(αυτό το παραμύθι το έγραψε η φίλη της καρδιάς μου Καλλιόπη,σαν δώρο για την γιορτή μου·την ευχαριστώ και την αγαπώ...πολύ!)
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια κοπέλα πολύ όμορφη. Η ομορφιά της ήταν ξακουστή σε όλο το Βασίλειο της Καστοριάς και το όνομά της έκρυβε την πιο σπάνια μυρωδιά, την έλεγαν Αρμπαρόριζα!Οι γονείς της την αγαπούσαν πολύ, μα ανησυχούσαν γιατί η Αρμπαρόριζα δεν έμοιαζε με τα άλλα κορίτσια, ήταν ατίθαση. Της άρεσε να είναι κάθε μέρα έξω και να παίζει στα νερά του ποταμού, να κυνηγάει κάμπιες και ελάφια και να ανακαλύπτει φωλίτσες χελιδονιών!
«Κόρη μας, -της έλεγαν οι γονείς της- έτσι όπως κάνεις, κανείς δεν θα σε θέλει για γυναίκα του! Πρέπει να μάθεις κέντημα και μαγειρική, να μάθεις με τους δασκάλους σου την Ανωτάτη Διπλωματική!»
Η Αρμπαρόριζα, όμως , δεν νοιαζόταν για όλα αυτά. Ήθελε να είναι κοντά στον ήλιο και να τρέχει μαζί με τα σύννεφα.
Τα χρόνια πέρασαν σα νεράκι και η μικρή Αρμπαρόριζα είχε πλέον φουντώσει για τα καλά! Τα κάλλη της δεν μπορούσαν να μείνουν απαρατήρητα από κανένα βασιλόπουλο στο βασίλειο, όμως κανείς δεν τόλμαγε να την πλησιάσει γιατί ήταν πολύ ελεύθερη και τη φοβόντουσαν .
«Κόρη μας -της ξαναείπαν οι γονείς της μια μέρα- ήρθες σε ηλικία γάμου, το βασίλειό μας χρειάζεται διάδοχο, δεν γίνεται να μείνεις άλλο ανύπανδρη.»
Οι πιέσεις ήταν τόσο μεγάλες που η Αρμπαρόριζα έτρεξε στο αγαπημένο της ποτάμι και για πρώτη φορά στη ζωή της έβαλλε τα κλάματα. Ένα με το γάργαρο νεράκι του ποταμού έγιναν τα δάκρυά της!
-Επ! Τι γίνεται εδώ; Ποιός με βρέχει; ακούστηκε μια φωνή.
-Ποιός μίλησε; η Αρμπαρόριζα ρώτησε τρομαγμένη.-Εγώ, ο Ποταμός! Αρκετή υγρασία έχω, γιατί με βρέχεις; μμμ... μιαμμμ... και μάλιστα με αλμυρό νερό! Μήπως σε λένε Θάλασσα;
-Όχι, όχι! Αρμπαρόριζα με λένε! Δάκρυα πέσανε στο νεράκι σου Ποταμέ μου, κατά λάθος! Συγγνώμη!
-Μμμμ!!! Για σκύψε λίγο να δω το προσωπάκι σου!
Η Αρμπαρόριζα έσκυψε και το πρόσωπό της καθρεφτίστηκε στα καθαρά νερά του Ποταμού.
-Ω! Ω! ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ ΚΟΠΕΛΑ!ΒΡΕ, ΒΡΕ,ΒΡΕ! Σε θυμάμαι, χρόνια τώρα έρχεσαι εδώ και παίζεις! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, γιατί τόσο κλάμα;
-Θέλουν να με παντρέψουν!
-Πολύ όμορφα! Δεν χαίρεσαι; Θα κάνεις παιδάκια και θα έχεις κάποιον δίπλα σου που θα σε αγαπάει!
-Δεν μπορώ να χαρώ Ποταμέ μου γιατί δεν έχω αγαπήσει μέχρι σήμερα κανέναν, δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Πώς θα γίνω ευτυχισμένη αν δεν αγαπήσω;
-Μα και βέβαια έχεις αγαπήσει!
