Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Αύγουστος

 

12 Αυγούστου.


Στην άκρη του ορίζοντα διακρίνεται ένας πλαστικός μονόκερος. Ο ελαφρύς παφλασμός του νερού τον μετακινεί απαλά πέρα δώθε, κάποιες παιδικές φωνές διεκδικούν την χρήση του, έχει χρώμα  ρόζ-κίτρινο-μπλε και άσπρο.

Μέσα στην θάλασσα, δύο γυναίκες και ένας άντρας κολυμπάνε αργά και συζητάνε. Το ελαφρύ αεράκι μεταφέρει τις φωνές τους ως την ακρογιαλιά, κάτω από την ομπρέλα μου. Συζητάνε για τον κορονοιό και τις οικονομικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τους. Ο άντρας κυριαρχεί στην κουβέντα, και οι γνώσεις του για τις επιχειρήσεις που πλήττονται είναι αρκετά εξειδικευμένες, έτσι που σιγά σιγά οι λέξεις του γίνονται αδιάφορες και κυλάνε σαν στραγάλια στο χώμα.

Πενήντα μέτρα πιο εκεί, ένα ζευγάρι μετακινεί τις καρέκλες του, και κάθεται με τρόπο που ο ένας να αντικρίζει τον άλλον. Έχουν μια οικειότητα καθώς μετακινούνται και μια αρμονία εξαιρετική. 

Η γυναίκα, διαβάζει με προσήλωση ένα βιβλίο. Φαίνεται πως αυτό που υπάρχει στις σελίδες του, την συναρπάζει και την κάνει να ξεχνάει την θάλασσα πίσω της. Προσπαθώ να μαντέψω τί δουλειά κάνει, αν έχει παιδιά, πόσο ευχαριστημένη είναι από την ζωή της, αν αγαπάει τον άντρα που κάθεται δίπλα της.

Εκείνος φοράει μαύρα γυαλιά και κοιτάζει την θάλασσα. Είναι ψηλός, αδύνατος, φοράει μπλέ σορτσάκι και οι κινήσεις του προδίδουν μια ανεπαίσθητη θηλυπρέπεια.

Όταν σηκώνονται για να κολυμπήσουν, το κάνουν και πάλι μαζί, με ενορχηστρωμένες κινήσεις πέφτουν ταυτόχρονα στο νερό, γελάνε με κάποιο αστείο που είπανε, επιστρέφουν στην ακτή μαζί, η σχέση τους μοιάζει με γαλήνιο παφλασμό νερού σε καλοκαιρινό δειλινό.


Είναι 12 Αυγούστου του 2020, ο καιρός είναι φανταστικός, η θάλασσα αμνιακός σάκος, σε περικλείει,  σε αγκαλιάζει και σε κανακεύει, μάνα και θεότητα μαζί, αφήνεσαι με πίστη, χάνεσαι  μέσα της, σε διαλύει και σε συναρμολογεί,αφαιρεί άχρηστα κομμάτια, ξεσκονίζει εγκαταλελειμμένα, φυσάει μέσα τους νέα πνοή, «κοίτα» μουρμουρίζει, «εδώ άνοιξε ένας καινούργιος χώρος, ρίξε σποράκι να δεις τι θα φυτρώσει», δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά σου, είναι αλμυρά, αλμυρή είναι και η θάλασσα, κάτι σπάζει και  λιώνει στο στήθος σου, μια νοσταλγία βαριά σαν πέτρα κατρακυλάει στον βυθό, βγαίνεις έξω, τα χαλικάκια καίνε στις πατούσες σου, κυλάνε στο χώμα οι αλμυρές σταγόνες, η άμμος  αδιάφορη τις στεγνώνει γρήγορα..



20 Αυγούστου
Μια ήσυχη λύπη σωπαίνει στην καρδιά μου. Έχει κουρνιάσει εκεί και ξεκουράζεται. Κάπου κάπου της χαϊδεύω την πλάτη χωρίς να μιλάω. Το χέρι μου της προσφέρεται, η πλάτη της ανταποκρίνεται στην προσφορά. Είμαστε συνομήλικες, είμαστε γυναίκες, μαζί θα το πάμε ως το τέλος αυτό το παράξενο, δύσκολο, πικρό και αλλόκοτο καλοκαίρι.
Δεν κλαίμε, ούτε μιλάμε. Η σιωπή μας έχει χιλιάδες χρώματα, άπειρες μουσικές, λόγια ανείπωτα. Το βασίλεμα του ήλιου βάφει τα χέρια μας,ο ήχος που το κύμα σκάει στα βότσαλα μας συγκλονίζει, του Αιγαίου το φως μας γεμίζει ρίγη.
Δεν υπάρχει τέλος, ούτε μέση, ούτε αρχή. Με κοιτάζει, και καθώς τα τεράστια μάτια της με καταπίνουνε, ένας φόβος με κυριεύει μη και χαθώ μέσα της, ή μήπως εγώ την χάσω. Και τότε τι θα γίνω χωρίς αυτή, μια μέδουσα γυαλί θα γίνω, που κάποιος φοβήθηκε και την πέταξε στην ξηρά, εκείνη έγινε ένα υγρό τίποτα και σαν ένα τέτοιο τίποτα, λαίμαργα την ρούφηξε η άμμος..


