Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Οι φίλες μου.




Οι φίλες μου είναι νεράιδες. Μαζί κατοικούμε στο παρακμιακό κέντρο της πόλης παρέα με γέρους και αλήτες-πουλιά. Οι φίλες μου ξέρουν να λένε τον καφέ, να ερμηνεύουν τα όνειρα που βλέπουν τις σκοτεινές νύχτες και να χορεύουν με τα ξωτικά την άνοιξη στα πυκνά δάση. Οι φίλες μου νομίζουν πως είμαι σπουδαία συγγραφέας, ή μεγάλη φωτογράφος, ή κάτι μπερδεμένο ανάμεσα σ αυτά τα δύο. Εγώ βέβαια δεν είμαι τίποτα απ´ όλα αυτά, είμαι ακριβώς ίδια με αυτές τις αστραφτερές υπάρξεις που λάμπουν στην ζωή μου και την κάνουν ακριβή. Το φως  από τις φίλες μου δεν το βλέπουν οι άλλοι, προς τα μέσα φέγγει, σαν εσωτερικός ήλιος τις φωτίζει και κάνει το δέρμα και την σκέψη τους διάφανη σαν γιαπωνέζικη πορσελάνη. Όταν με βαριούνται φεύγουν και χάνονται στην ασημένια άσφαλτο που κατηφορίζει προς την λίμνη και τότε εγώ κάθομαι και κλαίω που τις έχασα, κλαίω τόσο πολύ που στερεύουν τα δάκρυά μου και κάποια από αυτά γίνονται μαργαριτάρια, τα κρεμάω με χρυσή αλυσίδα γύρω απ´ το λαιμό μου και τις νύχτες που κοιμάμαι τα ακουμπάω στο μέρος της καρδιάς. Οι φίλες μου  κάθε άνοιξη μου χαρίζουν και από κάτι, μία λευκή ελπίδα σαν άγραφη κόλλα χαρτί, μια κόκκινη παπαρούνα σαν την ερωτευμένη άνοιξη, ένα ποτήρι γεμάτο κρασί σαν το μεθυσμένο μου μυαλό, μία ανθοδέσμη μαργαρίτες σαν τις μεγάλες αμφιβολίες της ύπαρξης. Οι φίλες μου δεν μου λεν σ αγαπώ, μου κάνουν μεγάλες αγκαλιές χωρίς λόγια, μου κρατάνε σφιχτά το χέρι όταν πονάω, πίνουνε λικέρ μαστίχα μαζί μου τις νύχτες και όταν μας πνίγει ένα αβάσταχτο αχ, μαζί ακούμε τα αηδόνια της νύχτας που τραγουδάνε για μας ήχους πανάρχαιους…

Τρίτη 17 Μαΐου 2016

Χρέος ελάχιστο.




Όταν ένα κουρασμένο απόγευμα  χτυπήσει η εξώπορτα, θα σηκώσεις ξαφνιασμένη το κεφάλι σου από τις σελίδες του βιβλίου, θα βάλεις τον σελιδοδείκτη στο άνοιγμα, «ποιος να ναι;» θα αναρωτηθείς αφηρημένα, θα ψάξεις  τις παντόφλες σου και θα ανοίξεις την πόρτα.

Πως εισέρχεται στην ζωή σου μια ανυποψίαστη εκδοχή και κυρίως πως την επεξεργάζεσαι;  Το καινούριο  σαν νέα πιθανότητα είναι πάντα ευπρόσδεκτο μα πρέπει να του κάνεις  χώρο για να μπορεί να αναπτυχθεί, ίσως  ενοχλεί ο απροσδόκητος εισβολέας στο τακτοποιημένο σου σύμπαν, μπορεί μια άκρη του μυαλού σου να προτιμούσε  να είχε χτυπήσει το κουδούνι του γείτονα και συ να συνέχιζες αμέριμνα χαμένη στις ιστορίες που γράψανε άλλοι για σένα και που περιγράφουνε κάτι σαν αυτό που τώρα ζεις.

Οι ήρωες των βιβλίων μυρίζουν σαν και σένα, γελάνε με τα ίδια αστεία, τους αρέσουν τα γλυκά όπως ακριβώς και σε σένα, χάνονται στο πράσινο της άνοιξης με τον ίδιο τρόπο που και συ αγαπάς, σου κρατάνε το χέρι  μπροστά στο θαύμα μιας κόκκινης παπαρούνας που σπαρταράει  κάτω απ τον ήλιο τον Μάιο. Οι ήρωες του βιβλίου ερωτεύονται παράφορα, κάνουν έρωτα και  συναντούν το Θείο  σε αυτή την ένωση, τόσο πολύ το πλησιάζουν που τιμωρούνται γι αυτό, υποφέρουν, πονάνε και εν τέλει διδάσκονται από αυτή την οδύνη. 

Τις ιστορίες του βιβλίου τις ζήσανε μόνο όσοι αναπνεύσανε βαθειά την περιοχή που τους δόθηκε και γεμίσανε  τα πνευμόνια τους με αυτήν την μυρωδιά.  Την ώρα που  ανοίγουν οι πόρτες,  σαν προσευχή του ελάχιστου χαμογέλα  και κάνε το γέλιο σου να ακουστεί δυνατά, να φτάσει ως την χώρα του Πήτερ Παν και από κει να γυρίσει πίσω εξαγνισμένο από την αθώα παιδικότητα της πρώτης φοράς, τότε που τα γάργαρα νερά καθρεφτίζονταν στα μάτια σου, τότε που όλα ήταν εφικτά και ακόμα και το πρήξιμο από το τσίμπημα μιας μέλισσας θεραπευότανε σε μια μέρα..