Η μνήμη μας είναι ένα αδιευκρίνιστο σύμπαν, με δικούς του νόμους
και κανόνες. Παράξενα όπλα χρησιμοποιεί για να μας επαναφέρει εκεί που θέλει.
Μια ξαφνική μυρωδιά που βγαίνει από ένα παράθυρο, ένας ήχος από κάποιο πουλί
που κελαηδάει, μια μουσική.
Με τον παππού μου τον Χρήστο ας πούμε με συνδέει μια λεπτή
κλωστή που στην άκρη της κρέμεται μια φράση. Είναι λοιπόν αυτή μια φράση χωρίς
ιδιαίτερη σημασία και που ψάξε να βρεις εσύ γιατί, ρίζωσε στο μυαλό μου: «Νύφη,
αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.»
Είχαμε τότε αμπέλι, μελίσσια, κότες, γίδες, αγελάδα, και ένα
μουλάρι που το λέγανε Μάρκο. Ο παππούς μου έκανε κρασί και τσίπουρο, έβγαζε και
μέλι. Πέθανε όταν ήμουνα πολύ μικρή, την λύπη μου για αυτό το γεγονός ούτε που την
θυμάμαι. Από όσα λοιπόν εδώ σας απαριθμώ, τίποτα δεν έχει απομείνει. Και εμείς
οι ίδιοι φύγαμε από το χωριό και το σπίτι εκείνο, απέμεινε καλοκαιρινό καταφύγιο.
Μόνο μια ρίζα «γαλλικό» επέζησε, έχει ριζώσει εκεί, απλώνεται και μεγαλώνει
στον φράχτη και γεμίζει σταφύλια
ολόγλυκα και μυρωδάτα.
Στο χωριό χθες, άναψα κεράκι στους τάφους των προγόνων μου. Ήταν ψυχοσάββατο βλέπεις. Μάζεψα και τα τελευταία σταφύλια από την κληματαριά. Γλυκά και μυρωδάτα. «Και λίγο στυφά» (στραβομουτσουνιάζουν όσοι δεν καταλαβαίνουν την προτίμησή μου σε αυτά.) Και σας λέω με σιγουριά πως και ο παππούς ήταν εκεί, με παρακολουθούσε με περηφάνια και με λίγη περιέργεια: «Άσε και κάτι για τις μέλισσες Ντίνκα, μην τα κόβεις όλα.»