Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Η Μαύρη Κάμπια.

 




«Λέω να σου μιλήσω σήμερα  για αυτήν, για την Μαύρη Κάμπια λέω» είπε. Σήκωσα τα μάτια από το βιβλίο και  έμεινα να την κοιτάζω. Οι ιστορίες της Πουλχερίας όταν αποφάσιζε να  διακόψει την σιωπή της, αληθινές ή ψεύτικες, ήταν από αυτές που σου μένουν αλησμόνητες.  Έτσι, αποφάσισα να την ακούσω με προσοχή. Σώπασε για λίγη ώρα και όταν άρχισε να μιλάει, είχε μια προσήλωση εσωτερική, σαν να μιλούσε μόνο στον εαυτό της.

« Δεν σου έχω πει πως κάποτε, πολλά χρόνια πριν, αγάπησα έναν άντρα.  Όταν τον σκέφτομαι ακόμα πονάνε τα σπλάχνα μου και η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο, γι αυτό, μη με ρωτάς πολλά.  Μπορεί και εκείνος να με αγάπησε λίγο, με μια αγάπη αξεδιάλυτη και περίεργη, μια με λάτρευε και μια με αγνοούσε, για τίποτα δεν είμαι σίγουρη, το μόνο που ξέρω είναι  πως  είχε τον νου του αλλού, σε όλες τις γυναίκες του κόσμου και στα μεγάλα ταξίδια. «Να το ξέρεις, δεν θα σε αγαπήσω, θέλω να ερωτευτώ μια άλλη, μια γυναίκα μυθική, να με εμπνέει και να με τρελαίνει» αυτά έλεγε και εγώ έχανα την λαλιά μου και έμενα σιωπηλή και αμίλητη.

Μαζί βέβαια ζούσαμε ένα θαύμα. Χορταίναμε την θάλασσα,  την ζωή και τα βουνά, κολυμπούσαμε γυμνοί και αθώοι, γινόμασταν ένα με την άμμο και τα βότσαλα, με τα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου και τις νιφάδες του χειμώνα. Τον λάτρευα, ώρες-ώρες ήθελα πολύ να μπορούσα να τον καταπιώ, να γίνει δικό μου κομμάτι, σώμα  και αίμα μου και να μείνει για πάντα εκεί. Με ήθελε  και εκείνος, «είσαι εκείνη που μαζί της καταλαβαίνω πώς θέλω να είναι η γυναίκα που θα αγαπήσω»  έλεγε.

Αλλά δεν ήμουν εγώ.

Μια μέρα μου έφερε στο σπίτι μια Μαύρη Κάμπια. «Μαζί της θα ζήσουμε από δω και πέρα» μου είπε, «κοίτα να την αγαπήσεις».

Η Μαύρη Κάμπια μπήκε στο  δωμάτιο με  τους διάφανους τοίχους και εγώ,  καταδικασμένη και ανήμπορη, έβλεπα τα πάντα απέξω. Ό,τι συνέβαινε εκεί μέσα αποτελούσε το μαρτύριό μου.  Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή εκείνος έμπαινε μέσα, έκλεινε την πόρτα πίσω του, της μιλούσε, της γελούσε και την ερωτευότανε, και εγώ  έκλεινα τα μάτια μου και τα έσφιγγα δυνατά, τόσο δυνατά που πονούσαν οι βολβοί μου. Και ύστερα  έκλαιγα, με ένα βουβό κλάμα, χωρίς ήχο. Εκείνες τις φοβερές στιγμές που σταματούσε ο χρόνος, το κεφάλι μου πονούσε δυνατά, ενώ κάτι που έμοιαζε με δηλητηριώδη σκορπιό, μου  δάγκωνε χωρίς δισταγμό την καρδιά.  Ο σκορπιός, ή ότι ήτανε αυτό τέλος πάντων, της αφαιρούσε  κάθε φορά και από ένα μικρό κομμάτι, μέρα τη μέρα μίκραινε η καρδιά μου, ώσπου στο τέλος δεν απέμεινε τίποτα από αυτήν, παρά μόνο ένας σκούρος  λεκές στο στήθος.

Στη συνέχεια, χορτασμένος εκείνος, έβγαινε από το δωμάτιο και είμαι σίγουρη πως ξεχνούσε και την ύπαρξη του δωματίου και την Μαύρη Κάμπια που είχε φέρει στο σπίτι ένα απόγευμα. Έτρωγε τότε από το πιάτο της αγάπης μου με λαιμαργία και μεγάλη όρεξη και όταν τελείωνε, γύριζε την πλάτη του  σε όλα και  αφοσιωνότανε με προσήλωση στην δουλειά του.

