Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

τα λυπημένα όνειρα τα ακυρώνει η εποχή που τα φύλλα πέφτουν στο χώμα




(Μια μέρα το δόντι μου έσπασε -ένοιωσα ξαφνικά να το μασάω- και έτσι ανακάλυψα την καταστροφή. Ο οδοντίατρος μου είπε πως είχε ραγίσει από καιρό και τώρα ήρθε η ώρα του για  να σπάσει τελείως. Έτσι απλά, τόσο απλά.)

*


Εκείνα τα χρόνια ήτανε τελείως ανέμελα, μαγικά και ερωτευμένα. Κατεβαίναμε με το τρόλεϊ για λουκουμάδες στην Αιόλου, μπαίναμε στα μαγαζιά με τα πολύχρωμα νήματα, ξεκαρδιζόμασταν χωρίς αιτία και αφορμή, λέγαμε για τους έρωτές μας. Ήμασταν χρωματιστές κλωστές αιωρούμενες ή ίσως φουσκωμένα μπαλόνια. Εγώ κόκκινο και πράσινο, εσύ μπλε και κίτρινο.
 Όταν ανηφορίζαμε την Σπετσών ήτανε άνοιξη και τα κλαδιά των δέντρων απ τα πεζοδρόμια γέρνανε ως τους ώμους μας. Γελούσες, «έλα να μπούμε στο παπουτσάδικο να βρούμε φτηνά και νόστιμα παπουτσάκια», έλεγες. Δύο κορίτσια, στην Αθήνα του ογδόντα.

Στο δωμάτιο- τραπεζαρία του σπιτιού μας, υπήρχε ένας τεράστιος καθρέφτης, ο καθρέφτης (μετά που σηκώναμε τα μάτια από το μεσημεριανό), έδειχνε την ξεθωριασμένη ταπετσαρία του τοίχου απέναντι και λίγο από το ξύλινο μωσαϊκό του πατώματος «τέτοιο πάτωμα έχει και το προεδρικό μέγαρο» έλεγε η μαμά σου και εμείς αποχαυνωμένες από το φαγητό, τον ήλιο και την κούραση της βόλτας, παίζαμε με τα ψίχουλα χωρίς να μιλάμε. Κάτω, στην οδό Κυψέλης, τα αυτοκίνητα μουρμουρίζανε μέρα νύχτα.

Σε αυτή λοιπόν την ωραία και ηδονική εποχή ξεχαστήκαμε για πολλά χρόνια και χαζεύαμε και απολαμβάναμε, ώσπου ήρθε μια στιγμή που, όπως λέει ο Λειβαδίτης:

“Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο, θυμάμαι,
και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο,
κορόιδεψα έναν γέρο,
τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια”

Και τώρα δεν σε αναγνωρίζω πια, ούτε και εσύ εμένα, ποιες ήμασταν, τι μας έκανε φίλες, γιατί δεν καταλάβαμε πότε ράγισε το πολύτιμο πορσελάνινο διάφανο φλιτζάνι μας που μέσα του χωρέσανε τόσα γέλια κλάματα και ακυρωμένες λέξεις. Μιλάμε, και η φωνή σου μέσα απ τα σύρματα του τηλεφώνου χάνεται ανάμεσα σε λέξεις αταίριαστες, σε λέξεις που δεν καταλαβαίνω, σε συνήθειες άλλες, σε χάνω, σε έχω χάσει από καιρό, πού είναι εκείνο το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια και την μεγάλη καρδιά;

«Το πιο δύσκολο πράγμα στην ζωή είναι οι σχέσεις» επαναλαμβάνει το μυαλό μου, «όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα»
μουρμουρίζει ο ποιητής  και ένα κομματάκι μέσα μου, στεναχωριέται που δεν στεναχωριέμαι για σένα πια. Και εκεί σε εκείνο το μικρούτσικο σύμπαν της μη στεναχώριας -τι κρίμα- χωράνε όλοι όσοι δεν είναι πια φίλοι μου και δεν είναι ούτε και εχθροί μου. 

Και τότε φοβάμαι, φοβάμαι πολύ, τόσο πολύ φοβάμαι που θέλω να αγκαλιάσω σφιχτά τους ανθρώπους της ζωής μου. Και για μια στιγμή πελώρια και ελάχιστη μαζί να προσευχηθώ  (ακούγοντας τον εναρμονισμένο με αυτή την αγκαλιά χτύπο της καρδιάς μας) και να τους πω με λέξεις, και όχι με  όλα τα ευκόλως εννοούμενα, το πόσο πολύ τους αγαπώ..

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Ιστορίες της γειτονιάς.





Στο απέναντι μπαλκόνι κατοικεί ο αγαπημένος μου γείτονας. Ψηλός, ευθυτενής, με άσπρα μαλλιά σαν του Γλέζου, πλησιάζει με επιτυχία τα ενενήντα. Διαβάζει Επίκουρο, έχει  κήπο,  μια μυρωδάτη συκιά, (τα γλυκά της τα σύκα του Αυγούστου  τα μοιράζεται με τους γείτονες). 

Έχει βαθιές πληγές στην ψυχή και κανένα σκοτάδι. Στο σπίτι του δεν έχω μπει ποτέ, μόνο καλημέρες λέμε και καμιά ανέφελη κουβέντα από αυτές που γίνονται από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Γελαστός και γλυκομίλητος, μοιράζει όμορφες λέξεις και εγώ θαυμάζω ενδόμυχα την ικανότητά του να ζει μόνος, να απλώνει τα ρούχα του στον ήλιο και να χαμογελάει πλατιά. Πάντα. 

Ώρες-ώρες έχω μια ανεξήγητη βεβαιότητα πως μέσα στο σπίτι του δεν υπάρχουν  έπιπλα, καρέκλες-τραπέζι-κρεβάτι, αλλά ένας καταπράσινο κήπος, με φυτά παράξενα, παραδείσια πουλιά και έναν ήλιο ολόδικό του, που τον φωτίζει τις μέρες και τον κοιμίζει τις νύχτες, γι’ αυτό και ο αγαπημένος μου γείτονας δεν φαίνεται  ποτέ δυστυχισμένος και μόνος. 

Το φετινό καλοκαίρι εντελώς ξαφνικά και ανεξήγητα (για μια γυναίκα που τον βλέπει μόνο από το απέναντι μπαλκόνι) οι ώμοι του αγαπημένου μου γείτονα γείρανε και το χαμόγελό του σαν να χλόμιασε λιγάκι. «Γιατί;»  τον ρώτησα μια μέρα «ω, είναι τόσα πολλά τα χρόνια που έχω στην πλάτη μου» μου απάντησε γελώντας γλυκά και κουρασμένα  και τότε εγώ σαν να τρόμαξα για όλα τα χρόνια που περνάνε, όλων, και για τα δικά μου, και «είδα» πως ο κήπος του σπιτιού του μπορεί να έχει τώρα φθινόπωρο και σύννεφα και ίσως και λίγο κρύο και πως ο ήλιος του γέρασε και αυτός και δεν έχει πια δύναμη να του ζεστάνει τα κόκαλα και την ψυχή και ένοιωσα σε ίσιες δόσεις λύπη και χαρά, λύπη για της ζωής μας το φως που σβήνει αδιόρατα, αργά και αμετάκλητα και χαρά για το χαμόγελο  (του αγαπημένου μου γείτονα), που συμφιλιώνεται με αυτή την απέραντη σιωπή και ησυχία..