Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Christmas Days




Φυσάει. Τα πεσμένα φύλλα στους δρόμους χορεύουν έναν τρελό χορό. Στην καρδιά του χειμώνα, οι άνθρωποι της πόλης περπατούν βιαστικά· έχουν σηκωμένους τους γιακάδες και βαθειά χωμένα τα χέρια στις τσέπες τους. Μεθαύριο είναι  Χριστούγεννα.

Απόψε, θα αποκοιμηθούν παρέα με  την μυρωδιά της άχνης και τις πολύχρωμες λάμψεις από τα  χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια που θα τους ζωηρεύουν τα όνειρα. Οι πιο τυχεροί θα ακούσουν την νύχτα τα κάλαντα και τα μάτια τους θα γυαλίσουν από νοσταλγία· θα επιθυμήσουν βαθειά να ξανανιώσουν παιδιά και να ενώσουν τις ανάσες τους με εκείνες των φίλων τους με τα κόκκινα μάγουλα και τις παγωμένες παλάμες.

Ύστερα θα γυρίσουν πλευρό και θα ακούσουν τους καλικάντζαρους να τους ροκανίζουν την σκέψη. Θα τους πιάσουν τότε απ’ την ουρά και θα τους κεράσουν δίπλες και μελομακάρονα για να τους γλυκάνουν και σε τούτη την  παρακμή του φανταστικού θα θελήσουν να εδραιώσουν μια νέα ουτοπία. Πως θα ξυπνήσουν τάχα το πρωί και θα τους συμβαίνουν μονάχα όμορφα πράγματα, πως όλα τα άσχημα θα εξαφανιστούν χωρίς ν αφήσουν ίχνη πίσω τους και πως μέσα σ αυτήν την γλυκειά αυτάρκεια, τις νύχτες δεν θα δυσκολεύονται πια να κοιμηθούν.

Το πρωί με βαθιές ανάσες θα  ποτίσουν την ψυχή τους γιορτή και καθόλου, ούτε στο ελάχιστο δεν θα νοιώθουν πως έχουν κάνει λάθος. 

Καλά Χριστούγεννα…

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Ωδή σε κάτι που ήταν κάποτε ζωντανό και τώρα έσβησε.




Δεν ξέρω πως ν αρχίσω. Θυμάμαι μόνο. Τον καινούργιο καφέ που μύριζε όμορφα και αλλιώτικα. Δύο κουταλάκια ζάχαρη, ένα καφέ. Λίγο ζεστό νερό και χτύπημα με το χέρι έως ότου γίνει κρέμα. Νεσκαφέ με γάλα. Νέες συνήθειες που εντυπωσιάσανε και καθιερώθηκαν αμέσως. Στα στρογγυλά τραπέζια του με τις αναπαυτικές καρώ καρέκλες του, ή στους μεγάλους καναπέδες στο βάθος με την απίστευτη θέα στην λίμνη και στα σκουροπράσινα πεύκα.

Ζεστή ατμόσφαιρα και μεγάλες παρέες μαθητών. Γέλια. Αγόρια και κορίτσια, ανίδεα παιδιά, ρουφάνε μαζί με τον καφέ ό,τι υπάρχει εδώ από την ζωή. Μουσικές, βιβλία, συζητήσεις, σχέδια. Ντροπαλά αγγίγματα, ακροδάχτυλα που καίνε και κατακόκκινα μάγουλα. Κορίτσια με άσπρους γιακάδες και μπλέ ποδιές. Αγόρια με σπυράκια στο μέτωπο και ιδρωμένες παλάμες. Τα νιάτα του τότε της μικρής μας πόλης, τους κρύους και μεγάλους χειμώνες στην θαλπωρή του  πνευματικού τους  κέντρου συνωστίζονται, και  ονειρεύονται την δική τους άνοιξή.