Με όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που ζούσα, (είχα μια κάμπια αντίζηλο μέσα στο ίδιο μου το σπίτι), είχε αποκτήσει η καθημερινότητά μου μια εναλλασσόμενη αγωνία. Δεν  ήμουνα πια  ούτε ευτυχισμένη ούτε δυστυχισμένη, έρμαιο μιας ανάπηρης αγάπης ήμουνα, με μια απέραντη λύπη χυμένη σε κάθε εκατοστό του σώματός μου.  Μαζί με την λύπη, μια ζήλεια θέριευε μέσα μου και  μεγάλωνε και φούσκωνε, και έμοιαζε με  μεγαλειώδες κύμα που -αργά, αργά-ερχόταν καταπάνω μου  με ορμή..

Ώσπου ένα μεσημέρι ακούστηκε ένα κρακ. Κάτι έσπασε με θόρυβο, η τζαμαρία του γείτονα, ή  μια βίδα μέσα στο κεφάλι  μου; Για έναν μυστήριο λόγο αυτός ο θόρυβος ενεργοποίησε  μέσα μου κάτι τελεσίδικο.  Σηκώθηκα  σαν υπνωτισμένη, άνοιξα την πόρτα  που οδηγούσε στο γυάλινο δωμάτιο και μπήκα μέσα.

Η Μαύρη Κάμπια ήταν εκεί. Ανύποπτη και ήσυχη ζεσταινότανε από μία αχτίδα του ήλιου που έριχνε το φως της  στα ξύλινα σανίδια. Την ένοιωσα να ανυπομονεί  περιμένοντάς τον και εξοργίστηκα. Με άρπαξε τότε από τα μαλλιά ένας τυφλός θυμός, σήκωσα το γυμνό μου πόδι και την πάτησα με δύναμη· η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ο χρόνος είχε σταματήσει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε. Όταν συνήλθα είδα  ό,τι απέμεινε από εκείνη στο πάτωμα. Ένας βρώμικος λεκές που μύριζε ανυπόφορα.

Την ίδια ώρα εκείνος μπήκε στο δωμάτιο, έριξε μια ματιά και μόλις είδε την εικόνα στο πάτωμα με άρπαξε από τους ώμους. «Τι έγινε; τι έκανες; εσύ το έκανες; » φώναξε με όση δύναμη είχε. Ένοιωθα αναγούλα και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν,  «με πονάει πολύ η καρδιά μου. Δώσε μου ξύλα και φωτιά να κάψω τον κόσμο..»  Άφησε τους ώμους μου και με κοίταξε  με απόγνωση, «τι κρίμα που δεν κατάφερες να την αγαπήσεις»  είπε και  έσκυψε το κεφάλι του  στο στήθος..»

 

Η Πουλχερία σταμάτησε να μιλάει και  μια  σιωπή που την έκοβες με το μαχαίρι απλώθηκε στο δωμάτιο. Το πολύφωτο έκανε σκιές στον τοίχο, μοιάζανε με ζευγάρι αγκαλιασμένο σε ταγκό. Έξω  από το παράθυρο η νύχτα έπεφτε απαλά,  δύο άστρα ενώθηκαν στον ουρανό και εγώ έμεινα να τα κοιτάζω χωρίς να ξέρω τι θάθελα να πω..

 

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Το δέντρο

«Θυμάμαι με μεγάλη καθαρότητα πότε φωτογράφησα αυτό το δέντρο. Έχουν περάσει δύο χρόνια,είναι και πάλι χειμώνας και κάνει κρύο, και τότε χειμώνας ήτανε, μια καθαρή και κρύα μέρα -πάμε στην Προκοπάνα; πρότεινες -ναι, ναι, συμφώνησα. Μέσα σε έναν κύκλο γυροφέρναμε, η ζωή σχεδίαζε τα δικά της, όλοι είχαμε σχέδια, εγώ να βγάλω μια ωραία φωτογραφία, εσύ να χαραχτείς σε μιας συγκίνησης την αιχμή. Όταν φτάσαμε, ο ήλιος πήγαινε να κρυφτεί βαριεστημένα πίσω από το ψηλό βουνό, ένα σκυλί αλυχτούσε κάπου μακριά, οι καρποί της αγριοτριανταφυλιάς κοκκινίζανε στο γκρίζο. Άνθρωπος δεν υπήρχε στο χωριό, μια εκκλησία έστεκε σαν φύλακας τεράστιος, στην πλατεία ακουγότανε η βρύση που έχυνε το νερό της στην τσιμεντένια γούρνα. Έβαλα στην χούφτα μου και ήπια, πάγωσαν τα δόντια και η γλώσσα,και τα δάχτυλα, λίγο ακόμα και θα μουδιάζανε και αυτά. Φύγαμε. Τότε είδα το δέντρο. Φώναζε μοναξιά. Ο ουρανός πάνω του έσταζε γαλάζια άχνη και το χώμα, ξερό από καιρό και αβοήθητο, πέθαινε. -Μια στιγμή, σταμάτα λίγο, είπα. Σταμάτησες το αυτοκίνητο πρόθυμα, δεν μου χαλούσες χατήρι, πάτησα κάμποσα κλικ, φύγαμε. Γύρισα πίσω να κοιτάξω, ένα μαύρο πουλί πέταξε στον ουρανό, έφυγε ψηλά και χάθηκε, -νυχτώνει, τελειώνει και ο Νοέμβρης, αύριο αλλάζει ο μήνας, είπα. Δεν μίλησες, μόνο κοίταζες κάπου μακριά, πάντα κοίταζες κάπου μακριά, ο ήχος του αυτοκινήτου μουρμούριζε καθησυχαστικά, όταν φτάσαμε στην πόλη είχε νυχτώσει και ένα μεγάλο φεγγάρι έλαμπε στα νερά της λίμνης..»

