Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Μια ακατέργαστη άνοιξη.





Θα πίνω καφέ και θα θυμάμαι.

Μια ηλιόλουστη πόλη που για χατίρι  μου είχε στρώσει στο χώμα καταπράσινο χαλί γεμάτο άσπρες μαργαρίτες με κίτρινη η καρδιά. Σαν τον ήλιο από πάνω, κίτρινος και αυτός.

 Η πόλη σίγουρα είχε κέφια. Με ξενάγησε στην λίμνη που έχει ένα νησάκι μέσα, καμάρωσε με τα καράβια της που πάνε κ έρχονται σ΄αυτό. Με περπάτησε στο κάστρο, πολιτεία ολάκερη κλεισμένη εκεί μέσα, νωχελική και ήρεμη, με  τα σπιτάκια και τις αυλίτσες της,  με τις ανθισμένες  κερασιές.

 Στην κορυφή του κάστρου, ακόμα κόβει βόλτες ο Αλή- πασάς και αγναντεύει από ψηλά την λίμνη παρέα με την επιθυμία  και  τις τύψεις του για την  ωραία γυναίκα, την κυρά Φροσύνη. Δίπλα του  παιδιά παίζουν ξέγνοιαστα και με δυνατές φωνές οριοθετούν  την παρουσία τους, αγνοώντας τις σκιές και τους αλαφροΐσκιωτους επισκέπτες.





Θα πίνω καφέ και θα θυμάμαι.

Ένα χωριό- στολίδι στα Τζουμέρκα, έναν φιλόξενο καφενέ που ευωδιάζει τσίπουρο, χορτόπιτα και πατάτες φούρνου, το σπίτι του Γιάννη και της Έλενας, που μοσχοβολάει άνοιξη και αγριολούλουδα, καφέ ελληνικό και τσουρέκι με κάστανο. 

Όσοι τυχεροί βρεθήκαμε εκεί, αγαπηθήκαμε μεμιάς και ποθήσαμε να γίνουμε ένα με το χωριό ή  και μεταξύ μας, έστω για λίγο και το καταφέραμε στ αλήθεια. 

Αυτές οι ώρες σίγουρα  θα μείνουν ανεξίτηλα χαραγμένες στην εσώτερη μνήμη μας, και κάθε που μια μαργαρίτα θα μοσχοβολάει κάτω απ τον ήλιο, θα χαμογελάμε σιωπηλά και θα ανασύρουμε κουβέντες, γέλια και στιγμές, σαν θεραπευτικό ίαμα στην επαναλαμβανόμενη κούραση της καθημερινότητάς μας. 

Ο θεός της άνοιξης να μας έχει καλά...