Εκείνο το πρωϊνό
έμοιαζε με όλα τα άλλα. Σκουντούφλικο. Έβαλε στο μπρίκι καφέ και χασμουρήθηκε
τεντώνοντας το σώμα της στο ανοιχτό παράθυρο. Σερβίρισε. Σε δύο όμοια φλιτζάνια.
Το δικό του, στο ξύλινο τραπεζάκι της βεράντας. Το δικό της, στο περβάζι του
παράθυρου, με τον κήπο απέναντι. Ρούφηξε την πρώτη γουλιά και άναψε τσιγάρο.
Ανέπνευσε με απόλαυση τον καπνό και το δροσερό αεράκι του που εισέβαλε
ευπρόσδεκτο. Μύριζε υγρασία της λίμνης και φρεσκοκομμένο μαϊδανό. Θυμήθηκε τα
φασολάκια που είχε στο ψυγείο και έβγαλε την σακούλα πάνω στον πάγκο της
κουζίνας για να τα καθαρίσει.
Δεν τα καθάρισε
όμως ποτέ. Την στιγμή που το κοφτερό μαχαίρι από σύμπτωση έκοβε (αντί για το
τρυφερό φασολάκι), την ώριμη σάρκα της και μια σταγονίτσα κόκκινο αίμα χύθηκε
βίαια, εκείνη δα την μικρή στιγμούλα, κάτι άστραψε στο μυαλό της. Θα πρέπει να
ήτανε κάτι αποφασιστικό και επείγον γιατί την επόμενη στιγμή, παράτησε τα
φασολάκια στην τύχη τους και μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Βγήκε σύντομα, άρπαξε τα
κλειδιά που κρέμονταν δίπλα στην εξώπορτα ξεχνώντας την ανοιχτή, κατέβηκε με μεγάλα
βήματα την πέτρινη σκάλα και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό της.
*****
Αν υπάρχει ένα
φως της θάλασσας, τότε εκείνο το φως, μαζεύτηκε όλο επάνω της την ώρα ακριβώς που
έβαζε το πόδι της στο νερό και την μεταμόρφωσε σε θαλάσσια γοργόνα. Λέμε
γοργόνα γιατί φάνηκε να ψήλωσε ξαφνικά και να απέκτησε ευλυγισία θαυμαστή, τόση
που τέντωσε το σώμα της σαν τόξο και βούτηξε στο νερό με κινήσεις εξαιρετικά
αρμονικές. Η γοργόνα-γυναίκα ένοιωσε να
γίνεται ένα με το νερό και καθώς κολυμπούσε με απόλαυση, ξεκίνησε να ξεφορτώνει
με κάθε μία απλωτή προς το άπειρο,
μία-μία τις κρίσεις της. Πρώτα την οικονομική, κατόπιν την οικογενειακή, στην
συνέχεια την κρίση της μέσης ηλικίας και στο τέλος την ερωτική. Τις ένοιωθε να
μένουν πίσω και να χάνονται στο πέλαγος, να γίνονται μικρές άϋλες
κουκίδες, τόσο μικρές που σύντομα τις
ξέχασε και τις άφησε να γίνουν ένα με την άμμο.
Στο Μυρτώο έπαιξε
με τα σταχτοδέλφινα, ξάπλωσε στις άσπρες πέτρες της Μήλου, κολύμπησε στο Κρητικό και στο Καρπάθιο πέλαγος και
ύστερα με μια ανεξάντλητη όρεξη ξεχύθηκε στο Λυβικό. Το σούρουπο την βρήκε στην
θάλασσα των Σαργασσών να συνομιλεί με τα χέλια των ευρωπαϊκών ποταμών, εκείνα
που όταν φτάσει η ώρα τους ξεκινάνε το μαγικό ταξίδι για τον σπουδαίο τους προορισμό, όπου εκεί
και μόνο εκεί γεννάνε τους απογόνους τους, και ποτέ δεν ξαναγυρνάνε πίσω. Και
τότε εντελώς βίαια και ξαφνικά, ήρθε να στην συναντήσει ο ίμερος και ο νόστος.
Θυμήθηκε το λερωμένο με άσπρο γάλα πανωχείλι της μικρής και τα παιδικά της μάτια. Κάτι έσπασε μέσα της και
κοίταξε πίσω. Μια γαλήνη την συνεπήρε.
Σαν γεμάτη από όλα, έπιασε από το χέρι την αγία νοσταλγία και εκείνη με σιγουριά, οδήγησε πίσω τα μεγάλα
απλωτά της βήματα. Την ώρα που ανέβαινε
την σκάλα του σπιτιού της, ο αέρας μοσκοβολούσε υγρασία της λίμνης, γιασεμί και αγιόκλημα.
[Στην Ε.]