Μα καθώς  «τα πάντα ρει», νόμος αναπότρεπτος λέει, έτσι και το κτίριο που στέγαζε το πνευματικό μας κέντρο, το από χρόνια νεκρό, εξαφανίστηκε κομμάτι-κομμάτι και από την πόλη και από τα μάτια μας μέσα σε ένα φθινόπωρο. Μείναμε να πενθούμε σιωπηλά λίγοι ή πολλοί, θαμώνες μιας ανεπίστρεπτης εποχής, κοιτώντας μέσα απ΄ την ομίχλη τα σκουροπράσινα πεύκα στο βάθος που ευτυχώς είναι ακόμα εκεί







Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Ο ενδέκατος μήνας


Ο Νοέμβρης, ο μήνας που βρίσκεται στο κατώφλι του χειμώνα, μοιάζει ανεξάρτητος, θυμωμένος και πεισματάρης, κρύβει τα ωραία του χρώματα με κουρτίνες ομίχλης και αρνείται να ομολογήσει πως τον ενοχλεί που δεν είναι όλα δικά του. Θα του περάσει η οργή με το πρώτο χιόνι που θα πέσει πάνω στην πόλη· τότε θα γαληνέψει· και ήσυχα- ήσυχα θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Φθινόπωρο στο δάσος


Στο δάσος έχει φθινόπωρο, άφθονο και υπέροχο. Χαίρεσαι να το βλέπεις και να το ανασαίνεις. Η μυρωδιά  του έχει μέσα όλο το καλοκαίρι που τέλειωσε. Είναι γραμμένο στα ξερά φύλλα που πέφτουν και στα γυμνά κλαδιά των δέντρων το μυστικό. Σαν φυσάει ο άνεμος, λέξεις χορεύουν στον αέρα και ομολογούν ένα αέναο πήγαιν’ έλα, ένα τέλος και μια αρχή, την ζωή την ίδια που βηματίζει και σκοντάφτει, έτσι ν απλώσεις το χέρι σου πιάνεις χορό αρχέγονο μαζί τους, χάνεις και χάνεσαι στις νότες της αρχαίας και παράξενης μουσικής τους…

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Σεπτέμβριος





Ο Αύγουστος φεύγοντας μας δώρισε  γενναιόδωρα μερικές από τις πιο όμορφες μέρες του χρόνου. Ξαφνικά ο ήλιος γλύκανε και άρχισε να χύνει φως χρυσό και φωτεινό και οι αχτίδες του, χαϊδεύουν τα μαλλιά, το δέρμα και το πρόσωπο. Τα χρώματα λες και  ξυπνήσανε απ’  την καλοκαιρινή τους ραστώνη, τινάξανε την καυτή σκόνη  από πάνω τους και βάλθηκαν  να μας ξαφνιάζουν, παιχνιδίζοντας  κάτω από έναν  ουρανό που μοιάζει με τρυφερό παιδικό σιέλ χαμόγελο.

Ο Σεπτέμβρης μπήκε και κείνος καλοδιάθετος. Ξαφνικά θυμηθήκαμε συναισθήματα ξεχασμένα· χαιρόμαστε χωρίς εμφανή λόγο και χαμογελάμε ευτυχισμένα, «καλό μήνα» ευχόμαστε και η ευχή, σαν κάποτε, βγαίνει απ’ το φυλλοκάρδι μας μέσα, χωρίς δισταγμό και φόβο κανένα. Μόνο οι ακρογιαλιές και οι θάλασσες απέμειναν να μας γνέφουν  και να μεταμορφώνονται σε  μια ανάμνηση, όμορφη και νοσταλγική, γεμάτη γλυκό φως και  ήρεμη επιθυμία..

Photo: Τάνια Κολέσκα

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

Γράμμα σε έναν φίλο.


"Σε σκέφτομαι συχνά. Αν νομίζεις πως δεν υπάρχεις πια, πλανάσαι πλάνη οικτρά. Μερικοί άνθρωποι δεν χάνονται, το ξέρεις, και ας μην το πίστεψες ποτέ.

 Προχθές πήγα στην θάλασσα, εκεί όπου συναντηθήκαμε εκείνο το καλοκαίρι. Θυμάσαι που ψάχναμε φαρμακείο στα στενά δρομάκια του Λιτόχωρου και γελούσαμε με την ατυχία του να πάθω λουμπάγκο; Εσύ δηλαδή δεν γελούσες, έλαμπες από κάτι σαν ικανοποίηση που με είχες επιτέλους του χεριού σου, αιχμάλωτη και ευάλωτη λόγω του πόνου  και της ανημπόριας μου να κινηθώ χωρίς την βοήθειά σου.

