Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

έξη μήνες μετά.

Ο μπαμπάς έφυγε μια ανοιξιάτικη μέρα ήσυχα ήσυχα και χωρίς να πει κουβέντα. Αργότερα, μέσα στη μέρα, του χάιδεψα τα μαλλιά ( μια τρυφερή κίνηση που δεν συνηθίζεται στην οικογένειας μας) και το μόνο που βρήκα να του πω ήταν «στο καλό μπαμπάκα μου, έκανες ότι καλύτερο μπορούσες στην ζωή σου.» Δεν ξέρω αν η ψυχή του ήταν κάπου στο ταβάνι και με άκουσε, ούτε ξέρω πώς θα ήθελε να είναι αυτός ο αποχαιρετισμός. Ο τελευταίος. Όμως ποτέ δεν ήρθε στο όνειρό μου και λέω πως δεν μπορεί, κάποια στιγμή, θα ήθελε να κάνει μία βόλτα εκεί την ώρα που κοιμάμαι. Μετά θυμάμαι πόσο του άρεσε να κάθεται στην αυλή τα καλοκαίρια και να συζητάει με την θείτσα μου. Και αμέσως μια ησυχία μπαίνει στο μυαλό μου και μια εικόνα εμφανίζεται στα μάτια μου. Ο μπαμπάς μου τώρα κάνει παρέα με την θείτσα μου και γι’αυτο ξεχνάει νάρθει στο όνειρό μου. Έχουνε πιάσει την κουβέντα και έχουν εντελώς ξεχάσει τον κάτω κόσμο. Μάταια πάμε και τους ανάβουμε κεράκι, μάταια και η χλόη, που έχει γεμίσει μωβ κυκλάμινα τους φωνάζει με τον τρόπο της να ρίξουν μια ματιά. Ο μπαμπάς έχει απλώσει τα κουρασμένα χέρια του στον ήλιο, και οι παλάμες του ακουμπάνε στα πόδια, αυτά τα πόδια που τον είχανε προδώσει μένοντας ακίνητα για έναν χρόνο στο κρεβάτι. Η θείτσα μου γελάει με κάτι που θυμάται και η φωνή της φτάνει μέχρι τ αυτιά μου, ήρεμη, γλυκιά και σιγανή. Νομίζω πως η μαμά μου πάντα ζήλευε λίγο αυτήν την συμπάθεια που είχαν ο ένας για τον άλλον, ένα ταίριασμα που τους επέτρεπε να κάνουν ωραίες κουβέντες τα καλοκαίρια στην αυλή του χωριού. Η μαμά μου που είναι πάντα λυπημένη πια. Που την συγκλονίζει η μοναξιά, η απουσία του μπαμπά και η νοσταλγία της παρέας του..