτό σας έχω μιλήσει στην προηγούμενη μου ανάρτηση.) Τελειώνοντας, αν προσθέσω πως λατρεύω την αίσθηση που λέγεται, «μεθυσμένη από χαρά», αισίως φτάσαμε στα δέκα!

Τώρα πρέπει να σκεφτώ που να παραδώσω την σκυτάλη. Η Άννα Silia μου μοιάζει έξοχη επιλογή, καθώς και το νατασσΆκι μας. Επίσης πολύ θέλω να μάθω τις αγάπες της Μάμας, αλλά φοβάμαι πως τώρα τρέχει και δεν φτάνει. Η Μαριάννα η Γητεύτρια, με γοητεύει σαν σκέψη, καθώς και η Μαριάννα on ice, η καινούρια και πολύ χαριτωμένη μου φίλη επίσης με το όνομα Ποδονίφτης (τι όνομα και τούτο!), η γλυκειά μας η Ειρήνη, να τολμήσω να προσθέσω και την εξαιρετική Ορέλια,  την  τρυφερή και αγαπημένη μας  Ελένη επίσης,σαν να τελειώσαμε μου φαίνεται…Να βάλω και έναν άντρα στην παρέα; Ελπίζω να με συγχωρέσει, (δεν ξέρω πόσο  sic μπορεί να του μοιάζει το παιχνίδι μας), είναι ένας από τους πρώτους μου και πολύ αγαπημένους μου @φίλους: o Μοναχικός Λύκος-παππούς

(Αν φάω ξύλο θα φταίτε εσείς! :)))

Η μουσική του βίντεο από το άλμπουμ με τον τίτλο "Δέκα" της Ελένης Καραϊνδρου
:)))

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Δύο χρόνια-ρόδινα συννεφάκια-σε έναν όμορφο ουρανό




Το μπλογκάκι μου, κλείνει τούτες τις μέρες δυο χρόνια ζωής. Νομίζω πως είχαν και κείνες οι μέρες κάτι από την γλύκα της σημερινής .Ήλιος που τον αγαπάς, ζεστούλα που την έχεις ανάγκη, και κάτι σύννεφα στον ουρανό που σε κάνουνε  με την ομορφιά τους σχεδόν να πονάς…Ίσως να είναι η καθαρότητα του που τον κάνει να έχει άλλο χρώμα, ή ίσως γιατί  εύκολα τώρα αντέχω να σηκώσω το βλέμμα μου ψηλά ,δεν ξέρω και για πόσα άλλα ίσως, αυτές τις μέρες λατρεύω τα σύννεφα…Μπορεί και να πετάω εκεί, ή  και να ακουμπάω σε αυτά τα όνειρά μου, μα ούτε και τούτο το θεωρώ κακό. Επίσης ιδέα δεν έχω, για το  τι φανταζόμουνα, ούτε και τι περίμενα καθώς δημιουργούσα την σελίδα μου με το όνομα agrampelli,ένα όνομα που πολύ αγάπησα από τότε που πρωτοδιάβασα το: «ένα παιδί μετράει τ΄άστρα».Μάλλον ανύποπτη και υπερβολικά  σαστισμένη προχωρούσα μέσα σε έναν χώρο που με αγκάλιασε τρυφερά.Ίσως η φράση «του οφείλω πολλά» να μοιάζει κλισέ, μα επιτρέψτε μου  να την χρησιμοποιήσω. Είναι  άλλωστε ένας χώρος που έχω ακουμπήσει κομμάτια της καρδιάς μου και όχι μόνο γράφοντας. Μαγικός ο κόσμος των μπλόγκ, ήτανε για μένα ( και εξακολουθεί να είναι),η πιο μεγάλη μου αγάπη στο διαδύκτιο.Εδώ γνώρισα σκέψεις  ανθρώπων υπέροχες,τρυφερές, καυστικές, χαριτωμένες,προκλητικές ή αθώες, αφουγκράστηκα αγωνίες και βάσανα και πιστέψτε με, τις αγάπησα όλες. Συνεχίζω λοιπόν μαζί σας προσπαθώντας να διατηρήσω την αρχική μου αθωότητα σε ένα μπλόγκ αλλαλούμ, χωρίς συγκεκριμένο πρόσωπο αλλά πολύ προσωπικό, έτσι όπως ξεκίνησα. Με φωτογραφίες, τραγουδάκια, σκέψεις και μικρές ιστορίες που μαζί σας ανακάλυψα πως μου είναι αρκετά εύκολο να γράφω. Τον θησαυρό μου  τον πιο πολύτιμο, τους ανθρώπους που εξ αιτίας του γνώρισα-αγάπησα-εκτίμησα-ερωτεύτηκα-συγκινήθηκα, τον  κρατάω φυλαγμένο στο πιο ακριβό σημείο της καρδιάς μου. «Να είναι ότι πιο τυχερό έχεις κάνει στην ζωή σου», θυμάμαι να μου εύχεται μία από αυτούς. Και νομίζω πως η ευχή εκείνη, καθώς έβγαινε από σημείο της ύπαρξης πολύ ειλικρινές και γεμάτο μεγαλείο, ναι πέτυχε τον στόχο της. Επιτρέψτε μου λοιπόν να νοιώθω ευλογημένη-χαρούμενη και αρκετά τυχερή, μέσα σε μια μέρα όμορφη σαν την σημερινή και κάτω από έναν ουρανό σαν πίνακα του Γκρέκο…