 Έκανε ζέστη και ήταν Αύγουστος. Ο Όλυμπος μύριζε και τότε ρίγανη και πικροδάφνη. Το πρωΐ, στο μικρό μπαλκονάκι του ξενοδοχείου της πλατείας, ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων του καφενείου · πίνανε καφέ και λέγανε τα νέα της νύχτας. Με περίμενες να ξυπνήσω και να κατέβω για πρωϊνό. Το βλέμμα σου είχε την γλύκα των καλών ανθρώπων που σου συγχωρούν τα πάντα επειδή σ αγαπούν.   

 «Μπορεί αυτό που μας ενώνει να μην λέγεται έρωτας, αλλά σκέψου, ίσως να λέγεται αγάπη» τόλμησες.

 Σε κοίταξα στα μάτια και γέλασα. Το γέλιο μου δεν η απάντηση που ήθελες, αλλά το δέχτηκες σαν νεράκι δροσερό. Όταν επιθυμούμε, κλείνουμε  τα μάτια στο προφανές και με μια  διάθεση που μοιάζει  μεθυσμένη, αρνούμαστε την απόδειξη, πολλά-πολλά δεν μας χρειάζονται τώρα.. Ένοχοι και αθώοι μαζί απέναντι στην αλήθεια, απολαμβάνουμε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας, μιας και  αγνοούμε ηθελημένα εκείνο που μας περιμένει στην άκρη του τούνελ, μπροστά στο δυνατό φως.

Ήτανε πάλι καλοκαίρι όταν έφυγες. Άνοιξες την μεγάλη πόρτα και πήδηξες στο κενό ελπίζοντας πως θα σωθείς. Δεν σε ξαναείδαμε ποτέ, μόνο μείναμε θλιμμένοι και αμήχανοι, όλοι όσοι γευτήκαμε την παρουσία σου να μαζεύουμε τα ψίχουλα και να τσακωνόμαστε σαν τα σπουργίτια στο περβάζι του παραθύρου σου. Και τώρα που έχουν αλλάξει όλα και χάθηκε πια κάθε θυμός, αλλάξαμε δρόμους φοβούμενοι μη διασταυρωθούν οι ματιές μας, λες και διαβάσαμε την τελευταία σελίδα του βιβλίου  και αυτό που είδαμε μας γέμισε με πίκρα.."


Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Το φόρεμα της θάλασσας.



Το ξεθωριασμένο φόρεμα στο σύρμα με τα μανταλάκια έχει καταχωνιασμένα στις ίνες του πολλά καλοκαίρια. Μοιάζει με την άμμο της ακρογιαλιάς·  σβήνει τα ίχνη απ΄ τις πατούσες που περπάτησαν το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά εκείνα παρόλα αυτά είναι εκεί, θαμμένα κάτω απ την λεία, φετινή της επιφάνεια.

 Κάποτε είχε χρώμα γκριζογάλανο και σκούρο σαν την θυμωμένη θάλασσα, σιγά-σιγά και καλοκαίρι-καλοκαίρι, απέμεινε  ξεθωριασμένο γκρίζο με μια υποψία διάφανου γαλάζιου, μια ήρεμη νοσταλγία περασμένων καιρών.

Κανείς δεν θυμάται την ηλικία του, κάπως αστείο είναι αυτό, έχουν ηλικία τα φορέματα; Βλέμματα και ήλιο, ιδρώτα καλοκαιρινό και αρμύρα της θάλασσας εκεί που ακουμπάει το μαγιώ, χάδι κλεφτό στον μηρό και συνένοχο χαμόγελο, έναν λεκέ από ζουμερό ροδάκινο, μυρωδιά από κόπερτον, γέλια και χάχανα, αυτά ναι αυτά τα έχει, καρφιτσωμένα σαν παράσημα επάνω του.

 Έχει και άλλα πολλά. Μυρωδιά μελιτζάνας και κρέμας μπεσαμέλ, λίγο αίμα που έτρεξε από το αγκάθι της τριανταφυλλιάς, νερά στο τσιμέντο της καλοκαιρινής αυλίτσας καθώς την δροσίζει κάποιος το απομεσήμερο, μυρωδιά ρίγανης, δάσους και πικροδάφνης, μια κοριτσίστικη αγκαλιά, όλα τα έχει και έχει και κάτι ακόμα· μικρές αόρατες σταγονίτσες ευτυχίας…

(αφιερωμένο στην Ξ. και στην αυλίτσα του Λιτόχωρου)

