Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Το τραγούδι της βροχής



Βρέχει έξω από το παράθυρο. Η βροχή πέφτει ήσυχη και πυκνή και είναι σα να τραγουδάει ένα τραγούδι που μοιάζει παραμύθι. Τόχουν ακούσει χιλιάδες άνθρωποι αυτό το τραγούδι μα κάθε φορά είναι και σαν καινούριο, σαν η βροχή κάθε φορά να λέει και μια άλλη ιστορία από τα μεγάλα ταξίδια της ανάμεσα σε γή και ουρανό, σε άνοιξη και χειμώνα. Οι άνθρωποι, λίγο στέκονται να το ακούσουν, τρέχουν συνήθως να προλάβουν. Τις δουλειές τους, τις σκοτούρες τους, τα ανικανοποίητά τους.

Έτσι και σήμερα η βροχή τραγουδάει .Μια ιστορία λέει για μια τυχαία συνάντηση, ενός άντρα και μιας γυναίκας που κάποτε αγαπήθηκαν και μετά χαθήκανε στα μονοπάτια που διαλέγει η ίδια η ζωή, γιατί ζωή είναι αυτή και κάνει όπως της αρέσει.

Σέργιος λέγεται εκείνος και κείνη Εύα. Ακούστε το τραγούδι τους…
                                                   *******

Τον Σέργιο τον ερωτεύτηκε την πρώτη μέρα που τον γνώρισε. Σε μια στιγμή, όπως γίνεται συχνά και σπάνια ταυτόχρονα, μια σπίθα άστραψε στον αέρα και στα μάτια του και από εκείνη την στιγμή δεν έπαψε να τον σκέφτεται. Τα φτιάξανε αμέσως και πέσανε και οι δύο με λαιμαργία σε τούτον τον έρωτα, να χορτάσουν την πείνα που τους χαρίστηκε. Εκείνη, ταξίδεψε με το κορμί του αγκαλιά  σε απάτητα μονοπάτια και κάθε φορά που γύριζε από εκεί, έλαμπε σαν ήλιος και το γέλιο της αντηχούσε από το ανοιχτό παράθυρο και κυλούσε γάργαρο σαν νεράκι στην πλατεία με τα περιστέρια και τις ανθισμένες νεραντζιές.
Σήμερα θέλει να ξεχνάει πως αυτός υπήρξε το μοναδικό της πάθος και η απόλυτη συγκίνηση. ¨Ένα ανύποπτο απόγευμα τον είδε να κάνει έρωτα σε μιαν άλλη και κάτι σαν  σκοτοδίνη την συνεπήρε μαζί με μια εσωτερική παγωνιά,  σαν να περπάταγε για ώρες ξυπόλυτη στο χιόνι. «Να εξαφανιστείς από την ζωή μου» του είπε όταν συνήλθε με μια νεκρική ηρεμία και του γύρισε την πλάτη.
 Πίσω στην φωλιά της έκλαψε με λύσσα και απογοήτευση. Όταν σταμάτησε να κλαίει, προγραμμάτισε ήσυχα την ζωή της. Εκεί όπου είχε σβήσει ο ερωτικός καημός, έζησε με τύχη, ηρεμία και  αγάπη. Πάντρεψε παιδιά, μεγάλωσε εγγόνια .Κάπου-κάπου τον θυμότανε σαν μια αστραπή που την ξάφνιαζε και χανόταν αμέσως. Μια πικρή αηδία ένοιωθε να την κυριεύει. Όταν αναγνώριζε την σιλουέττα του από μακριά άλλαζε δρόμο και σώπαινε βιαστικά  το χτυποκάρδι μέσα της. Πέρασαν χρόνια πολλά έτσι…
 Εκείνο το πρωί βγήκε όπως κάθε Κυριακή για τον πρωϊνό της περίπατο και ρίχνοντας μια ματιά στις εφημερίδες που κρέμονταν στο περίπτερο ετοιμάστηκε να περάσει απέναντι .Τότε, τον είδε ξαφνικά να έρχεται καταπάνω της  και της κόπηκε η ανάσα. Δεν πρόλαβε ν αντιδράσει. Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε ζεστά μες στις δύο παλάμες του, «Εύα, τι κάνεις;» την κοίταξε μέσα στα μάτια. Πόσο πολύ χαίρομαι να σε ξαναβλέπω…»
 Μια σαΐτα διαπέρασε την καρδιά της και το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπο. «Δεν άλλαξε καθόλου»,σκέφτηκε, «το ίδιο αίνιγμα στο χαμόγελό του εκείνο που με κυρίευε τότε και όσο και αν το ξέχασα εξακολουθεί να με μαγνητίζει…»
Πρόσεξε πως τα χέρια του τρέμανε. Καμώθηκε την ήρεμη, κατανικώντας την θύελλα εντός της. «Είμαι καλά, και σύ; Τι έκανες, παντρεύτηκες, ή μια από τα ίδια;» απάντησε με  μια αιχμηρή  ερώτηση.
«Θέλω το τηλέφωνό σου, να τα πούμε, δεν σε χορταίνω εδώ, στην μέση του δρόμου μες στο κρύο». Της χάιδεψε το μάγουλο με τρυφερότητα. Τα πάντα γύρω της είχανε εξαϋλωθεί και η ίδια ένοιωθε να αιωρείται σε μία ομίχλη του τίποτα. Τίποτα δεν άλλαξε, τίποτα δεν έχει σημασία, τίποτα δεν υπάρχει γύρω μας…
Παρ’ όλα αυτά αντέδρασε, «όχι, δεν μπορώ να σου το δώσω, είναι αδύνατον», απάντησε βίαια. «Καλά, πάρε τότε το δικό μου», της έβαλε μέσα στην χούφτα ένα χαρτάκι. Το πήρε και ήθελε να τρέξει μα τα πόδια της μείνανε καρφωμένα. Χαμογέλασε αμήχανα. «Θα φύγω τώρα του ανακοίνωσε». Εκείνος κατέβασε τα μάτια του και με το ένα του πόδι έκανε κύκλους στο πεζοδρόμιο. Της άφησε το χέρι και εκείνη σαν να συνήλθε. Ανακουφισμένη ένοιωθε να ξαναγυρίζει  στο πρωϊνό της Κυριακής ,της δικής της Κυριακής και αναστέναξε. Του κούνησε το χέρι σε μια χειρονομία χαιρετισμού. Την ώρα που γύριζε την πλάτη της άκουσε την φωνή του, « Νομίζω πως ακόμα σ αγαπάω ρε Εύα »…
Γύρισε σπίτι της τρέμοντας σαν από πυρετό. Είχε πάρει και χιόνιζε στην επιστροφή και το χαρτάκι στην χούφτα της είχε τσαλακωθεί. Το άνοιξε και το κοίταζε ώρα. «Εγώ δεν  σ αγαπώ», θύμωσε ξαφνικά. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο αναβόσβηνε στην γωνία. Θυμήθηκε το δέντρο που στολίζανε μαζί. Άσπρο ήτανε, με ασημένιες μπάλες και ήτανε το πιο όμορφο της ζωής της…