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Η μουριά.


Στην άκρη του σοκκακιού, κολλητά στον τοίχο της εκκλησίας είναι φυτρωμένη μια μουριά. Κανείς δεν θυμάται πια πότε εμφανίστηκε, λες και ήτανε από πάντα εκεί, ακριβώς όπως γίνεται με τους παλιούς γειτόνους, ξεχνάμε το πότε ήρθανε και πόσο καιρό μας συντροφεύουνε. Έτσι και η μουριά. Μας χαρίζει τον παχύ της ίσκιο και τα γλυκά άσπρα της μούρα χωρίς να μας ζητάει τίποτα, παρά μόνο το κρυφοχαμόγελο και την ευγνωμοσύνη μας για την ύπαρξή της.

Εκεί, κάτω από την μουριά αυτή, ήτανε κάποτε το σύνορο που η Ηρώ σταματούσε, καθώς ξεπροβόδαγε τον άντρα  που τους επισκεπτότανε στο σπίτι. Αυτό  που κατοικούσαν όλοι μαζί: Η Ηρώ με την οικογένειά της, ο αδερφός της με την δική του και η χήρα μητέρα τους. Ένα μεγάλο νεοκλασικό αρχοντικό «χίλιους καλούς χωράει»,όπως λέει και ο λαός.

Έτσι εκεί μέσα χώρεσε και τον ανομολόγητο και απαγορευμένο έρωτα της Ηρώς για τον άντρα εκείνον. Όπως αρκετά συχνά και ανεξήγητα συμβαίνει,(χημεία το λένε τώρα), γοητεύτηκε από εκείνον. Μυστήριο ανεξιχνίαστο έμεινε  για μας,το τι ένοιωσε γι'αυτήν ο μοιραίος εκείνος για την ζωή της άνθρωπος. Η ηρωίδα μας πάντως μόλις τον αντίκρυζε  τα μάτια άρχιζαν να λάμπουν.. Φωτιζότανε ολόκληρη από την γνωστή λάμψη των ερωτευμένων ανθρώπων, που όσο και να προσπαθούσε, δεν κατάφερνε ποτέ να την κρύψει με επιτυχία. Τον άντρα της βλέπεις, έναν ήσυχο άνθρωπο, τον παντρεύτηκε μικρή και μαζί του απόκτησε τα δύο παιδιά της. Ποτέ μου δεν έμαθα αν και πόσο τον είχε αγαπήσει. Όπως και η μουριά, ήτανε από πάντα θαρρείς σύζυγός της.

 Φαντάζομαι πως εκείνη την φωτιά που έκαιγε στα μάτια της για τον Άλλον, μάλλον πρώτη φορά στην ζωή του θα την αντίκρισε. Ίσως και να τρόμαξε λιγάκι. Εκείνη που σίγουρα αναστατώθηκε ήταν η μητέρα της, μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα, που δεν άφηνε τίποτα στη τύχη του. Έλαβε τα μέτρα της, όπως ήξερε πάντα να κάνει, και σιγά-σιγά ο οικογενειακός φίλος που τάραξε την οικογενειακή τους γαλήνη, απομακρύνθηκε από τον περίγυρό τους.