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

έξη μήνες μετά.

Ο μπαμπάς έφυγε μια ανοιξιάτικη μέρα ήσυχα ήσυχα και χωρίς να πει κουβέντα. Αργότερα, μέσα στη μέρα, του χάιδεψα τα μαλλιά ( μια τρυφερή κίνηση που δεν συνηθίζεται στην οικογένειας μας) και το μόνο που βρήκα να του πω ήταν «στο καλό μπαμπάκα μου, έκανες ότι καλύτερο μπορούσες στην ζωή σου.» Δεν ξέρω αν η ψυχή του ήταν κάπου στο ταβάνι και με άκουσε, ούτε ξέρω πώς θα ήθελε να είναι αυτός ο αποχαιρετισμός. Ο τελευταίος. Όμως ποτέ δεν ήρθε στο όνειρό μου και λέω πως δεν μπορεί, κάποια στιγμή, θα ήθελε να κάνει μία βόλτα εκεί την ώρα που κοιμάμαι. Μετά θυμάμαι πόσο του άρεσε να κάθεται στην αυλή τα καλοκαίρια και να συζητάει με την θείτσα μου. Και αμέσως μια ησυχία μπαίνει στο μυαλό μου και μια εικόνα εμφανίζεται στα μάτια μου. Ο μπαμπάς μου τώρα κάνει παρέα με την θείτσα μου και γι’αυτο ξεχνάει νάρθει στο όνειρό μου. Έχουνε πιάσει την κουβέντα και έχουν εντελώς ξεχάσει τον κάτω κόσμο. Μάταια πάμε και τους ανάβουμε κεράκι, μάταια και η χλόη, που έχει γεμίσει μωβ κυκλάμινα τους φωνάζει με τον τρόπο της να ρίξουν μια ματιά. Ο μπαμπάς έχει απλώσει τα κουρασμένα χέρια του στον ήλιο, και οι παλάμες του ακουμπάνε στα πόδια, αυτά τα πόδια που τον είχανε προδώσει μένοντας ακίνητα για έναν χρόνο στο κρεβάτι. Η θείτσα μου γελάει με κάτι που θυμάται και η φωνή της φτάνει μέχρι τ αυτιά μου, ήρεμη, γλυκιά και σιγανή. Νομίζω πως η μαμά μου πάντα ζήλευε λίγο αυτήν την συμπάθεια που είχαν ο ένας για τον άλλον, ένα ταίριασμα που τους επέτρεπε να κάνουν ωραίες κουβέντες τα καλοκαίρια στην αυλή του χωριού. Η μαμά μου που είναι πάντα λυπημένη πια. Που την συγκλονίζει η μοναξιά, η απουσία του μπαμπά και η νοσταλγία της παρέας του..

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Οκτώβριος, 17, 2020



Η μαμά μου ξέρει το βουνό σαν την τσέπη της. Όταν μεγάλωνε, ο Γράμμος ήτανε σαν μία προέκταση της αυλής της. Περπατάμε στα μονοπάτια και τα μάτια της ζωντανεύουν. Λέει τα ονόματα των χωραφιών (που τώρα είναι δάση) με την παλιά τους ονομασία, θυμάται τίνος είναι η κάθε καστανιά που συναντάμε, «νά η μηλιά που από αυτήν ήθελα να τρώω μήλα όταν ήμουνα έγκυος σε σένα» μου την συστήνει, η μηλιά έχει γεράσει, ένα κατσιασμένο δέντρο χωρίς ζωντάνια είναι, η μαμά μου την βλέπει με τα μάτια της νεότητάς της, πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχει ξανανεβεί στο βουνό, περπατάει στο μονοπάτι ατρόμητη, και είναι σαν τα χρόνια να ξεφλουδίζονται και να πέφτουν από την πλάτη της, « να οι καστανιές μας» δείχνει κάπου πολύ μακριά «θα κατεβούμε αυτή την πλαγιά και μετά θα ανηφορίσουμε προς τα δέντρα, και θα μαζέψουμε πολλά κάστανα.»