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Κάτι ξεχασμένες γεύσεις


[..] θα μυρίζει καλοκαίρι και θα κάθεσαι στο τραπεζάκι,καθόλου δεν θα σε πειράζει που θάναι πλαστικό,αφού απο πάνω θάχει μια κληματαριά να κρύβει τον ήλιο.Και συ θα μισοκλείνεις τα μάτια σου,γιατί θα σε τυφλώνει η αντηλιά απ τον ασπρισμένο τοίχο απέναντι. Πρωί θάναι και θα μυρίζει θάλασσα κάπου μακρυά. Οι άλλοι δεν θαχουνε ξυπνήσει ακόμα,μόνο ο Χρυσόστομοςπου έχει γίνει ένα με το περιβόλι,θα ακουμπήσει με περηφάνεια μπροστά σου, έναν κουβά από κείνους τους τσίγκινους, γεμάτο καΐσια που μόλις τα μάζεψε απ το δέντρο και τότε όλες οι άλλες μυρωδιές θα σβήσουν και μόνο μία θα υπάρχει ,αυτή η εξαίσια μυρωδιά και γεύση του ώριμου φρούτου που τρώγεται καθώς του ταιριάζει,φρεσκοκομμένου και ευωδιαστού,κάτω απ τον ίσκιο της κληματαριάς σε ένα χωριό της Χαλκιδικής ένα ξεχασμένο καλοκαίρι κοντά,μα όχι δίπλα στην θάλασσα...

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Χρώματος ασπρόμαυρου και φωτεινού

 


Αγαπούσα κάποτε ένα αγόρι. Είχε μελένια χαμογελαστά μάτια και σγουρά μαύρα μαλλιά. Περπατούσαμε στην εξοχή χέρι - χέρι, ρωτούσαμε τις μαργαρίτες «μ αγαπάς - σ αγαπώ», βλέπαμε απαγορευμένο σινεμά  (όλα  τα  φιλμ τότε ήτανε απαγορευμένα από την εξουσία του σχολείου), φιλιόμασταν κρυφά και αχόρταγα στο στόμα, γελούσαμε δυνατά, ζούσαμε σαν  ευτυχισμένα πουλιά.

Σαν  άνοιξη τον θυμάμαι εκείνον τον έρωτα που παρέμεινε στην μνήμη μου αθώος, αμόλυντος  και τρυφερός,  γιατί  ακριβώς ξεχάστηκε σαν παιδί στο λιβάδι να μαζεύει μαργαρίτες, κάπου εκεί πριν το μεγάλο ξέφωτο της ζωής. 


Ευτυχώς που παρέμεινε  εκεί·συχνά αναρωτιέμαι τι θα του συνέβαινε στο μεγάλο μαγκανοπήγαδο, αν θα τα κατάφερνε, αν θα ξεπερνούσε θέλω, μπορώ, επιθυμώ, βαριέμαι, πλήττω, φοβάμαι, αν θα γινότανε φιλία ή (στην καλύτερη) αδιαφορία και  (στην χειρότερη) μίσος. Τον έχω εκεί στις αναμνήσεις μου και τον κανακεύω, σαν στολίδι χρώματος ασπρόμαυρου και φωτεινού, από εκείνα που μόνο στην χώρα του ανέφικτου κατοικούν και τίποτα δεν περιμένουν..

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Η άνοιξη μέσα μας

 






«Εδώ είναι ο δρόμος των καλών ανθρώπων», άκουσα  μια φωνή πίσω μου. Μόλις είχα μαζέψει την φωτογραφική μου μηχανή  και έμπαινα στο αυτοκίνητο.

 Γύρισα ξαφνιασμένη· ένας  άντρας μέσης ηλικίας μου χαμογελούσε. Είχε προχωρημένη φαλάκρα και θα έπαιρνα όρκο πως μύριζε ολόκληρος καπνό, μια μυρωδιά  κολλημένη επάνω του από πάντα. Στα χέρια του κρατούσε μια πλαστική σακούλα σούπερ μάρκετ.

 Χαμογέλασα ξαφνιασμένα και λιγάκι αμήχανα. «Εδώ μένετε»; ξαναρώτησε.
 « Όχι ,όχι σε αυτήν την γειτονιά»,  απάντησα συμμετέχοντας σε ό,τι ο άγνωστός μου άντρας είχε ξεκινήσει. «Εσείς»;  ρώτησα με την σειρά μου.
 
