Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Βάτραχος ή πρίγκηπας;



Ξαφνικά, μου λείπεις. Δεν ξέρω τι στο καλό  μου συμβαίνει και κάθε φορά μετανιώνω. Που σε ξέχασα. Που δεν μου λείπεις αβάσταχτα. Που μπορώ και "παίζω και γελάω" χωρίς αυτόν τον λυγμό στον λαιμό μου, εκεί, στο σημείο που ο γιατρός  μου εξετάζει τον θυροειδή αδένα. Και εκεί που λέω: «σιγά μην κλάψω, σιγά μην φοβηθώ», τσούπ!... Ξεπετιέται μια ανάμνηση τόοοση… Όπως τότε, που τρώγαμε μαζί τον κουραμπιέ και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια για το ποιος θα πρώτο-αρπάξει το κομμάτι με τα αμύγδαλα. Σου σκούπιζα την άχνη από την μύτη σου θυμάμαι με το δάχτυλό μου και χανόμουνα μέσα στα μάτια σου. Τα μαύρα. Τα πιο όμορφα του κόσμου. Με το πιο πονηρό χαμόγελο που μπορούν  να χαμογελάσουν ανθρώπου μάτια. Τα δικά σου τα μάτια. Και εκεί χάνομαι για λίγο και παίζω με τις αμφιβολίες μου. Τις βάζω να τρέχουνε γύρω –γύρω στο δωμάτιο και τις αξιολογώ σύμφωνα με το χρώμα που φοράνε. Αν είναι πιο πολλές οι κόκκινες, ή μήπως πιο πολλές οι σμαραγδί. Αυτά κάνω. Μην θαρρείς πως ξαφνικά σοβάρεψα.  Δεν αλλάζει κανείς, στο ξαναλέω. Ούτε θαύματα γίνονται. Μόνο που να, όταν κάνουμε παρέα οι δυό μας, σαν να διώχνουμε τους φόβους μας. Στην καλύτερη, με τις οι φωνές μας.  Στην χειρότερη,   με τις  πρασινοκόκκινες  λάμψεις  μας…

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Μαγικές στιγμές,ελεύθερης ευτυχίας



Αν καθίσω να σκεφτώ, θα θυμηθώ με μεγάλη ευκρίνεια πως η πρώτη μεγάλης ευχαρίστησης στιγμή  εσωτερικής ελευθερίας, μου χαρίστηκε  στις Σπέτσες. Ήτανε καλοκαίρι του 90 θαρρώ και βρισκόμουνα στο νησί σε ταξίδι καλοκαιρινών διακοπών. Εκείνο το πρωϊνό ξύπνησα με μια επιτακτική διάθεση να δραπετεύσω και αθόρυβα, για να μην ξυπνήσω την Άννα, φίλη που μαζί μοιραζόμασταν δωμάτιο και συντροφιά, πήρα από το τραπεζάκι  δίπλα στο παράθυρο ένα κόκκινο μήλο και βγήκα έξω.

 Ο ήλιος και ο ουρανός του πρωϊνού με αρπάξανε από το χέρι και με προστάξανε να περπατήσω σε δρομάκια του νησιού που δεν ήξερα που θα με βγάλουνε. Δάγκωνα το μήλο θυμάμαι και βάδιζα σαν να βρισκόμουνα σε όνειρο. Το πράσινο των δέντρων, σε αντίθεση με τα κατάλευκα σπίτια και τα μπλε παράθυρα, μου μεθούσανε τα μάτια και μου ενεργοποιούσανε όλες μου τις αισθήσεις. Μια ζεστή χαρά κυκλοφορούσε μαζί με το αίμα μου στις αρτηρίες.

 Σιγοτραγουδώντας χάθηκα σε έναν περίπατο χωρίς προορισμό και χωρίς χάρτη. Ταρσανάδες και ψαράδες, τζιτζίκια και ζέστη, ήλιος και θάλασσα, ουρανός και ελευθερία. Όταν κάθισα σε έναν βράχο  απέναντι  στο πέλαγος ένοιωθα να αιωρούμαι έξω από το σώμα μου και είχα μια επιτακτική ανάγκη να προσευχηθώ στον δημιουργό μου. Ώρες μετά, επέστρεψα στην πανσιόν σαν ξαναγεννημένη, ανεξήγητα ευτυχής και με μια διάθεση να ξαναφτιάξω τον κόσμο μου από την αρχή.

Χρόνια μετά, σε αυτή την ανάμνηση καταφεύγω νοερά, κάθε που θέλω να ενεργοποιήσω την δυνατότητα (που ο καθένας μας διαθέτει) της αυτοΐασης της ψυχικής μου διάθεσης. Ενίοτε το καταφέρνω κιόλας…

( Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε μια καινούρια μικρή μου φίλη, που κατάφερε να με ξεμπλοκάρει και με ανάγκασε όμορφα να καθήσω να ξαναγράψω εδώ.Και η φωτογραφία, δική της επίσης. Την ευχαριστώ.)