Η πλαγιά, είναι τεράστια, σαν πίστα χιονοδρομικού, χορτάριασμένη, και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει ένας γελαστός τρόμος, «πάμε» μου λέει, γελάω, «μαμά μήπως έχεις ξεχάσει πόσο χρόνων είσαι;» την ρωτάω, «τον άλλο μήνα θα μπω στα 88» μου απαντάει, τώρα όμως έχει στα μάτια το θάρρος και την δύναμη των δέκα  χρόνων της και τρέχει στο λιβάδι, μαζεύει κάστανα με την κολλητή της την Ντίνα, την αγαπημένη ξαδερφούλα της που δεν υπάρχει πια, γεμίζουν τους ντορβάδες γελώντας, ατρόμητες και υπέροχες.


Δεν κατεβαίνουμε την πλαγιά (προς μεγάλη της απογοήτευση) δεν μαζεύουμε κάστανα από τις καστανιές μας. «Α, μου λέει, αυτή η καστανιά μας να δεις τί νόστιμα κάστανα έχει, είναι στρογγυλά και κρακ... σπάζουν στο στόμα σου όταν  τα τρώς, ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ» μου ανακοινώνει με βεβαιότητα.


Επιστρέφουμε στο χωριό εγώ και ένα δεκάχρονο κοριτσάκι στο διπλανό κάθισμα, μια ζωντανή απόδειξη πως η ψυχή δεν γερνάει ποτέ, και πως κάπου λίγο πιο έξω από τον καθημερινό μας ορίζοντα, μας περιτριγυρίζουνε πολλά. Είναι αόρατα είναι και ορατά και έχουν  την δύναμη να μας επαναπροσδιορίσουν και να μας ανανεώσουν και την διάθεση και  την υγεία.

Καλημέρα σας☀️

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

4/10/20



 (Μόλις έφυγα από κοντά του,η κοιλιά μου έγινε μια λίμνη από σπασμένα γυαλιά και πέτρες. Στην αρχή δεν πονούσα. Κοίταζα την πανσέληνο και σκεφτόμουνα εκείνο το γατάκι που είδα ξεκοιλιασμένο στην άσφαλτο. Φυσούσε ένας δυνατός, καυτός αέρας στο μυαλό μου και στην χολή μου κάτι έσπασε. Καίγανε τα μάγουλά, το κεφάλι και η κοιλιά μου. Ανέβασα πυρετό. Μόνο η καρδιά  παρέμεινε ήσυχη. Εκείνη που είχε από καιρό αποσυρθεί. Και δεν σημαίνει πως δεν τον είχε αγαπήσει. Σημαίνει πως αυτή, που τον είχε τόσο αγαπήσει, έγινε ένα κουβάρι από μύες και αίμα και τώρα υποστήριζε με αφωσίωση μια λίμνη γεμάτη σπασμένα γυαλιά και βρώμικες πέτρες.)

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Αύγουστος

 

12 Αυγούστου.


Στην άκρη του ορίζοντα διακρίνεται ένας πλαστικός μονόκερος. Ο ελαφρύς παφλασμός του νερού τον μετακινεί απαλά πέρα δώθε, κάποιες παιδικές φωνές διεκδικούν την χρήση του, έχει χρώμα  ρόζ-κίτρινο-μπλε και άσπρο.

Μέσα στην θάλασσα, δύο γυναίκες και ένας άντρας κολυμπάνε αργά και συζητάνε. Το ελαφρύ αεράκι μεταφέρει τις φωνές τους ως την ακρογιαλιά, κάτω από την ομπρέλα μου. Συζητάνε για τον κορονοιό και τις οικονομικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τους. Ο άντρας κυριαρχεί στην κουβέντα, και οι γνώσεις του για τις επιχειρήσεις που πλήττονται είναι αρκετά εξειδικευμένες, έτσι που σιγά σιγά οι λέξεις του γίνονται αδιάφορες και κυλάνε σαν στραγάλια στο χώμα.

Πενήντα μέτρα πιο εκεί, ένα ζευγάρι μετακινεί τις καρέκλες του, και κάθεται με τρόπο που ο ένας να αντικρίζει τον άλλον. Έχουν μια οικειότητα καθώς μετακινούνται και μια αρμονία εξαιρετική. 

Η γυναίκα, διαβάζει με προσήλωση ένα βιβλίο. Φαίνεται πως αυτό που υπάρχει στις σελίδες του, την συναρπάζει και την κάνει να ξεχνάει την θάλασσα πίσω της. Προσπαθώ να μαντέψω τί δουλειά κάνει, αν έχει παιδιά, πόσο ευχαριστημένη είναι από την ζωή της, αν αγαπάει τον άντρα που κάθεται δίπλα της.

Εκείνος φοράει μαύρα γυαλιά και κοιτάζει την θάλασσα. Είναι ψηλός, αδύνατος, φοράει μπλέ σορτσάκι και οι κινήσεις του προδίδουν μια ανεπαίσθητη θηλυπρέπεια.

