Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Η χρονιά που δεν πήγαμε στο πανηγύρι.





Η Αλέκα πέθανε μια μέρα σαν και τούτη που περιμέναμε το πανηγύρι του Άργους. Είχε ήλιο έξω και εμείς  μια μεγάλη χαρά που θα πηγαίναμε. Κάποια στιγμή, εκεί που περιμέναμε το λεωφορείο να μας μεταφέρει στην πόλη, είδαμε την Ελένη του Χαρίση  να κατηφορίζει βιαστικά. Φαινότανε ταραγμένη·  "τι τρέχει;" την ρωτήσανε οι γυναίκες. Εκείνη άρχισε να μιλάει βιαστικά και  καθώς μιλούσε έχανε τα λόγια της, σάλια ξεφεύγανε από το στόμα της, στο τέλος άρχισε να κλαίει. "Τι έγινε;"  ρωτήσαμε τη μάνα με περιέργεια. Εκείνη μας αγκάλιασε και μας είπε πως δεν θα πηγαίναμε στο Άργος αυτή τη φορά, γιατί κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί στο χωριό μας.

 Δεν είχε όρεξη να μιλήσει άλλο, τα μάτια της είχανε μια μεγάλη λύπη και από πράσινα γινήκανε σκούρο καφέ. Φοβηθήκαμε να ρωτήσουμε παραπάνω και περιμέναμε ανήσυχα εγώ και ο αδερφός μου να μάθουμε τι είχε συμβεί. Στο σπίτι, μας φέρθηκε τόσο τρυφερά που μας ξένισε· δεν ήμασταν συνηθισμένοι βλέπεις σε τέτοιες γλύκες, η μάνα ήτανε μια αυστηρή γυναίκα που δεν χάριζε τα χάδια της εύκολα. Μας έδωσε να φάμε από μια μεγάλη φέτα ψωμί βούτυρο με μέλι, καθίσαμε ήσυχα στην γωνιά μας.

Τότε μπήκε στο σπίτι η θείτσα μου, ταραγμένη και αυτή και άρχισαν να μιλάνε. Έτσι μάθαμε πως το προηγούμενο βράδυ η Αλέκα, συμμαθήτριά μας και φίλη από το πάνω χωριό, είχε πάει να μαζέψει το μουλάρι από το χωράφι που το είχανε δέσει με τριχιά για να βόσκει όλη μέρα. Καθώς γύριζε στο σπίτι με το ζώο έδεσε στο χεράκι της την άκρη της τριχιάς και μάλλον κατηφόριζε τραγουδώντας. Κάπου εκεί παραμόνευε φαίνεται και η κακιά της η μοίρα, γιατί εκείνη την ώρα κάτι το τρόμαξε το ζωντανό και εκείνο άρχισε ξαφνικά  να τρέχει. Το παιδί δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ούτε να λύσει το σκοινί από το χέρι του και έτσι ένας τρελός χορός θανάτου ξεκίνησε και τελείωσε με το μουλάρι να επιστρέφει ώρες αργότερα στο σπίτι σέρνοντας  πίσω του το νεκρό κορίτσι.

Την άλλη μέρα την κηδέψαμε. Μια όμορφη μέρα ενός πικρού Σεπτέμβρη η Αλέκα, το κορίτσι με τα ξανθά σγουρά μαλλιά, τα κόκκινα μάγουλα και το πλατύ χαμόγελο στα χείλη ταξίδεψε στην κοιλάδα με τους λειμώνες και χάθηκε από τις ζωές μας. Περάσανε πολλά χρόνια από τότε μα κάθε Σεπτέμβρη την θυμάμαι και στην ανάμνησή της, γεμίζει λύπη η ψυχή μου και φως τα μάτια μου· είναι το φως που άφησε πίσω του το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, είναι η  κατάκτηση της κάθε μέρας που νυχτώνει,  ή μήπως είναι το πανηγύρι που μας περιμένει;

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

(Μερικές φορές θέλω να πηδήξω πάνω από την σκιά μου)



..και τότε ονειρεύομαι πως είμαι ηρωίδα μυθιστορήματος καλοκαιρινού που ταξιδεύει σε πανέμορφο τουριστονήσι, τα  μάτια μου θαυμάζουν επικά ηλιοβασιλέμματα και γαλάζιες θάλασσες, ανακαλύπτω μυστικά μονοπάτια, χάνομαι σε πράσινα πευκοδάση, ανασαίνω βαθιά την μυρωδιά τους· θεραπεύομαι.

Ύστερα κολυμπάω σε πρασινογάλαζα νερά, τόσο διάφανα που νομίζω πως θα σπάσουν, είμαι μια γυναίκα- δελφίνι, γύρω μου κολυμπάνε σαργοί και χρυσοκίτρινα ψαράκια, γλυστράω και χάνομαι σε ακρογιαλιές με ονόματα ποιητικά, γυαλισκάρι, μυρτιώτισσα, κοντογυαλός, οι λέξεις  τους σκάνε σαν κύμα στ αυτιά  μου· με ηδονίζουν.

Ό άντρας που είναι μαζί μου μ´ αγαπάει και αυτή η αυταπάτη μοιάζει τόσο πολύ με την θάλασσα.. Είναι η θάλασσα και είμαι η αμμουδιά, πάει και έρχεται, μια μου λέει ναι και μια μου λέει όχι, τη μέρα γελάει σαν παιδί, τη νύχτα γίνεται ένα θορυβώδες κύμα που τα παρασύρει όλα.

 Πιάνω  τότε χαρτί να γράψω για το όνειρό μου αυτό και το μόνο που θυμάμαι είναι ένα φεγγάρι να γλιστράει στη θάλασσα την νύχτα και να γεμίζει ασήμι τον ουρανό, στο κατάστρωμα έχει μπόλικη ομορφιά, υγρασία και κρύο, χώνομαι σε μια ζεστή μασχάλη, με υιοθετεί με πρόθυμη διάθεση, μένω για λίγο εκεί, μ αρέσει και με φοβίζει, με φοβίζει σαν το σκοτάδι που καταπίνει όλο το φως, μ αρέσει σαν όλες τις θάλασσες, τους ουρανούς· τον κόσμο όλο αχ..