[ Στην "Εύα",μία από της ηρωίδες της ζωής μου.]

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Καλά Χριστούγεννα




Τα μικρά επίχρυσα βελανίδια,
τα στολίδια,
ξαναγίνανε λαμπερά μ’ ένα χάδι
απ’ το πανί που μαζεύει τη σκόνη.
Μυρωδιά κλεισούρας,
Μνήμες και λάμψη χρόνο με χρόνο
ξεθωριάζουν και ξεθωριάζουν και ξεθωριάζουν
ρεφρέν που σβήνει σε κάθε επανάληψη.

Στις γρατζουνιές τους, ζωγραφισμένη
Δεκέμβρη το Δεκέμβρη,
Μια σύντομη ιστορία ζωής,
Απ’ εκείνα που δεν θα ξαναδούμε,
με μάτια αθώα παιδιού.
Τα φωτάκια να μοιάζουν μ' αστέρια
Τα ζώα της φάτνης ν’ ανασαίνουν
Θαμπώνοντας με χνώτο τα τζάμια,
Την αμηχανία
για την περίπλοκη ζωή των μεγάλων,
Τα μαλλιά μας χωρίς γκρίζο,
Τη φιγούρα και τις χειρονομίες,
Εκείνων που η απουσία τους πονάει
τέτοιες μέρες περισσότερο.

Σαν παραμύθι χρόνο το χρόνο
μέσα στην εποχή των παραμυθιών
κάθε χριστουγεννιάτικο δέντρο
θυμίζει πώς η ανία τρύπωσε παντού,
από τις χαραμάδες του χρόνου,
την κούραση από τόσες συναντήσεις,
τους πολλούς λογαριασμούς
που μένουν πάντα σ’ εκκρεμότητα,
τους φίλους που ξέφτισαν,
τα λαμπάκια που πιά δεν μοιάζουν αστέρια,
και κάποτε τη πικρή έκπληξη
ότι είμαστε μεγάλοι και νικημένοι,
και το μέλλον μπορεί να λέει «κρίμα»
στους νικημένους
μα δεν τους συγχωρεί.

Πήρα στο χέρι τ’ αστέρι που κάνω ευχές
- λιγότερες κάθε φορά -
μόνο και μόνο να ξανανιώσω
την ψευδαίσθηση της γιορτής.
Καλοδεχούμενη μα πάντα φευγαλέα
όπως όλα στη ζωή είναι φευγαλέα
Σαν τις ίδιες παλιές ελπίδες
που πάντα φαίνονται καινούργιες.
Ευχήθηκα να ελαφρύνει η καρδιά μου
για να μπορέσω να ξαναδώ με μάτια παιδιού
Τα λαμπιόνια του δένδρου
Να τρεμοσβήνουν σαν αστέρια
Τα αγγελάκια και τα ζώα της φάτνης
Να μου γνέφουν να παίξω μαζί τους. ...

Θοδωρής Βουτσάς