-Έχω;
-Μα ναι! Αγαπάς τα λουλούδια, τα ζώα, τη φύση! Αγαπάς τα πουλάκια, το νερό μου, τα δένδρα! Αγαπάς το γέλιο και την ανεμελιά! Αγαπάς το τραγούδι και τα σύννεφα! Χρόνια σε παρακολουθώ που τρέχεις πλάι μου και χοροπηδάς μαζί με τα ελαφάκια.
-Ναι, Ποταμέ μου, με τι τρόπο να επιλέξω σύντροφο; Οι γονείς μου θέλουν να κάνουν ένα χορό και να καλέσουν όλα τα βασιλόπουλα της Καστοριάς ,ώστε να επιλέξω σύζυγο… πώς; Αφού δεν έχω αγαπήσει κανέναν! Πώς θα ξέρω αν η επιλογή μου θα είναι σωστή;
-Αρμπαρόριζα! Συγκεντρώσου! Θα επιλέξεις ένα Σύντροφο που θα Αγαπάει τα ίδια με σένα και να είσαι σίγουρη θα γίνεις πολύ ευτυχισμένη!
- Μα κανένα βασιλόπουλο δεν με θέλει! Δεν έμαθα κέντημα και μαγειρική ,ούτε Διπλωματική!
-Τότε να είσαι σίγουρη ότι θα επιλέξεις ακόμη πιο σωστά!!!
Είπε ο Ποταμός και χάθηκε στα γάργαρα νερά του!
Το παλάτι λουζόταν από φως. Οι μάγειρες και οι μαγείρισσες είχαν γεμίσει τα τραπέζια με τα πιο πλούσια φαγητά: Πάπιες ψητές με σάλτσα πορτοκάλι, αγριογούρουνα με δαμάσκηνα, μήλα με κανέλλα, πατέ σολωμού, εστραγκόν με μύδια, πουρές από καρότα, πέστροφες με μαγιονέζα, ελάφια, γαλοπούλες, στρουθοκάμηλοι και κοτόπουλα, κρασί κόκκινο και άσπρο από τις πιο εκλεκτές ποικιλίες και φρούτα όλων των ειδών και εποχών!
Όλος ο καλός κόσμος είχε δώσει το παρόν και δοκίμαζε τα πλούσια εδέσματα. Η Αρμπαρόριζα ,όμως, ήταν πολύ θλιμμένη. Παρατηρούσε τα βασιλόπουλα να κοιτάζουν τα φαγητά και να χαριεντίζονται με τις κυρίες των τιμών. Κανένα βασιλόπουλο δεν της άρεσε, και η θλίψη της γινόταν ακόμη πιο μεγάλη, όσο πλησίαζε η ώρα για τον χορό.
«Κόρη μας, -είπαν οι γονείς της- σε λίγο πρέπει να ανοίξεις το χορό! Πρέπει να διαλέξεις!»
Η Αρμπαρόριζα σηκώθηκε απότομα όρθια και φώναξε στην γεμάτη από κόσμο αίθουσα:
-ΟΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΦΕΡΕΙ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ ΜΟΥ ΘΑ ΧΟΡΕΨΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ!!!
ΕΧΕΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ!
Η μητέρα της στο άκουσμα της παράξενης απαίτησης λιποθύμησε και ο βασιλιάς πατέρας της σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, απελπισμένος!
Η αίθουσα άρχισε σιγά σιγά να αδειάζει, όπως είχαν και τα πιάτα γίνει καθρέπτης από τις τόσες ακρίδες στο παλάτι!