Η Ηρώ, σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα, μαράθηκε. Δεν την είδαμε ποτέ ξανά, να επιστρέφει από την μουριά με χαμηλωμένα και χαμογελαστά τα λαμπερά της μάτια. Κλείστηκε μέσα στο σπίτι της και χωρίς κέφι, συνέχισε την ζωή της. Σιγά-σιγά την ξεχάσαμε και εμείς. Ώσπου κάποια μέρα μάθαμε το θλιβερό της νέο. Αρρώστησε από μια αρρώστια που γρήγορα την έφερε στο τέλος.

Απο όσο θυμάμαι αυτό ήτανε (από σύμπτωση ίσως, ή από εκδίκηση του φτερωτού θεού) και η απαρχή πολλών ατυχιών, που συνέβησαν στην οικογένειά της στην συνέχεια. Σήμερα στο σπίτι αυτό, ο μοναδικός του κάτοικος είναι ο άντρας της. Σιωπηλά και ήσυχα συνεχίζει την ζωή του, όπως έκανε πάντα. Σιωπηλό και ήσυχο μοιάζει και το σπίτι. Μόνο,που κάποια απογεύματα του καλοκαιριού, εκεί την ώρα που σουρουπώνει και πέφτουν οι σκιές, νοιώθω πως κάπου εκεί γύρω τριγυρίζει η μορφή της όμορφης Ηρώς και το φως των ξανθών μαλλιών της φωτίζει το σκιερό φύλλωμα της μουριάς…



……………………………….



«Όλες οι αρρώστιες, όλοι οι καρκίνοι, τα εγκεφαλικά, τα εμφράγματα, όλες οι αρρώστιες δεν είναι από πληγωμένη αγάπη .Είναι από κρυμμένη ,από θαμμένη ,από τσιμεντωμένη αγάπη μέσα μας ….»



(Από μια μια συνέντευξη του κ. Νίκου Πιλάβιου-του Παραμυθά Η αναφορά σε αυτή έγινε από μια εκλεκτή @φίλη στο facebook).



Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Της θάλασσας!


Όπως πάντα,η θάλασσα ήταν εκεί...
...περιμένοντάς μας,
προκαλώντας μας επιθυμίες για ταξίδια άπιαστα,
και παιχνίδια στην άμμο!
Είχε μικρές θεές...
απίστευτα ηλιοβασιλέματα...
....φεγγαράκια-ζωγραφιά,
και ολόχρυσους θαλασσινούς "δρόμους!"

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Η Φωφώ :))

Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για τη Φωφώ. Καιρό μου βασανίζει το μυαλό αυτός ο γυναικείος χαρακτήρας. Θα να την ονομάσω, τελείως υποκειμενικά, γυναίκα σκάνδαλο. Πιστεύω πως αυτός ο χαρακτηρισμός της ταιριάζει. Της αρέσει να προκαλεί τα ένστικτα των αντρών, αλλά και εκείνα των γυναικών. Η Φωφώ είναι θελκτική. Έχει μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια που τα ανοιγοκλείνει χαριτωμένα καθώς συνομιλεί. Αυτό το ναζιάρικο τρυκ, μαζί με την χαμογελαστή φωνή που διαθέτει, έχουν μεγάλη απήχηση στους συνομιλητές της, αδιακρίτως φύλου.
Δεν της αντιστέκεται κανένας. Οι άντρες υποκύπτουν στην γοητεία της, που ενισχύεται από το πλούσιο ντεκολτέ που είναι πάντα διαθέσιμο στα πεινασμένα βλέμματα τους. Τους βλέπεις να χαλαρώνουν, να χαμογελάνε και διακρίνεις στα μάτια τους μια παιχνιδιάρικη διάθεση. Οι γυναίκες πάλι, διαισθανόμενες τον κίνδυνο, μπορεί να σφίγγουν τα χείλη και μια σκιά να διαπερνά την ματιά τους, αλλά γνωρίζουν καλά πως δεν μπορούν να επηρεάσουν τις όποιες εξελίξεις.
Η Φωφώ ξέρει φυσικά την δύναμή της. Την κουβαλάει από γεννησιμιού της, είναι ένα με τη φύση της. Η υπόσχεση που δίνει με τα μάτια της, τα γεμάτα ηδυπάθεια χείλη της και το πλούσιο μπούστο της έχει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Συνήθως κερδίζει όλες τις μάχες. Φυσικά απατάει τον άντρα της και το κάνει με μεγάλη μαεστρία. Χωρίς ποτέ να νοιώθει ενοχές, καθώς η ηθική του κόσμου την αφήνει αδιάφορη, συναντάει τον εραστή της και χαίρεται τις ερωτικές περιπτύξεις μαζί του μέσα στο ίδιο της το σπίτι, την ίδια στιγμή που στο διπλανό δωμάτιο κοιμούνται τα παιδιά της. Μπορεί επίσης να κανονίζει τις λεπτομέρειες των ραντεβού της κάτω από την μύτη του ζηλιάρη(!) συζύγου της χωρίς ενδοιασμούς. Δεν υπολογίζει τίποτα, όχι γιατί είναι αδίστακτη, αλλά γιατί το θεωρεί φυσικό αυτό που γίνεται. Μάλλον δεν έχει ηθική. Ότι κάνει, το κάνει με μεγάλη σιγουριά και με ευχάριστο χαμόγελο. Τις συζυγικές της κρίσεις τις ξεπερνάει με ευκολία, λέγοντας ψέματα με μεγάλη φυσικότητα, μιας και το ψέμα είναι ο δεύτερος εαυτός της. Για φίλες ούτε λόγος, είναι σίγουρη πως δεν τις χρειάζεται. Χωρίς να το ομολογεί, γνωρίζει κατά βάθος πόσο ανεπιθύμητη είναι. Αλλά δεν νοιάζεται, τα έχει βρει με τον εαυτό της και είναι ο μόνος που την ενδιαφέρει και φροντίζει να του κάνει όλα τα χατίρια.
Η Φωφώ είναι πολλά από όσα έχω μάθει να μην εκτιμώ στην ζωή μου. Το ψέμα, η απάτη, η αδιαφορία για τους άλλους. Την βλέπω όμως να ζει μέσα στη καλή χαρά και αυτό κάπου με προβληματίζει. Δεν μπορώ να εμποδίσω ένα διαβολάκο μέσα μου να αναρωτιέται πονηρά πως, αν μου δινότανε η ευκαιρία να ξαναζήσω την ζωή μου, όλο και κάποιο από τα «ταλέντα» της θα διάλεγα για να την συνεχίσω…



Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Η θεία Πολυξένη,η «παλιοπαστρικιά».