Όταν σηκώνονται για να κολυμπήσουν, το κάνουν και πάλι μαζί, με ενορχηστρωμένες κινήσεις πέφτουν ταυτόχρονα στο νερό, γελάνε με κάποιο αστείο που είπανε, επιστρέφουν στην ακτή μαζί, η σχέση τους μοιάζει με γαλήνιο παφλασμό νερού σε καλοκαιρινό δειλινό.


Είναι 12 Αυγούστου του 2020, ο καιρός είναι φανταστικός, η θάλασσα αμνιακός σάκος, σε περικλείει,  σε αγκαλιάζει και σε κανακεύει, μάνα και θεότητα μαζί, αφήνεσαι με πίστη, χάνεσαι  μέσα της, σε διαλύει και σε συναρμολογεί,αφαιρεί άχρηστα κομμάτια, ξεσκονίζει εγκαταλελειμμένα, φυσάει μέσα τους νέα πνοή, «κοίτα» μουρμουρίζει, «εδώ άνοιξε ένας καινούργιος χώρος, ρίξε σποράκι να δεις τι θα φυτρώσει», δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά σου, είναι αλμυρά, αλμυρή είναι και η θάλασσα, κάτι σπάζει και  λιώνει στο στήθος σου, μια νοσταλγία βαριά σαν πέτρα κατρακυλάει στον βυθό, βγαίνεις έξω, τα χαλικάκια καίνε στις πατούσες σου, κυλάνε στο χώμα οι αλμυρές σταγόνες, η άμμος  αδιάφορη τις στεγνώνει γρήγορα..



20 Αυγούστου
Μια ήσυχη λύπη σωπαίνει στην καρδιά μου. Έχει κουρνιάσει εκεί και ξεκουράζεται. Κάπου κάπου της χαϊδεύω την πλάτη χωρίς να μιλάω. Το χέρι μου της προσφέρεται, η πλάτη της ανταποκρίνεται στην προσφορά. Είμαστε συνομήλικες, είμαστε γυναίκες, μαζί θα το πάμε ως το τέλος αυτό το παράξενο, δύσκολο, πικρό και αλλόκοτο καλοκαίρι.
Δεν κλαίμε, ούτε μιλάμε. Η σιωπή μας έχει χιλιάδες χρώματα, άπειρες μουσικές, λόγια ανείπωτα. Το βασίλεμα του ήλιου βάφει τα χέρια μας,ο ήχος που το κύμα σκάει στα βότσαλα μας συγκλονίζει, του Αιγαίου το φως μας γεμίζει ρίγη.
Δεν υπάρχει τέλος, ούτε μέση, ούτε αρχή. Με κοιτάζει, και καθώς τα τεράστια μάτια της με καταπίνουνε, ένας φόβος με κυριεύει μη και χαθώ μέσα της, ή μήπως εγώ την χάσω. Και τότε τι θα γίνω χωρίς αυτή, μια μέδουσα γυαλί θα γίνω, που κάποιος φοβήθηκε και την πέταξε στην ξηρά, εκείνη έγινε ένα υγρό τίποτα και σαν ένα τέτοιο τίποτα, λαίμαργα την ρούφηξε η άμμος..


26/8, 21:30
Ο Αύγουστος φεύγει με μεγάλα βήματα. Ρίχνει μια ματιά πίσω του, αυτά που εγκαταλείπει τον αφήνουν αδιάφορο, «καλύτερη η ανυπαρξία» μονολογεί, «η καρδιά μου κουράστηκε από τα όχι σας» για πρώτη φορά θέλει να φύγει πριν την ώρα του, βιάζεται, ανησυχεί, τόσο ανησυχεί που ξεχνάει να κοιτάξει το φως, τον ήλιο που δύει, τα χρώματα που σκάνε στον ουρανό.
Και /τι κρίμα που δεν τα βλέπει/ είναι τα μόνα που θα μπορούσανε να τον κάνουνε να αλλάξει γνώμη, μόνο αυτά λάμπουν αιώνια, ανεπηρέαστα και συγκλονιστικά, αδιαφορώντας για αυτό το τρομερό καλοκαίρι του 2020..


