Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Η νουγκατίνα.


Συχνά μου συμβαίνει κάθε που τρώω μια νουγκατίνα απ τον τζήλα, ο ουρανίσκος μου να γεμίζει γλυκειά γεύση και μία μοναδική ευωδιά η οποία με γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, τότε που το ζαχαροπλαστείο ετούτο, είχε πίσω αυλή και κήπο και που οι μυρωδιές από τα  λαχταριστά γλυκά του, φτάνανε μέχρι το μπαλκόνι μου.

Η οδός 3ης Σεπτεμβρίου δεν υπήρχε τότε, μια ανηφόρα που οδηγούσε σε αδιέξοδο  μόνο, με ψηλές ακακίες και ένα χωμάτινο μονοπάτι ανάμεσα που οδηγούσε στην πλατεία Δαβάκη. Εκεί ήταν το σπίτι μου, ένα διαμέρισμα σε μια καινούργια πολυκατοικία που μύριζε σανίδι λουστραρισμένο και φρεσκοβαμμένους τοίχους και που οι λάμψεις του ήλιου από την λίμνη σε τυφλώνανε τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια.

 Θυμάμαι πως φορούσα μπλέ ποδιά και άσπρο γιακαδάκι, πως ο δρόμος που ανηφόριζα για το γυμνάσιο, μύριζε άσφαλτο τα ζεστά μεσημέρια και πως για έναν παράξενο λόγο μου άρεσε αυτό. Τα στενά πεζοδρόμια, οι ανοιχτές πόρτες, το βουητό από τα εργαστήρια γουναρικής, τα πειράγματα των εργατών, η μυρωδιά από ζεστό ψωμί, ένα πολύβουο μελίσσι όλο ενέργεια και δύναμη η Μητροπόλεως, η κεντρική αρτηρία της πόλης.


Σήμερα, που όλα αυτά είναι παρελθόν και δεν υπάρχει πια κόσμος ούτε βουητό, που η Μητροπόλεως είναι ένα φάντασμα του εαυτού της και που οι διαβάτες που ανηφορίζουν μετράνε με τα βήματά τους τα κλειστά καταστήματα, μου δίνει χαρά που μία μυρωδιά γλυκού ξαναφωτίζει με την ίδια αίγλη στην μνήμη μου τους δρόμους της πόλης μου στα χρόνια της εφηβείας μου..

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Η Νένη.



Τη ώρα που σου είπαν από το τηλέφωνο πως έφυγε η Νένη, διάβαζες ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας του ανακάτευε στο ίδιο κεφάλαιο (εν είδη ημερολογίου) τις ηλικίες του και από την παιδική του, δραπέτευε στην    επόμενη παράγραφο σε κάποια άλλη στιγμή της ζωής του, κάνοντας έναν (πολύ γοητευτικό ομολογουμένως) απολογισμό. Έξω, έλαμπε μια μέρα φωτεινή, χειμωνιάτικη και κρύα.

Σκέφτηκες λυπημένα, πως και η ζωή της θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για ένα παρόμοιο ημερολόγιο- βιβλίο, αν  δεν τελείωνε τόσο σύντομα και αν της είχε δοθεί ο χρόνος  να το κάνει  


Η Ελένη Τσαδήλα, γεννήθηκε και πέθανε στα πενήντα κάτι της χρόνια στην Καστοριά, ερωτευμένη με μια πόλη με την οποία συχνά ερχότανε σε αντιπαράθεση. Οι αγώνες της για την έλλειψη χώρων πολιτισμού  καθώς και η αντίστασή της μέσα από τον σύλλογο «το Σπασμένο Ρόδι» στην κατεδάφιση του πρώην στρατοπέδου Μαθιουδάκη αποτελούν ελάχιστο δείγμα του σπάνιου ήθους της, ενός ήθους εξαιρετικής ποιότητας, ελάχιστα κραυγαλέου, αλλά συχνά επιτυχώς αποτελεσματικού.

Αγαπούσε την πόλη, αγαπούσε την τέχνη, αγαπούσε και την ομορφιά σε όλες της τις εκφάνσεις,  με λατρεία  της για το θέατρο  να ξεχωρίζει. Η σκηνική της παρουσία κατέκλυζε την σκηνή και η ερμηνεία της αιχμαλώτιζε το κοινό, ένα κοινό το οποίο θα θρηνεί για καιρό  τον χαμό της.

Αν ποτέ αξιωθεί τούτη η πόλη να δει το πρώην στρατόπεδο Μαθιουδάκη χώρο πολιτισμού, σίγουρα το όνομα που θα του ταίριαζε να ξανά-βαφτιστεί θα είναι αυτό της Ελένης Τσαδήλα, για έναν ακόμη λόγο· γιατί ανήκε στην σπάνια ράτσα εκείνων των ανθρώπων  που δεν φοβήθηκαν  να προτάξουν το είναι τους απέναντι σε κάθε είδους ασχήμιες και ρατσισμούς, που αγάπησαν αυτήν την πόλη με όλο τους το είναι και που προσπάθησαν με όλη τους την ψυχή να κάνουν και τους άλλους να κατανοήσουν αυτήν την αναγκαιότητα.

Νοιώθεις, (με την θλίψη να σε βαραίνει) δραματικά φτωχότερη την Καστοριά με την απουσία της, πενθείς με τους στενούς της φίλους και συγγενείς και εύχεσαι κουρασμένα να μην είναι δυσαναπλήρωτο το κενό που αφήνει πίσω της.

Τόσο νέα, τόσο ωραία, τόσο αληθινή...


Καλοτάξιδη  να είναι η ψυχούλα της.