Η θεία Πολυξένη, ήταν η αγαπημένη μου. Δεν επρόκειτο για θεία ακριβώς, εξ αγχιστείας συγγενής ήτανε, αλλά καθώς όλοι την αποκαλούσανε έτσι, το συνήθισα και εγώ. Να φανταστείς, ακόμα θεία Πολυξένη την αποκαλώ, και ας έχει χαθεί πια η συγγένεια που μας συνέδεε τότε. Το σπίτι της ήτανε από τα πιο αγαπημένα μας. Κάθε Κυριακή απόγευμα, εκεί συναντιόμασταν όλοι .Και λέγοντας όλοι, εννοώ εκείνους τους συγγενείς τους οποίους μας ένωνε  μια συμπάθεια που άγγιζε απαλά τα όρια της φιλίας. Το σπίτι της, από τα πιο ευρύχωρα (για να χωράμε άνετα)και από τα πιο φιλόξενα, το θεωρούσαμε λιγάκι σαν δικό μας, τόσο οικεία μας έκανε και νοιώθαμε. Τον χειμώνα στο μεγάλο σαλόνι με το τζάκι στην γωνιά, (που ήταν το βασίλειο της θείας Πολυξένης)και το καλοκαίρι στον κήπο, τον υπέροχο κήπο του θείου Κωστή  με τις πολλές τριανταφυλλιές  και ολάνθιστες θαρρώ όλες τις εποχές του χρόνου. .Η θεία Πολυξένη, καλή ήτανε, αγαπημένη επίσης, τέλεια μαγείρισσα χωρίς καμία αμφιβολία,(τα αξεπέραστα γλυκά της ακόμα ονειρεύομαι)αλλά είχε ένα φοβερό ελάττωμα-προτέρημα. Ήτανε «τρελή» με την καθαριότητα!(Φαντάζομαι πως ακόμα και τώρα, παρόλο το περασμένο της ηλικίας της, έτσι είναι.) Το σπίτι της άστραφτε από πάστρα, την σκόνη την μυριζότανε από μακριά, έβλεπε τα ίχνη της εκεί που κανένα άλλο μάτι δεν μπορούσε να δει, την κοιτούσαμε με μεγάλη απορία κάτι τέτοιες στιγμές κανείς όμως δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση, τόσο σίγουρη πως είχε δίκιο ήτανε.
Κάθε μήνα, συνήθως το τελευταίο Σάββατο του μήνα, ανέβαινε στην σκάλα και σαπούνιζε τα πάντα. Από ταβάνια μέχρι πόμολα, και από τζάμια μέχρι κάγκελα της αυλής. Γυάλιζαν τότε τα μάτια της και κανείς δεν έπρεπε να την ενοχλήσει, έως ότου τελείωνε την δουλειά της. Ο θείος Κωστής την που την ήξερε καλά, προσπαθούσε κάτι τέτοιες ώρες να την αγνοεί όσο μπορούσε. Σαν γύριζε από την δουλειά, έπιανε την γωνιά του και προσπαθούσε να περνά απαρατήρητος. Έτσι και τολμούσε να παραβιάσει τους άγραφους κανόνες που αφορούσανε το τελετουργικό της καθαριότητας την είχε «βαμμένη» που λέμε. Άκουγε τότε τον εξάψαλμο, θύμωνε και κείνος πολύ («δεν μπορεί κανείς να ησυχάσει, ούτε στο ίδιο του το σπίτι παλιοπαστρικιά», της έλεγε και αποχωρούσε εξαπολύοντας και άλλες βρισιές. Αρκετές φορές έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι μου, «βάλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς» μου έλεγε μέχρι να ηρεμήσει. Εκείνη πάλι ηρεμούσε μόλις τελείωνε τις δουλειές. Γινότανε τότε άλλος άνθρωπος. Γαλήνευε το πρόσωπό της και άρχιζε τα χαμόγελα και τις γαλιφιές. Ότι σκοτεινό κυριαρχούσε στην μορφή της ,σαν από θαύμα εξαφανιζότανε. Έριχνε μια ματιά τριγύρω της, καμάρωνε με ικανοποίηση το έργο της, «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» έλεγε, και δεν μπορούσε κανείς να την αντικρούσει. Υπέκυπτε φυσικά και ο θείος Κωστής, «θα σε κανονίσω την άλλη φορά» της έλεγε, και παραδινότανε αμαχητί. Την τελευταία όμως φορά που τον έβγαλε από τα όριά του, δεν ήπιε τσιπουράκι για να ηρεμήσει. Πήγε στον κήπο, γέμισε έναν κουβά με χώμα, επέστρεψε στο πεντακάθαρο σπίτι της Πολυξένης, και με μάτια που άστραφταν από μια  ικανοποίηση που του έδινε η εκδίκηση, μπρος στα  έκπληκτα μάτια της άδειασε το περιεχόμενο του κουβά σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Δεν άφησε ούτε την εξωτερική κάτασπρη μαρμάρινη σκάλα. Με μεγάλη χαρά και κάτω από μια βροχή που έπεφτε ήσυχα, κατάφερε να την μετατρέψει από πεντακάθαρη στον χειρότερο  εφιάλτη της «παλιοπαστρικιάς» συμβίας του. Ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, πήγε στην κουζίνα και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως, με αργές και ήρεμες κινήσεις, έκανε το καφεδάκι του. Το ότι η θεία Πολυξένη δεν έπαθε εγκεφαλικό εκείνη την ώρα μάλλον θαύμα  είναι, το οποίο οφείλεται πιθανόν στο ότι ήτανε εκείνον τον καιρό αρκετά νέα. Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, και από κει και πέρα, μέχρι που πέθανε ο θείος Κωστής ποτέ δεν ξανάρθε στο σπίτι μας Σάββατο απόγευμα να μας πει  την γνωστή φράση: «βαλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς»…


(Το παρόν ποστ, είναι αφιερωμένο σε μια άλλη αγαπημένη «Πολυξένη», η οποία μόνη της γνωρίζει τους λόγους της αφιέρωσης ετούτης…J)

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Το καλοκαίρι.