Αύγουστος και 29.
Η Μελίνα παίζει με τις μέδουσες στην ακρογιαλιά. Είναι διάφανες και μικρές, δεν την τρομάζουν, γυαλιά τις λένε και όντως μοιάζουν με διάφανο γυαλί.
Εγώ πάλι ανατριχιάζω. Έχω μάθει να τις φοβάμαι. Όταν ήμουνα στην ηλικία της Μελίνας, μια μεγάλη τσούχτρα τσίμπησε την Χ., ξαδέρφη της μαμάς μου και αυτό το συμβάν είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις στα παιδικά μου μάτια γιατί το συζητούσαμε για χρόνια και με μεγάλη ένταση.
Ξαναγυρίζουμε στην ακτή. Ο μπαμπάς της Μελίνας καθόλου δεν φοβάται και την αφήνει να παίζει. Είναι μαυρισμένος από τον ήλιο και έχει τατουάζ στο μπράτσο του. Διαβάζει ένα βιβλίο και χαϊδεύει τον σκύλο του.
Δεν ρίχνει ματιές στην εξάχρονη Μελίνα, φαίνεται πως την εμπιστεύεται και την διδάσκει με τον τρόπο του, πως ο κόσμος είναι μια υπόθεση που μόνη της θα κατακτήσει.
Η Μελίνα συνεχίζει να παίζει αμέριμνα. Δεν το ξέρει ακόμα, αλλά όταν θα μεγαλώσει θα είναι ατρόμητη και ευτυχισμένη μέσα στην θάλασσα, στα μεγάλα δάση και στις σφιχτές αγκαλιές. Έτσι μου αρέσει να την σκέφτομαι.
Μικρό κοριτσάκι με το μελένιο όνομα, παίξε όσο πιο πολύ μπορείς. Παίξε και με τα «μη» και «πρέπει» που δεν μπορεί, κάπου θα τα συναντήσεις και εσύ.
Και μάθε να τα αναγνωρίζεις όσο πιο γρήγορα μπορείς.
Χρησιμοποίησε τα σαν τις μέδουσες-γυαλιά. Άφησέ τα να αστράφτουν στα χέρια σου για όσο/ και αν δεις πως σου τοξινώνουν το χέρι σου, ριξτα στην άμμο να πάνε να χαθούν..



 29 του Αυγούστου του 2020.
Τα παιδάκια παίζουν στο νερό με τον άντρα.Τα ανεβάζει στους ώμους του, κάνουν βουτιές, φωνάζουν, πιτσιλάνε το ένα το άλλο, χαίρονται.
Χαίρεται και αυτός μαζί τους.
Η μητέρα τους κάθεται κάτω από την ομπρέλα. Φοράει κόκκινο μαγιώ, έχει μαύρα σγουρά μαλλιά και είναι ας πούμε στην δεύτερη νεότητά της. Νωρίτερα κολυμπούσε μαζί του στα βαθιά, και καθώς πλησιάζανε στην ακτή, τον φίλησε στο στόμα με αγάπη και του είπε «σ ευχαριστώ.»
Τώρα κάτι διαβάζει κάτω από την ομπρέλα και είναι πολύ αφοσιωμένη στις σελίδες που έχει μπροστά της,ενώ τα παιδιά και εκείνος παίζουν αμέριμνα και για ώρα πολλή στο διάφανο νερό.
Βγάζω το αυθαίρετο συμπέρασμα πως είναι ο σύντροφος και όχι ο πατέρας, και μάλλον έτσι είναι, γιατί τα παιδιά τον φωνάζουνε Γιώργο.
Ο Γιώργος είναι ψηλός και μαυρισμένος, έχει αρχή φαλάκρας και ωραίο χαμόγελο. Παίζει με τα παιδιά και χαίρεται η ψυχή του.
Τους κρυφοκοιτάζω και χαίρομαι και εγώ, αυτοί οι δύο, μοιάζουν με δώρο ο ένας για τον άλλον, και η ζωή δεν είναι και τόσο μεγάλη καριόλα τελικά.




Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Ο άντρας που μιλούσε με το φεγγάρι.



Ο άντρας περπατάει δίπλα στο ποτάμι. Είναι μια νύχτα κρύα, καθαρή, χωρίς σκοτάδι. Ένα τεράστιο φεγγάρι βάλθηκε να καθρεφτίζεται στα νερά και να συνομιλεί με τον ταξιδιώτη. Κάνουν σιωπηλή παρέα οι δυό τους, χωρίς να αναρωτιούνται για το παράδοξο, το πώς γίνεται δηλαδή  να συνεννοούνται ένας άντρας και ένα φεγγάρι.

Περπατάει χωρίς σκοπό και χωρίς απορίες. Μπορεί να κάνει το πιο σημαντικό ταξίδι της ζωής του και να το αγνοεί. Τα σκούρα νερά, του δημιουργούν εσωτερική γαλήνη. Δεν τον απασχολεί που είναι νύχτα, που κάνει κρύο και που η σιωπή μοιάζει απόκοσμη. Η καθαρότητα της ατμόσφαιρας περνάει μέσα από την μύτη  στους νευρώνες του εγκεφάλου του και  κάνουν κρυστάλλινη την σκέψη του. Ξέρει πως κάπου φτάνει.

Καιρό πριν πέσει στο κρεβάτι και μείνει κατάκοιτος είχε αρχίσει να χάνει τις δυνάμεις του. Αντιστάθηκε με πείσμα, δοκίμασε όλων των ειδών τις ιατρικές διαγνώσεις , όλα τα φάρμακα που θα τον ξανά-στήνανε στα πόδια του. Μάταιος κόπος. Αργά και σταθερά η κατάστασή του επιδεινωνότανε. Δεν ήθελε να το δεχτεί και γι αυτό έπεφτε συνεχώς. Είχε γεμίσει μώλωπες και συνέχιζε να επιμένει. Τα ενενήντα τέσσερα χρόνια του ήτανε που είχανε αντίθετη γνώμη και αυτά κερδίσανε την μάχη τελικά.