« Ά, εγώ μένω στο τέλος της ανηφόρας» (κάτι σαν κατσούφιασμα φάνηκε στο πρόσωπό του και το σώμα του μου φάνηκε σαν  να έγειρε λίγο προς τα εμπρός).

«Θέλετε να σας ανεβάσω»; προσφέρθηκα αυθόρμητα.

« Αν δεν σας κάνει κόπο και δεν σας βγάζω από τον δρόμο σας ναι», μου χαμογέλασε με ανακούφιση.

Μπήκε στο αυτοκίνητο. Είχα κάνει λάθος δεν μύριζε καπνό, καμιά οσμή δεν ενόχλησε την ντελικάτη μου όσφρηση.

«Είσαστε και ομορφούλα», είπε σχεδόν ντροπαλά. «Έχει γούστο να μου την πέφτει», σκέφτηκα καθώς τον άκουσα να συνεχίζει « ..και εγώ, αναστατώνομαι με τις κοπέλες, να τις προάλλες  μια  γυναικεία φωνή κατά λάθος  με πήρε τηλέφωνο  και για πολλές μέρες σκεφτόμουνα την κοριτσίστικη φωνή της».

Γέλασα δυνατά. Όσα έλεγε και κυρίως όπως τα έλεγε είχανε μία αθωότητα ανακατεμένη με ένα ελάχιστο θράσος, τόσο  όσο χρειαζότανε για να μην ενοχλείται κανείς και στην προκειμένη περίπτωση  εγώ.


«Δεν πειράζει», του απάντησα, «είναι εντελώς ανθρώπινα όσα λέτε και τα βρίσκω και αρκετά  χαριτωμένα».

Δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε ν' απαντήσει. «Φτάσαμε, εδώ κατεβαίνω», άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, «ευχαριστώ πολύ, να χαίρεστε την ζωή σας» με κοίταξε βαθειά στα μάτια και μου χαμογέλασε.

Λίγο πριν ξεκινήσω μου χτύπησε το τζάμι· «κοιτάξτε, κοιτάξτε τι όμορφα που έχει ανθίσει η αμυγδαλιά, δεν είναι η πιο όμορφη ετούτη η άνοιξη;»


(Στον αναγνώστη που με διαβάζει, χαίρεται και δεν σχολιάζει ποτέ. Αφιερωμένο.)

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η Μπουμπούνα της Αποκριάς



Δεν είναι που δεν πήγε και φέτος στην μπουμπούνα. Είναι που δεν ήθελε να πάει και το κυριότερο, που δεν την πείραξε καθόλου. Η  βροχή και το κρύο φάνταξαν σαν αφελείς δικαιολογίες. Μέσα της το ήξερε καλά πως αν κάτι το ήθελε πολύ θα κινούσε βουνά για να το συναντήσει.
Κάτι σαν ελάχιστη τύψη, σαν χλιαρή υποχρέωση προς τις χιλιάδες μπουμπούνες της ζωής της που ανάψανε μπροστά στα μάτια της και ζεστάνανε τα μάγουλά της, την κάνανε αργότερα (και όταν όλα είχαν τελειώσει) να ανηφορίσει τα σκαλιά μες στο σκοτάδι και το υγρό κρύο και να βεβαιωθεί πως η φωτιά είχε σβήσει ολότελα και πως κανείς δεν βρισκότανε πια στην σκοτεινή πλατεία.

Τότε ένοιωσε κάτι σαν ανακούφιση· κανείς και τίποτα δεν θα την ανάγκαζε να παραμείνει εκεί, κανείς δεν θα έβλεπε στα μάτια της το οριστικό τέλος πολλών «πραγμάτων» (ένα εκ των οποίων υπήρξε και η χαρά της μπουμπούνας) και πως κανείς, ούτε και εκείνη, δεν θα μάθαινε ποτέ ποια  ήταν  εκείνη η στιγμή  που όλα αυτά τα αγαπημένα άλλοτε «πράγματα» πάψανε να είναι απαραίτητα και σβήσανε σιγά-σιγά  απ’ την ψυχή της  όπως ακριβώς έσβησε και η φωτιά της πλατείας…

Αφιερωμένο στον @φίλο μου τον Τσαλαπετεινό,  και τις Παλιαπούλες του.