Η θεία Πολυξένη, ήταν η αγαπημένη μου. Δεν επρόκειτο για θεία ακριβώς, εξ αγχιστείας συγγενής ήτανε, αλλά καθώς όλοι την αποκαλούσανε έτσι, το συνήθισα και εγώ. Να φανταστείς, ακόμα θεία Πολυξένη την αποκαλώ, και ας έχει χαθεί πια η συγγένεια που μας συνέδεε τότε. Το σπίτι της ήτανε από τα πιο αγαπημένα μας. Κάθε Κυριακή απόγευμα, εκεί συναντιόμασταν όλοι .Και λέγοντας όλοι, εννοώ εκείνους τους συγγενείς τους οποίους μας ένωνε μια συμπάθεια που άγγιζε απαλά τα όρια της φιλίας. Το σπίτι της, από τα πιο ευρύχωρα (για να χωράμε άνετα)και από τα πιο φιλόξενα, το θεωρούσαμε λιγάκι σαν δικό μας, τόσο οικεία μας έκανε και νοιώθαμε. Τον χειμώνα στο μεγάλο σαλόνι με το τζάκι στην γωνιά, (που ήταν το βασίλειο της θείας Πολυξένης)και το καλοκαίρι στον κήπο, τον υπέροχο κήπο του θείου Κωστή με τις πολλές τριανταφυλλιές και ολάνθιστες θαρρώ όλες τις εποχές του χρόνου. .Η θεία Πολυξένη, καλή ήτανε, αγαπημένη επίσης, τέλεια μαγείρισσα χωρίς καμία αμφιβολία,(τα αξεπέραστα γλυκά της ακόμα ονειρεύομαι)αλλά είχε ένα φοβερό ελάττωμα-προτέρημα. Ήτανε «τρελή» με την καθαριότητα!(Φαντάζομαι πως ακόμα και τώρα, παρόλο το περασμένο της ηλικίας της, έτσι είναι.) Το σπίτι της άστραφτε από πάστρα, την σκόνη την μυριζότανε από μακριά, έβλεπε τα ίχνη της εκεί που κανένα άλλο μάτι δεν μπορούσε να δει, την κοιτούσαμε με μεγάλη απορία κάτι τέτοιες στιγμές κανείς όμως δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση, τόσο σίγουρη πως είχε δίκιο ήτανε.
Κάθε μήνα, συνήθως το τελευταίο Σάββατο του μήνα, ανέβαινε στην σκάλα και σαπούνιζε τα πάντα. Από ταβάνια μέχρι πόμολα, και από τζάμια μέχρι κάγκελα της αυλής. Γυάλιζαν τότε τα μάτια της και κανείς δεν έπρεπε να την ενοχλήσει, έως ότου τελείωνε την δουλειά της. Ο θείος Κωστής την που την ήξερε καλά, προσπαθούσε κάτι τέτοιες ώρες να την αγνοεί όσο μπορούσε. Σαν γύριζε από την δουλειά, έπιανε την γωνιά του και προσπαθούσε να περνά απαρατήρητος. Έτσι και τολμούσε να παραβιάσει τους άγραφους κανόνες που αφορούσανε το τελετουργικό της καθαριότητας την είχε «βαμμένη» που λέμε. Άκουγε τότε τον εξάψαλμο, θύμωνε και κείνος πολύ («δεν μπορεί κανείς να ησυχάσει, ούτε στο ίδιο του το σπίτι παλιοπαστρικιά», της έλεγε και αποχωρούσε εξαπολύοντας και άλλες βρισιές. Αρκετές φορές έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι μου, «βάλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς» μου έλεγε μέχρι να ηρεμήσει. Εκείνη πάλι ηρεμούσε μόλις τελείωνε τις δουλειές. Γινότανε τότε άλλος άνθρωπος. Γαλήνευε το πρόσωπό της και άρχιζε τα χαμόγελα και τις γαλιφιές. Ότι σκοτεινό κυριαρχούσε στην μορφή της ,σαν από θαύμα εξαφανιζότανε. Έριχνε μια ματιά τριγύρω της, καμάρωνε με ικανοποίηση το έργο της, «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» έλεγε, και δεν μπορούσε κανείς να την αντικρούσει. Υπέκυπτε φυσικά και ο θείος Κωστής, «θα σε κανονίσω την άλλη φορά» της έλεγε, και παραδινότανε αμαχητί. Την τελευταία όμως φορά που τον έβγαλε από τα όριά του, δεν ήπιε τσιπουράκι για να ηρεμήσει. Πήγε στον κήπο, γέμισε έναν κουβά με χώμα, επέστρεψε στο πεντακάθαρο σπίτι της Πολυξένης, και με μάτια που άστραφταν από μια ικανοποίηση που του έδινε η εκδίκηση, μπρος στα έκπληκτα μάτια της άδειασε το περιεχόμενο του κουβά σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Δεν άφησε ούτε την εξωτερική κάτασπρη μαρμάρινη σκάλα. Με μεγάλη χαρά και κάτω από μια βροχή που έπεφτε ήσυχα, κατάφερε να την μετατρέψει από πεντακάθαρη στον χειρότερο εφιάλτη της «παλιοπαστρικιάς» συμβίας του. Ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, πήγε στην κουζίνα και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως, με αργές και ήρεμες κινήσεις, έκανε το καφεδάκι του. Το ότι η θεία Πολυξένη δεν έπαθε εγκεφαλικό εκείνη την ώρα μάλλον θαύμα είναι, το οποίο οφείλεται πιθανόν στο ότι ήτανε εκείνον τον καιρό αρκετά νέα. Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, και από κει και πέρα, μέχρι που πέθανε ο θείος Κωστής ποτέ δεν ξανάρθε στο σπίτι μας Σάββατο απόγευμα να μας πει την γνωστή φράση: «βαλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς»…
(Το παρόν ποστ, είναι αφιερωμένο σε μια άλλη αγαπημένη «Πολυξένη», η οποία μόνη της γνωρίζει τους λόγους της αφιέρωσης ετούτης…J)