Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Γράμμα σε έναν φίλο.


"Σε σκέφτομαι συχνά. Αν νομίζεις πως δεν υπάρχεις πια, πλανάσαι πλάνη οικτρά. Μερικοί άνθρωποι δεν χάνονται, το ξέρεις, και ας μην το πίστεψες ποτέ.

 Προχθές πήγα στην θάλασσα, εκεί όπου συναντηθήκαμε εκείνο το καλοκαίρι. Θυμάσαι που ψάχναμε φαρμακείο στα στενά δρομάκια του Λιτόχωρου και γελούσαμε με την ατυχία του να πάθω λουμπάγκο; Εσύ δηλαδή δεν γελούσες, έλαμπες από κάτι σαν ικανοποίηση που με είχες επιτέλους του χεριού σου, αιχμάλωτη και ευάλωτη λόγω του πόνου  και της ανημπόριας μου να κινηθώ χωρίς την βοήθειά σου.

 Έκανε ζέστη και ήταν Αύγουστος. Ο Όλυμπος μύριζε και τότε ρίγανη και πικροδάφνη. Το πρωΐ, στο μικρό μπαλκονάκι του ξενοδοχείου της πλατείας, ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων του καφενείου · πίνανε καφέ και λέγανε τα νέα της νύχτας. Με περίμενες να ξυπνήσω και να κατέβω για πρωϊνό. Το βλέμμα σου είχε την γλύκα των καλών ανθρώπων που σου συγχωρούν τα πάντα επειδή σ αγαπούν.   

 «Μπορεί αυτό που μας ενώνει να μην λέγεται έρωτας, αλλά σκέψου, ίσως να λέγεται αγάπη» τόλμησες.

 Σε κοίταξα στα μάτια και γέλασα. Το γέλιο μου δεν η απάντηση που ήθελες, αλλά το δέχτηκες σαν νεράκι δροσερό. Όταν επιθυμούμε, κλείνουμε  τα μάτια στο προφανές και με μια  διάθεση που μοιάζει  μεθυσμένη, αρνούμαστε την απόδειξη, πολλά-πολλά δεν μας χρειάζονται τώρα.. Ένοχοι και αθώοι μαζί απέναντι στην αλήθεια, απολαμβάνουμε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, μιας και  αγνοούμε ηθελημένα εκείνο που μας περιμένει στην άκρη του τούνελ, μπροστά στο δυνατό φως.

Ήτανε πάλι καλοκαίρι όταν έφυγες. Άνοιξες την μεγάλη πόρτα και πήδηξες στο κενό ελπίζοντας πως θα σωθείς. Δεν σε ξαναείδαμε ποτέ, μόνο μείναμε θλιμμένοι και αμήχανοι, όλοι όσοι γευτήκαμε την παρουσία σου να μαζεύουμε τα ψίχουλα και να τσακωνόμαστε σαν τα σπουργίτια στο περβάζι του παραθύρου σου. Και τώρα που έχουν αλλάξει όλα και χάθηκε πια κάθε θυμός, αλλάξαμε δρόμους φοβούμενοι μη διασταυρωθούν οι ματιές μας, λες και διαβάσαμε την τελευταία σελίδα του βιβλίου  και αυτό που είδαμε μας γέμισε με πίκρα.."