Κάτι με ξυπνάει. Δεν είναι το ξυπνητήρι ο θόρυβος έρχεται από το ταβάνι. Σκεπάζω με το μαξιλάρι τα αυτιά μου και μέσα μου βρίζω. Μόλις ανοίξω τα μάτια μου θα βρίσω και από έξω μου. Τους από πάνω, που τριάντα τόσα χρόνια αγνοούν την κατάσταση «κάνω ησυχία γιατί από κάτω δεν κοιμούνται ζώα».Τελεία. Ξανά χάνομαι σε μια κατάσταση μισούπνι θα την έλεγα. Δεν θέλω να σηκωθώ, μου αρέσει το πρωινό χουζούρι. Από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας το φως που μπαίνει είναι λιγοστό, πράγμα που δηλώνει πως έξω έχει συννεφιά. Γυρίζω μπρούμυτα, ο από πάνω θόρυβος έχει κοπάσει, νοιώθω όμορφα σε αυτήν την πρωινή ησυχία, χαζεύω λιγάκι στις σκέψεις μου κάτι χάνω κάτι βρίσκω….Όταν ξανά-ξυπνάω είναι δέκα περασμένες.
*
Φοράω ένα πλεκτό φαρδύ άνετο φόρεμα. Δεν αντέχω σήμερα ρούχα που με πιέζουν. Παράφαγα χθες βράδυ και νοιώθω άσχημα κυρίως με τις τύψεις μου. Εδώ και τρία χρόνια οι υποσχέσεις για αδυνάτισμα πηγαινοέρχονται χωρίς αποτέλεσμα. Μου φαίνεται πως στο δεύτερο μισό της ζωής μου, όσα λένε και κυρίως γράφουνε οι αστρολόγοι για την λαιμαργία του Ταύρου, γίνονται σιγά-σιγά μια ανεπίστρεπτη πραγματικότητα. «Ευτυχώς δεν μου λείπει το γνώθι σαυτόν», παρηγοριέμαι και διώχνω γρήγορα την σκέψη «καλό θάτανε να περπατούσες λίγο παραπάνω κοπελιά».
*
Κατεβαίνω τα σκαλιά του πατρικού μου. Στα αυτιά μου ακόμα αντηχούν οι κοριτσίστικες φωνές και οι διαξιφισμοί με τον πατέρα τους. «Εφηβεία, άστα να πάνε», αποφεύγω να σκεφτώ περισσότερο. Ένας κρύος αλλά καθαρός αέρας μου αλλάζει την διάθεση. Τα κλαδιά των δέντρων σχεδόν ακουμπάνε στο νερό με το δυνατό φύσημα του αέρα. Παντού κυριαρχεί το φθινόπωρο. Πορτοκαλί χρώμα, ζεστό και απόλυτο. Τα πεσμένα φύλλα και η εικόνα τους, με προκαλούν και η ομορφιά τους με πονάει. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και δεν ξέρω στ’ αλήθεια τι να πρώτο-φωτογραφίσω. Όταν γυρίζω στο σπίτι μου είμαι ικανοποιημένη και εγώ και η φωτογραφική μου μηχανή.
*
Το τηλέφωνο χτυπάει. Είναι κάτι που πάντα μου ήταν ευχάριστο. Μου αρέσει αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, αγαπώ την φωνή που έρχεται μέσα από τα σύρματα της συσκευής. Ανιχνεύω συναισθήματα και διαθέσεις με τις εναλλαγές της, και είναι σαν να αναγνωρίζω σε αυτήν ιδιότητες παρόμοιες με αυτές του βλέμματος. «Ευτυχώς που ακόμα δεν υπάρχει αισθητικός που να διορθώνει βλέμμα και φωνή», σκέφτομαι και χαμογελάω καθώς σηκώνω το ακουστικό.
*
«Μου ήρθε μια χαρά Ντι μόλις σε είδα». Μιλάει χαριτωμένα και το ξέρει. Είναι μόλις τρία και μισό χρονών, είναι ο κόσμος ολόκληρος και επίσης το ξέρει. Είναι ευτυχώς ένα ευτυχισμένο παιδί, έτσι όπως αξίζει να είναι όλα τα παιδιά του κόσμου. Και εγώ εξ αιτίας της ευχαριστώ μέσα μου το εκείνον τον Θεό που με έκανε ικανή να αγαπάω έτσι δυνατά αυτήν την ομορφιά, την ομορφιά της αγάπης…
Με κάλεσε η Στέλλα, να μιλήσω για μένα, μέσα από ένα μπλογοπαίχνιδο.