Τώρα που  πάει χέρι-χέρι με το φεγγάρι είναι είκοσι χρονών. Έχει πετάξει από πάνω του την σκόνη του χρόνου, το βαθύ σκοτάδι των μυστικών σελίδων της ζωής του, τις χαρές και τις λύπες, τον φόβο του θανάτου. Δεν έχει σύζυγο ούτε παιδιά. Αυτούς τους έχει ξεχάσει στο δωμάτιο με το ανήμπορο κρεβάτι. Σε κάθε του βήμα κάτι νέο ανακαλύπτει. Τα άσπρα βότσαλα που του δείχνουν τον δρόμο, την φωνή μιας κουκουβάγιας που δεν κοιμάται, την μορφή του νεκρού αδερφού του στην απέναντι όχθη. Χαμογελάει και όλα είναι στην θέση τους, όπως τότε που ήτανε  μικρό παιδί και κολυμπούσε στο ποτάμι.

Και ξαφνικά ξέρει. Στο σπίτι που γεννήθηκε, εκεί πάει. Δίπλα στο ποτάμι είναι το σπίτι του, «πάμε στο σπίτι σου λέω, εδώ δεν είναι το σπίτι μας» έλεγε στην γυναίκα του τις νύχτες της μεγάλης αγωνίας. Και τότε βλέπει τον πατέρα του να του χαμογελάει στην άλλη άκρη της γέφυρας. Και τρέχει με όλη του την δύναμη να πέσει σε αυτήν την αγκαλιά, όπως τότε που ήτανε πιτσιρίκι και ο μπαμπάς του άνοιγε τα χέρια και τον σήκωνε ψηλά, πολύ ψηλά, ως τον ουρανό κι ακόμα πιο πέρα..


Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Η Λάλλα

#ημέρες_κορονοιού

Την νέα μου γειτόνισσα την λένε Λάλλα και είναι από το Αφγανιστάν. Έχει ωραία μαύρα μάτια και γλυκό χαμόγελο. Το όνομά της το τραγουδάει,  “what’s your name?” την ρωτάω, «Lalla» μου απαντάει και αυτό το λάμδα το λέει τόσο μελωδικά, σαν κελάηδημα πουλιού.  Την στιγμή που εκείνη προφέρει το όνομά της στο ραδιόφωνό μου, κάποιος τραγουδάει «λαλα λαλα λαλαλα..»

Εγώ φοβάμαι τον κορονοΐό, αυτή μάλλον όχι. Χτύπησα την πόρτα τους  όταν ανακάλυψα ότι μετακομίσανε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που ήτανε άδειο για χρόνια, είχα ψήσει κουλουράκια και ήθελα να τους καλωσορίσω, “thank you!” μου χαμογέλασε,”please, come in”  η μαμά της άνοιξε τα χέρια, ο κορονοιος μου φώναξε «ΟΧΙ!» , δεν μπήκα.

Ήθελα  σήμερα να καθόμασταν  στο τραπέζι της κουζίνας  μου με την κοπέλα με το μελωδικό όνομα, να πίνουμε καφέ με κουλουράκια πορτοκαλιού και να τα λέμε.  Να μου πει για το μεγάλο ταξίδι που έκανε για να φτάσει ως εδώ, σε αυτή την μικρή πόλη της Μακεδονίας, για τους μεγάλους φόβους και τις τεράστιες ελπίδες, για την ζωή  μέσα της που την κάνει να χαμογελάει τόσο ατρόμητα.

Και ύστερα με σταματάει ο Νέος Φόβος, αυτός ο τόσο τρομακτικός που ζούμε εδώ και τριάντα τέσσερις μέρες. Και λυπάμαι πολύ, για όλες τις χειραψίες που δεν θα ξανακάνουμε με τους άλλους ανθρώπους, για όλες τις χαμένες αγκαλιές που θα φοβόμαστε να προσφέρουμε.
Και προετοιμάζομαι για το μέλλον προβάροντας στον καθρέφτη μου χαμόγελα, μεγάλα χαμόγελα που φτάνουν ως τα μάτια την καρδιά,  και το μυαλό.
«Να» λέω, «έτσι θα κοιταζόμαστε, αυτά θα είναι τα χέρια μας και οι αγκαλιές μας πια.»

και κάπως παρηγοριέμαι με αυτό..

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Χάθηκα/μεταξύ σαλονιού και μπάνιου.


