Κοίταξε χαμογελαστά στα μάτια τον εγγονό της. «Να τα εκατοστήσεις αγόρι μου», του ευχήθηκε και προσπάθησε να κρύψει την σκιά που σκοτείνιασε τα μάτια της. Για πρώτη φορά στην ζωή της ανησυχούσε για το μέλλον, και ας προσπαθούσε να μην το δείχνει. Έχει ζήσει στο πετσί της την ιστορία του τόπου. Πόλεμος, φτώχεια, πείνα, θάνατος. Όλα τα θυμάται, όχι σαν όνειρο, μα σαν μια πραγματικότητα που στα ογδόντα χρόνια αναμνήσεων, σχεδόν κάθε μέρα εύχεται να μην τα ξαναζήσει άνθρωπος. Η νέα πραγματικότητα την ξεπερνάει. Δεν μπορεί να την καταλάβει μα ούτε και να την αναλύσει. Σωπαίνει και ακούει. Κυρίως σωπαίνει. Αυτή που τόσα χρόνια συμβουλεύει, τώρα δεν ξέρει τι να πει. Αν μίλαγε θα έλεγε για το πώς εκείνοι, δύσκολα, πολύ δύσκολα και σκαλί σκαλί, ξεπεράσανε την φτώχεια και όπως λέει και το παραμύθι «ζήσανε αυτοί καλά, και…» και εδώ, σταματάει… Θέλει να μιλήσει για την ελπίδα, θέλει να μιλήσει και για το όνειρο, τα ξέρει καλά εκείνη, με αυτά αναστήθηκε η γενιά της . Μα λέξη δεν βγαίνει από τα σφιχτά χείλη της σαν κάτι να την κρατάει βουβή και εντελώς, μα εντελώς αιχμάλωτη…