Κανείς δεν ήθελε την Αρμπαρόριζα για γυναίκα του και ψίθυροι ακουγόντουσαν ότι σίγουρα πάσχει από μια σπάνια ασθένεια…
Σχεδόν είχε αδειάσει η μεγάλη σάλα, όταν ξαφνικά ένα παλικάρι ακούστηκε να λέει:
-Βασιλοπούλα μου, τα μαλλιά σου είναι τα πιο όμορφα που υπάρχουν και γνωρίζω ένα λουλούδι που φυτρώνει σε κάθε αυλή και μπαλκόνι και έχει το δικό σου άρωμα, μα αν το κόψω θα χάσει την ομορφιά του. Μπορώ όμως να στο δείξω!
-Ωραία! πού είναι;
-Κάτω από το μπαλκόνι σου! Είναι ένα πράσινο φυτό που βγάζει όμορφα λιλά λουλουδάκια και κάθε που το ποτίζω ένα υπέροχο άρωμα αναδεύεται στην ατμόσφαιρα και τραγουδάει με τα μαλλιά σου!
Η βασιλοπούλα έτρεξε αμέσως να το δει. Κούνησε λίγο τα πράσινα φύλλα του και ένα υπέροχο άρωμα ελευθερώθηκε!
-Μα ποιό βασιλόπουλο είσαι εσύ; ρώτησε η Αρμπαρόριζα το παλικάρι.
-Είμαι ο κηπουρός σας!
Η Αρμπαρόριζα τον κοίταξε γεμάτη αγάπη και θυμήθηκε τα λόγια του Ποταμού.
-Θέλεις να χορέψουμε;
Ο κηπουρός της άγγιξε το χέρι και πήγαν μαζί στη μεγάλη αίθουσα. Τα βιολιά άρχισαν να παίζουν το πιο μελωδικό βαλς, και οι δυο νέοι έλαμπαν από ευτυχία! Οι γονείς της Αρμπαρόριζας αγκαλιασμένοι τους κοίταζαν με ικανοποίηση.
Στο γάμο τους παντού υπήρχαν ανθάκια του αρωματικού φυτού, που πήρε το όνομα της βασιλοπούλας και από τότε όλοι το έλεγαν Αρμπαρόριζα!
Η βασιλοπούλα, μάλιστα, για να ευχαριστήσει τον Ποταμό πήγε πολλές ρίζες αρμπαρόριζας και τις φύτεψε στην όχθη του!
Ο κηπουρός τη φρόντιζε σαν τα μάτια του τη βασιλοπούλα και έτσι ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑΑΑΑΑΑΑ!
Όλα αυτά έγιναν μια φορά κι ένα καιρό…
«Κόρη μας, -της έλεγαν οι γονείς της- έτσι όπως κάνεις, κανείς δεν θα σε θέλει για γυναίκα του! Πρέπει να μάθεις κέντημα και μαγειρική, να μάθεις με τους δασκάλους σου την Ανωτάτη Διπλωματική!»
Η Αρμπαρόριζα, όμως , δεν νοιαζόταν για όλα αυτά. Ήθελε να είναι κοντά στον ήλιο και να τρέχει μαζί με τα σύννεφα.
Τα χρόνια πέρασαν σα νεράκι και η μικρή Αρμπαρόριζα είχε πλέον φουντώσει για τα καλά! Τα κάλλη της δεν μπορούσαν να μείνουν απαρατήρητα από κανένα βασιλόπουλο στο βασίλειο, όμως κανείς δεν τόλμαγε να την πλησιάσει γιατί ήταν πολύ ελεύθερη και τη φοβόντουσαν .
«Κόρη μας -της ξαναείπαν οι γονείς της μια μέρα- ήρθες σε ηλικία γάμου, το βασίλειό μας χρειάζεται διάδοχο, δεν γίνεται να μείνεις άλλο ανύπανδρη.»
Οι πιέσεις ήταν τόσο μεγάλες που η Αρμπαρόριζα έτρεξε στο αγαπημένο της ποτάμι και για πρώτη φορά στη ζωή της έβαλλε τα κλάματα. Ένα με το γάργαρο νεράκι του ποταμού έγιναν τα δάκρυά της!
