(Δεν
μπορώ να την ακούω άλλο, με κούρασε. Λέει, λέει, λέει, λέει.. Πόσο κουραστική
Θεέ μου και πόσο ανόητη. Σχεδόν δεν την ακούω, τα δικά μου σκέφτομαι. Μόνο εκεί
που άρχισε να λέει για τον δάσκαλο της οδήγησης, εκεί κάτι μου τράβηξε το
ενδιαφέρον. Με υπονοούμενα μιλούσε βέβαια, αλλά κατάλαβα πως της αρέσει που την
φλερτάρει. Τότε η μικρή μου στύλωσε τα αυτάκια της, έβαλε το χέρι στο σαγόνι
και άρχισε να την προσέχει, είναι πανέξυπνη, διαόλου κάλτσα αυτή, καμία σχέση
με την Όλια που όλο βαριέται και είναι στον κόσμο της. Της μεγάλης, δώστης βιβλία και πάρτης την
ψυχή. Με τις ώρες διαβάζει, ούτε τώρα που καλοκαίριασε λέει να σταματήσει.
Προχθές την πέτυχα να διαβάζει την Νανά του Εμίλ Ζολά και ξαφνιάστηκα. «Το ξετρύπωσα
στην βιβλιοθήκη του παππού», μου εξήγησε αφηρημένα και ύστερα συνέχισε «ξέρετε
μητέρα δεν νομίζω πως μου αρέσει, με μπερδεύει μόνο και έχω μια περιέργεια να το
διαβάσω ως το τέλος». Τώρα βαριέται, το
ξέρω. Κάθεται ήσυχα-ήσυχα στην καρέκλα της
και δεν μιλάει, λέξη δεν λέει, όταν θα
φύγουμε όμως θα κάνει το πιο απρόβλεπτο
σχόλιο, όπως «μητέρα, πόσο θα γελούσαμε αν ένα από αυτά τα τεράστια μακαρόν
έπεφτε στο κεφάλι της κυρίας Μάντισον καθώς σας περιέγραφε το μάθημα οδήγησης
που έκανε την περασμένη Δευτέρα;»)
(η
αφορμή για το παραπάνω, προέρχεται από κάποιες αδημοσίευτες φωτογραφίες τουNational Geographic που τις ανακάλυψε η Nora Watson, φίλη στο φέιζμπουκ και σκέφτηκε ότι καθεμιά τους θα
μπορούσε να είναι αφορμή για ένα κείμενο, έτσι, για την πλάκα. Η πρώτη, δική της
ιστορία εδώ, με παρέσυρε και έγραψα άλλη μία. Την ευχαριστώ για την έμπνευση
που μου χάρισε.)