Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής αφυπνίστηκε
μέσα μου η επιθυμία. Να γράψω μια όμορφη ιστορία για έναν διαγωνισμό διηγήματος
που θα εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες λέξεις. Μακάρι να μπορούσα, να
είχα το ταλέντο να βάλω τις λέξεις να τρέχουνε η μία πίσω από την άλλη,
σκασμένες στα γέλια από την εντύπωση που θα προκαλούσαν σε όσους θα τις
διάβαζαν. Θα γέμιζα τις σελίδες του word με την γραμματοσειρά που αγαπώ και
μετά θα καθόμουν να τις καμαρώσω λιγάκι, σαν μάνα που στέλνει το παιδί της για
πρώτη φορά στο σχολείο.
Μα ξέρω πως είναι δύσκολο πολύ. Μόνο να, σαν
είδα την λέξη χελιδόνι, θυμήθηκα εκείνη την άνοιξη. Τότε που βρήκα στο μπαλκόνι
μας να κείτεται χάμω μια χαλασμένη χελιδονοφωλιά, με τα μικρά χελιδονάκια της
να έχουν βγει πρόωρα και βίαια από το
σπασμένο αυγό τους. Ανοιγοκλείνανε το στόμα τους σαν να ζητούσανε, χωρίς φωνή,
βοήθεια. Θυμάσαι; Σου είπα πως τα έπιασα απαλά με το άσπρο μου μαντήλι, εκείνο
που είχε στην άκρη του κεντημένη μια ολοκόκκινη πασχαλίτσα. Με κομμένη την
ανάσα ανέβηκα στην πτυσσόμενη σκάλα και προσπάθησα να τα βάλω στα υπολείμματα
της φωλιάς τους. Νομίζω πως τα κατάφερα, γιατί αργότερα έβλεπα τρία χελιδονάκια να βγάζουν το κεφάλι τους στο
στόμιο της διορθωμένης εισόδου και να τρώνε τροφή από το στόμα των γονιών
τους.
Ύστερα ήρθε το καλοκαίρι και η νοσταλγία της
θάλασσας μας μαγνήτισε και μας άλλαξε τις ρότες από τις ανάλαφρες ευαισθησίες
της άνοιξης. Τις μετέτρεψε σε κάτι πιο γήινο, κάτι που για να ικανοποιηθεί
γύρευε πιο απτές αποδείξεις. Ήλιο, έρωτα, αέρα, ουρανό. Ξέχασα την
χελιδονοφωλιά και τους μικρούς της ένοικους.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια
έμεινα μόνη και η απουσία σου, δεν είχε
την δύναμη να με πληγώνει όσο η παρουσία σου, θα διαπίστωνα με όχι και τόσο
ευχάριστη έκπληξη πως σε αυτό το μπαλκόνι χελιδονοφωλιά δεν ξαναχτίστηκε ποτέ.
Ίσως τα πτηνά να έχουν μία έκτη αίσθηση που τα προειδοποιεί για αρμονικές
οικογενειακές σχέσεις και εκεί προτιμούν να στεγάσουν το προσωρινό τους
κατάλυμα.
Νομίζω πως σου γράφω ένα γράμμα. Εσένα, που
όταν γύρισα την πλάτη μου στην κοινή μας ζωή, δεν σε ξανασκέφτηκα ποτέ. Λες και
έκλεισα μέσα σε ένα κουτί, όλα όσα ζήσαμε μαζί και τα έθαψα εκεί, σκεπασμένα
όχι με χώμα όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, μα με άμμο της θάλασσας,
ίσως για να επιτρέπεται ένα κάποιο ίχνος αναπνοής. Και τώρα που φαίνεται πως κάποιο ρολόι
ξεχασμένο σήμανε την ώρα σου, τώρα που έξω βρέχει και φυσάει ένας
αέρας αναζωογονητικός, την στιγμή
ακριβώς που εγώ αποφάσισα να γράψω δυο
τρεις λέξεις με αφορμή τα χελιδόνια, πετάγεσαι από το πουθενά σαν απαίτηση και
με βάζεις να σου γράψω αυτό το γράμμα που ποτέ δεν θα διαβάσεις.
Η μοναξιά, ξέρεις, έχει τόση ησυχία, που
ώρες-ώρες από λυτρωτική καταντάει ανυπόφορη. Χίλιοι διαβόλοι τριβελίζουν το
μυαλό και το κάνουν να χορεύει επικίνδυνα. Όσο χλιαρό γάλα και να πιω για να χαλαρώσω, καταπώς με συμβουλεύουνε οι
γνωστικοί, πάντα θα έρχεται μια ξαφνική σου ανάμνηση, ανακατεμένη με ένα άρωμα από εκείνο το τριαντάφυλλο που
περιέργως, εσένα του κυνικού, σου άρεσε να σκύβεις και να το μυρίζεις στον κήπο
της γιαγιάς και θα με κάνει να λυγίζω
από την τρυφερότητα εκείνης της στιγμής.
Σκίζω το γράμμα, καθώς η νύχτα γαληνεύει, μαζί
με το μυαλό μου. Ξέρω πως το επόμενο πρωΐ
τίποτα πια δεν θα θυμάμαι, όλα θα τα έχει σβήσει η βροχή και η
καινούργια μου ζωή, απαιτητικά και εκείνη θα διεκδικεί επίμονα τα δικαιώματά της.