-Επ! Τι γίνεται εδώ; Ποιός με βρέχει; ακούστηκε μια φωνή.
-Ποιός μίλησε; η Αρμπαρόριζα ρώτησε τρομαγμένη.-Εγώ, ο Ποταμός! Αρκετή υγρασία έχω, γιατί με βρέχεις; μμμ... μιαμμμ... και μάλιστα με αλμυρό νερό! Μήπως σε λένε Θάλασσα;
-Όχι, όχι! Αρμπαρόριζα με λένε! Δάκρυα πέσανε στο νεράκι σου Ποταμέ μου, κατά λάθος! Συγγνώμη!
-Μμμμ!!! Για σκύψε λίγο να δω το προσωπάκι σου!
Η Αρμπαρόριζα έσκυψε και το πρόσωπό της καθρεφτίστηκε στα καθαρά νερά του Ποταμού.
-Ω! Ω! ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΗ ΚΟΠΕΛΑ!ΒΡΕ, ΒΡΕ,ΒΡΕ! Σε θυμάμαι, χρόνια τώρα έρχεσαι εδώ και παίζεις! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, γιατί τόσο κλάμα;
-Θέλουν να με παντρέψουν!
-Πολύ όμορφα! Δεν χαίρεσαι; Θα κάνεις παιδάκια και θα έχεις κάποιον δίπλα σου που θα σε αγαπάει!
-Δεν μπορώ να χαρώ Ποταμέ μου γιατί δεν έχω αγαπήσει μέχρι σήμερα κανέναν, δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Πώς θα γίνω ευτυχισμένη αν δεν αγαπήσω;
-Μα και βέβαια έχεις αγαπήσει!
-Έχω;
-Μα ναι! Αγαπάς τα λουλούδια, τα ζώα, τη φύση! Αγαπάς τα πουλάκια, το νερό μου, τα δένδρα! Αγαπάς το γέλιο και την ανεμελιά! Αγαπάς το τραγούδι και τα σύννεφα! Χρόνια σε παρακολουθώ που τρέχεις πλάι μου και χοροπηδάς μαζί με τα ελαφάκια.
-Ναι, Ποταμέ μου, με τι τρόπο να επιλέξω σύντροφο; Οι γονείς μου θέλουν να κάνουν ένα χορό και να καλέσουν όλα τα βασιλόπουλα της Καστοριάς ,ώστε να επιλέξω σύζυγο… πώς; Αφού δεν έχω αγαπήσει κανέναν! Πώς θα ξέρω αν η επιλογή μου θα είναι σωστή;
-Αρμπαρόριζα! Συγκεντρώσου! Θα επιλέξεις ένα Σύντροφο που θα Αγαπάει τα ίδια με σένα και να είσαι σίγουρη θα γίνεις πολύ ευτυχισμένη!
- Μα κανένα βασιλόπουλο δεν με θέλει! Δεν έμαθα κέντημα και μαγειρική ,ούτε Διπλωματική!
-Τότε να είσαι σίγουρη ότι θα επιλέξεις ακόμη πιο σωστά!!!
Είπε ο Ποταμός και χάθηκε στα γάργαρα νερά του!
Το παλάτι λουζόταν από φως. Οι μάγειρες και οι μαγείρισσες είχαν γεμίσει τα τραπέζια με τα πιο πλούσια φαγητά: Πάπιες ψητές με σάλτσα πορτοκάλι, αγριογούρουνα με δαμάσκηνα, μήλα με κανέλλα, πατέ σολωμού, εστραγκόν με μύδια, πουρές από καρότα, πέστροφες με μαγιονέζα, ελάφια, γαλοπούλες, στρουθοκάμηλοι και κοτόπουλα, κρασί κόκκινο και άσπρο από τις πιο εκλεκτές ποικιλίες και φρούτα όλων των ειδών και εποχών!