Την δέκατη ημέρα εγκλεισμού ξύπνησα μέσα στην νύχτα και βγήκα στο μπαλκόνι. Μια απόκοσμη ησυχία κυριαρχούσε, στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα σπίτια, που την ημέρα μοιάζανε με κατσαρόλες που σιγοβράζουν, είχανε ησυχάσει εντελώς. Αυτό το σιγοβράσιμο μέρα τη μέρα μεγάλωνε, έμοιαζε με  αιχμάλωτη δυσφορία που  μάταια έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει. Η αρρώστια που απλώθηκε στην πόλη φυλάκισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους και εμένα στο δικό μου.

Και έτσι για να μην τρελαθώ, κάθε μέρα περπατάω. Κάνω το ίδιο δρομολόγιο, κρεβατοκάμαρα, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι. Μου αρέσει να βλέπω τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας που κρέμονται ως το μεσημέρι στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας, τα αντισηπτικά, τα γάντια και το οινόπνευμα πάνω στο πλυντήριο, τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης, τον λοιμωξιολόγο και εκπρόσωπο του υπουργείου υγείας στην οθόνη της τηλεόρασης. Καθώς περπατάω καθαρίζω- τα πόμολα, τους πάγκους και το πάτωμα- τα χέρια μου μυρίζουν αντισηπτικό, το μυρίζω ακόμα και την ώρα που κοιμάμαι.

Τα καπάκια των σπιτιών που γίνανε κατσαρόλες   εν τω μεταξύ, μέρα με την ημέρα αποκτάνε την δική τους υπόσταση. Χθες, χορεύανε στο αέρα σαν δαιμονισμένα και προχθές, ένα από αυτά είχε μεταμορφωθεί σε πίστα χορού που πάνω της χορεύανε ταγκό, οι δύο άντρες του τρίτου ορόφου. Ανακαλύψαμε έτσι πως είναι ζευγάρι και πως αγαπιούνται καιρό. Γέμισε χειροκροτήματα η γειτονιά, κάποιοι φωτογραφίζανε με τα κινητά τους, πρώτο θέμα γίνανε την επόμενη μέρα οι φωτογραφίες τους στο φέισμπουκ.

 Μετά από αυτό και κάποιοι άλλοι ξεθαρρέψανε και ανασηκώνοντας τα καπάκια,  λέγανε τα μυστικά τους, «αγαπώ τον Θανάση!» φώναζε η γυναίκα του φούρναρη και ο στρατιωτικός της απέναντι μονοκατοικίας βγήκε ένα βράδυ στο μπαλκόνι  με γυναικείο ντύσιμο- και  έπαιξε τόσο ωραία με την φυσαρμόνικά του το ταγκό του έρωτα- που αν τον άκουγε η Καραΐνδρου θα τον χειροκροτούσε και αυτή.

Και εγώ είδα ένα παράξενο όνειρο. Χάθηκα λέει μεταξύ σαλονιού και μπάνιου και έμεινα να κοιτάζω τον τοίχο σαν υπνωτισμένη. Επειδή τα πόδια μου ήτανε πιο βαριά και από μολύβι έμεινα εκεί για ώρα και καθώς κοίταζα τους κόκκους του σοβά, μια ρωγμή μου κίνησε την προσοχή και άρχισα να την ξύνω, στην αρχή ήσυχα και στην συνέχεια με μανία. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ένα άνοιγμα που όσο το κοίταζα τόσο μεγάλωνε, ώσπου στο τέλος πέρασα μέσα του και βρέθηκα σε ένα κρυφό δωμάτιο που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει.

Στο δωμάτιο είχε σκοτάδι και από τις γρίλιες ενός ξύλινου παντζουριού φαγωμένου από τον χρόνο έμπαινε λιγοστό φως, Αράχνες κρέμονταν από τα δοκάρια του ταβανιού και η σκόνη χόρευε στις ακτίνες του ήλιου που έφταναν στο πάτωμα. Ξαφνιασμένη γύρισα να κοιτάξω καλύτερα και τότε, το είδα.
Ένα παράξενο πλάσμα κρεμότανε σαν νυχτερίδα από τα δοκάρια, έμοιαζε με άνθρωπο και έμοιαζε και με ζώο «επιτέλους ήρθες» μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή «ποιος είσαι;» ρώτησα με περιέργεια «δεν με θυμάσαι; είμαι ο εραστής που το δύο χιλιάδες δέκα εξη με κλείδωσες εδώ για να μην με βρει ό άντρας σου, από τότε σε περιμένω, άργησες πολύ..»

 Άνοιξα τα μάτια απότομα και καθώς προσπαθούσα να ξυπνήσω και να συνέλθω, είμαι σίγουρη πως άκουσα το ταβάνι μου να χοροπηδάει σαν καπάκι κατσαρόλας. Αν και είμαι εντελώς βέβαιη πως, αν τα σπίτια δεν είχανε μεταμορφωθεί σε κατσαρόλες, τίποτα από  όλα αυτά δεν θα είχε ποτέ συμβεί..