Ο Ιούνιος μπήκε άγαρμπα. Με αναποφάσιστα σύννεφα .Υπόσχονται βροχή μα δεν τα καταφέρνουν. Το δελτίο καιρού, μας απειλεί με καταιγίδες και μείς το μόνο που αισθανθήκαμε μέχρι στιγμής  είναι το κρύο που ήρθε και μας ανάγκασε να ξανακλείσουμε τα παράθυρα και να αναζητήσουμε ζακεττούλες και μπουφάν Το καλοκαίρι, διστακτικό και αυτό, αργεί να εμφανιστεί για να επιτείνει θαρρείς το αίσθημα της αγωνίας που έτσι και αλλιώς είναι διάχυτο παντού .Αργά, αλλά σταθερά η λέξη αυτή γιγαντώθηκε, λες και πήρε μια άλλη σημασία και ορθώνεται  τεράστια πάνω από την πόλη. Καλοκαιριάτικα. Για να κρύψει τον ήλιο και τα παιχνιδιάρικα σύννεφα. Πολλές φορές για να κρύψει και το πολύχρωμο της γης το οποίο ανεπηρέαστο από τις αγωνίες και τις ανάγκες μας ξεφυτρώνει παντού και μας γνέφει ηδονικά...

Στα χωράφια, τις τσιμεντένιες αυλές, ή τους καλοφροντισμένους κήπους, Χρώματα και αρώματα, που είναι αδύνατον να αγνοήσεις και έστω στιγμιαία, έστω κλεφτά σε προτρέπουν να χαμογελάσεις μέσα σου και έξω σου...


Για μένα αυτή η αγωνία δεν είναι φετινή. Κάθε καλοκαίρι την νοιώθω. Λένε πως πολλούς ευαίσθητους συναισθηματικά ανθρώπους, η άνοιξη τους κουρελιάζει. Εμένα καθόλου. Την χαίρομαι με την ψυχή μου και την απολαμβάνω με όλο μου το είναι. Μόνο να, τώρα που τελειώνει και ξεμυτίζει σιγά-σιγά το καλοκαίρι, εδώ μου στήνει την παγίδα του. Ξαναθυμάμαι με άγχος τα περασμένα καλοκαίρια που προσπαθώντας να συνδυάσω αταίριαστες ημερομηνίες διακοπών με φίλους, διαφορετικές οικονομικές προοπτικές, αδιέξοδες και άτυχες συμπτώσεις κατέληγα ως συνήθως στον γνωστό μονόδρομο. Το καλοκαίρι στην Σαντορίνη το πέρασα ολομόναχη. Μου άρεσε νομίζω, ή  μάλλον έτσι  αποφάσισα. Το επόμενο βέβαια δεν τόλμησα να φύγω τόσο μακριά. Είχα την ακαθόριστη ελπίδα πως αυτό που μου συννέφιαζε την διάθεση δεν θα με ξανασυναντούσε. Μπα, λάθος έκανα. Εκεί ήτανε, πιστό στο ραντεβού του μαζί μου. Έκτοτε, σταμάτησα να σχεδιάζω καλοκαίρια. Το γεγονός από μόνο του μου χαλάει την διάθεση και με κάνει λιγάκι δύσθυμη και αφηρημένη. Απομακρύνομαι σιγά-σιγά με την σιωπή μου και από τους φίλους μου. Όχι πολύ, λίγο, ίσα να πάρω την απόσταση που χρειάζομαι για να μελαγχολήσω με την ησυχία μου. Νάτος  λοιπόν ο γκρεμός. Στην άκρη του δοκιμάζομαι κάθε που ξεμυτάει το καλοκαίρι. Θα μου πείτε βέβαια πως το φετινό, ακόμα μια άγραφη λευκή σελίδα είναι, και παρόλο που τα «τραύματα» των προηγούμενων χρόνων είναι ακόμα γραμμένα στο DNE μου , τίποτα δεν έχει τελειώσει.Λέω λοιπόν και εγώ, για μια ακόμη φορά να το καλοπιάσω με χαμόγελα και λουλούδια, να του χαρίσω το πιο ζεστό  από τα φιλιά μου και ποιος ξέρει μπορεί φέτος να καταφέρω να το «ξελογιάσω»…