Όλος ο καλός κόσμος είχε δώσει το παρόν και δοκίμαζε τα πλούσια εδέσματα. Η Αρμπαρόριζα ,όμως, ήταν πολύ θλιμμένη. Παρατηρούσε τα βασιλόπουλα να κοιτάζουν τα φαγητά και να χαριεντίζονται με τις κυρίες των τιμών. Κανένα βασιλόπουλο δεν της άρεσε, και η θλίψη της γινόταν ακόμη πιο μεγάλη, όσο πλησίαζε η ώρα για τον χορό.
«Κόρη μας, -είπαν οι γονείς της- σε λίγο πρέπει να ανοίξεις το χορό! Πρέπει να διαλέξεις!»
Η Αρμπαρόριζα σηκώθηκε απότομα όρθια και φώναξε στην γεμάτη από κόσμο αίθουσα:
-ΟΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΦΕΡΕΙ ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΝΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΩΝ ΜΟΥ ΘΑ ΧΟΡΕΨΕΙ ΜΑΖΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ!!!
ΕΧΕΤΕ ΜΙΑ ΩΡΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ!
Η μητέρα της στο άκουσμα της παράξενης απαίτησης λιποθύμησε και ο βασιλιάς πατέρας της σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, απελπισμένος!
Η αίθουσα άρχισε σιγά σιγά να αδειάζει, όπως είχαν και τα πιάτα γίνει καθρέπτης από τις τόσες ακρίδες στο παλάτι!
Κανείς δεν ήθελε την Αρμπαρόριζα για γυναίκα του και ψίθυροι ακουγόντουσαν ότι σίγουρα πάσχει από μια σπάνια ασθένεια…
Σχεδόν είχε αδειάσει η μεγάλη σάλα, όταν ξαφνικά ένα παλικάρι ακούστηκε να λέει:
-Βασιλοπούλα μου, τα μαλλιά σου είναι τα πιο όμορφα που υπάρχουν και γνωρίζω ένα λουλούδι που φυτρώνει σε κάθε αυλή και μπαλκόνι και έχει το δικό σου άρωμα, μα αν το κόψω θα χάσει την ομορφιά του. Μπορώ όμως να στο δείξω!
-Ωραία! πού είναι;
-Κάτω από το μπαλκόνι σου! Είναι ένα πράσινο φυτό που βγάζει όμορφα λιλά λουλουδάκια και κάθε που το ποτίζω ένα υπέροχο άρωμα αναδεύεται στην ατμόσφαιρα και τραγουδάει με τα μαλλιά σου!
Η βασιλοπούλα έτρεξε αμέσως να το δει. Κούνησε λίγο τα πράσινα φύλλα του και ένα υπέροχο άρωμα ελευθερώθηκε!
-Μα ποιό βασιλόπουλο είσαι εσύ; ρώτησε η Αρμπαρόριζα το παλικάρι.
-Είμαι ο κηπουρός σας!
Η Αρμπαρόριζα τον κοίταξε γεμάτη αγάπη και θυμήθηκε τα λόγια του Ποταμού.
-Θέλεις να χορέψουμε;
Ο κηπουρός της άγγιξε το χέρι και πήγαν μαζί στη μεγάλη αίθουσα. Τα βιολιά άρχισαν να παίζουν το πιο μελωδικό βαλς, και οι δυο νέοι έλαμπαν από ευτυχία! Οι γονείς της Αρμπαρόριζας αγκαλιασμένοι τους κοίταζαν με ικανοποίηση.
Στο γάμο τους παντού υπήρχαν ανθάκια του αρωματικού φυτού, που πήρε το όνομα της βασιλοπούλας και από τότε όλοι το έλεγαν Αρμπαρόριζα!
Η βασιλοπούλα, μάλιστα, για να ευχαριστήσει τον Ποταμό πήγε πολλές ρίζες αρμπαρόριζας και τις φύτεψε στην όχθη του!
Ο κηπουρός τη φρόντιζε σαν τα μάτια του τη βασιλοπούλα και έτσι ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑΑΑΑΑΑΑ!
Όλα αυτά έγιναν μια φορά κι ένα καιρό…