Φυσάει. Τα πεσμένα φύλλα στους δρόμους χορεύουν έναν
τρελό χορό. Στην καρδιά του χειμώνα, οι άνθρωποι της πόλης περπατούν βιαστικά·
έχουν σηκωμένους τους γιακάδες και βαθειά χωμένα τα χέρια στις τσέπες τους. Μεθαύριο
είναι Χριστούγεννα.
Απόψε, θα αποκοιμηθούν παρέα με την μυρωδιά της
άχνης και τις πολύχρωμες λάμψεις από τα
χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που θα τους ζωηρεύουν τα όνειρα. Οι πιο
τυχεροί θα ακούσουν την νύχτα τα κάλαντα και τα μάτια τους θα γυαλίσουν από
νοσταλγία· θα επιθυμήσουν βαθειά να ξανανιώσουν παιδιά και να ενώσουν τις
ανάσες τους με εκείνες των φίλων τους με τα κόκκινα μάγουλα και τις παγωμένες
παλάμες.
Ύστερα θα γυρίσουν πλευρό και θα ακούσουν τους καλικάντζαρους
να τους ροκανίζουν την σκέψη. Θα τους πιάσουν τότε απ’ την ουρά και θα τους κεράσουν
δίπλες και μελομακάρονα για να τους γλυκάνουν και σε τούτη την παρακμή του φανταστικού θα θελήσουν να εδραιώσουν
μια νέα ουτοπία. Πως θα ξυπνήσουν τάχα το πρωί και θα τους συμβαίνουν μονάχα όμορφα
πράγματα, πως όλα τα άσχημα θα εξαφανιστούν χωρίς ν αφήσουν ίχνη πίσω τους και
πως μέσα σ αυτήν την γλυκειά αυτάρκεια, τις νύχτες δεν θα δυσκολεύονται πια να
κοιμηθούν.
Το πρωί με βαθιές ανάσες θα ποτίσουν την ψυχή τους γιορτή και καθόλου,
ούτε στο ελάχιστο δεν θα νοιώθουν πως έχουν κάνει λάθος.
Καλά Χριστούγεννα…