26/8, 21:30
Ο Αύγουστος φεύγει με μεγάλα βήματα. Ρίχνει μια ματιά πίσω του, αυτά που εγκαταλείπει τον αφήνουν αδιάφορο, «καλύτερη η ανυπαρξία» μονολογεί, «η καρδιά μου κουράστηκε από τα όχι σας» για πρώτη φορά θέλει να φύγει πριν την ώρα του, βιάζεται, ανησυχεί, τόσο ανησυχεί που ξεχνάει να κοιτάξει το φως, τον ήλιο που δύει, τα χρώματα που σκάνε στον ουρανό.
Και /τι κρίμα που δεν τα βλέπει/ είναι τα μόνα που θα μπορούσανε να τον κάνουνε να αλλάξει γνώμη, μόνο αυτά λάμπουν αιώνια, ανεπηρέαστα και συγκλονιστικά, αδιαφορώντας για αυτό το τρομερό καλοκαίρι του 2020..


Αύγουστος και 29.
Η Μελίνα παίζει με τις μέδουσες στην ακρογιαλιά. Είναι διάφανες και μικρές, δεν την τρομάζουν, γυαλιά τις λένε και όντως μοιάζουν με διάφανο γυαλί.
Εγώ πάλι ανατριχιάζω. Έχω μάθει να τις φοβάμαι. Όταν ήμουνα στην ηλικία της Μελίνας, μια μεγάλη τσούχτρα τσίμπησε την Χ., ξαδέρφη της μαμάς μου και αυτό το συμβάν είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις στα παιδικά μου μάτια γιατί το συζητούσαμε για χρόνια και με μεγάλη ένταση.
Ξαναγυρίζουμε στην ακτή. Ο μπαμπάς της Μελίνας καθόλου δεν φοβάται και την αφήνει να παίζει. Είναι μαυρισμένος από τον ήλιο και έχει τατουάζ στο μπράτσο του. Διαβάζει ένα βιβλίο και χαϊδεύει τον σκύλο του.
Δεν ρίχνει ματιές στην εξάχρονη Μελίνα, φαίνεται πως την εμπιστεύεται και την διδάσκει με τον τρόπο του, πως ο κόσμος είναι μια υπόθεση που μόνη της θα κατακτήσει.
Η Μελίνα συνεχίζει να παίζει αμέριμνα. Δεν το ξέρει ακόμα, αλλά όταν θα μεγαλώσει θα είναι ατρόμητη και ευτυχισμένη μέσα στην θάλασσα, στα μεγάλα δάση και στις σφιχτές αγκαλιές. Έτσι μου αρέσει να την σκέφτομαι.
Μικρό κοριτσάκι με το μελένιο όνομα, παίξε όσο πιο πολύ μπορείς. Παίξε και με τα «μη» και «πρέπει» που δεν μπορεί, κάπου θα τα συναντήσεις και εσύ.
Και μάθε να τα αναγνωρίζεις όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Χρησιμοποίησε τα σαν τις μέδουσες-γυαλιά. Άφησέ τα να αστράφτουν στα χέρια σου για όσο/ και αν δεις πως σου τοξινώνουν το χέρι σου, ριξτα στην άμμο να πάνε να χαθούν..



 29 του Αυγούστου του 2020.
Τα παιδάκια παίζουν στο νερό με τον άντρα.Τα ανεβάζει στους ώμους του, κάνουν βουτιές, φωνάζουν, πιτσιλάνε το ένα το άλλο, χαίρονται.
Χαίρεται και αυτός μαζί τους.
Η μητέρα τους κάθεται κάτω από την ομπρέλα. Φοράει κόκκινο μαγιώ, έχει μαύρα σγουρά μαλλιά και είναι ας πούμε στην δεύτερη νεότητά της. Νωρίτερα κολυμπούσε μαζί του στα βαθιά, και καθώς πλησιάζανε στην ακτή, τον φίλησε στο στόμα με αγάπη και του είπε «σ ευχαριστώ.»
Τώρα κάτι διαβάζει κάτω από την ομπρέλα και είναι πολύ αφοσιωμένη στις σελίδες που έχει μπροστά της,ενώ τα παιδιά και εκείνος παίζουν αμέριμνα και για ώρα πολλή στο διάφανο νερό.
Βγάζω το αυθαίρετο συμπέρασμα πως είναι ο σύντροφος και όχι ο πατέρας, και μάλλον έτσι είναι, γιατί τα παιδιά τον φωνάζουνε Γιώργο.
Ο Γιώργος είναι ψηλός και μαυρισμένος, έχει αρχή φαλάκρας και ωραίο χαμόγελο. Παίζει με τα παιδιά και χαίρεται η ψυχή του.
Τους κρυφοκοιτάζω και χαίρομαι και εγώ, αυτοί οι δύο, μοιάζουν με δώρο ο ένας για τον άλλον, και η ζωή δεν είναι και τόσο μεγάλη καριόλα τελικά.