Εμείς οι νεώτεροι όλοι, την αγαπούσαμε, και αποζητούσαμε πάντα την παρέα της. Και κείνη όμως νομίζω πως εμάς προτιμούσε. Έλαμπαν περιπαικτικά τα μάτια της και μια χαρούμενη πονηράδα σαν αόρατη φλόγα έπαιζε στα μάτια της. «Κοιτάξτε να δείτε»,μας έλεγε, «αυτά που σας λέω, στους άλλους δεν θα τα πείτε!» Και ήταν αυτή η συμφωνία μαζί της κάτι «ιερό»! Ποτέ δεν καλολέγαμε στην μάνα μας τι συζητάγαμε με την θεία Κίτσα, ούτε και όταν μεγαλώσαμε αρκετά και δεν υπήρχε λόγος μυστικότητας. Οι άλλοι ενήλικες πάλι, ποτέ τους στα σοβαρά δεν την πολυέπαιρναν χωρίς να έχουνε κάτι να της καταλογίσουνε. «Είναι λίγο χαρωπή,» λέγανε και χαμογελάγανε, «μην της δίνετε και πολύ σημασία»…
Ήτανε μια όμορφη γυναίκα, όχι στην πρώτη της νεότητα ,έτσι την θυμάμαι εγώ. Ζούσε με τα δύο της κορίτσια, και ήτανε το σπίτι τους αν και φτωχικό, ένας παράδεισος χαράς. «Θεία Κίτσα»,την ρωτάγαμε, «γιατί έδιωξες τον θείο Μήτσο;»
« Ά τον γρουσούζη!» έλεγε, «που τον θυμηθήκατε πάλι; Αφού σας τόπα, τον έδιωξα γιατί κάθε που έτρωγα, μετά το φαγητό, φούσκωνε η κοιλιά μου!» Εμείς τότε γελάγαμε με την ψυχή μας, τόσο αστείο μας φαινότανε, να φουσκώνει η κοιλιά της θείας Κίτσας σαν μπαλόνι παιδικό. Και αλήθεια ήτανε…Την άγχωνε και την στεναχωρούσε τόσο πολύ ο άντρας της ο Μήτσος, έτσι γκρινιάρης και μίζερος που ήτανε, που της είχε δημιουργήσει προβλήματα υγείας. Έτσι γνώρισε και τον Κλέαρχο, τον μεγάλο και παράνομο έρωτά της. Εμείς αυτόν ποτέ δεν τον γνωρίσαμε. Ακούγαμε μόνο το όνομά του, όταν στο φλυτζάνι μελετάγανε τα μελλούμενα με τις φίλες της. Γιατρός της ήτανε και μαζί ψάχνανε την γιατρειά στις αδιαθεσίες της θείας Κίτσας. Ποτέ δεν έμαθα αν ήτανε και η αιτία που έδιωξε τον Μήτσο από την ζωή της. Μόλις όμως εξαφανίστηκε ο Μήτσος από την ζωή της, εξαφανίστηκαν και οι αρρώστιες της! Σαν από θαύμα ξαφνικά η θεία Κίτσα έγιανε και ποτέ ξανά δεν ξαναπαραπονέθηκε για τίποτα. Ούτε που την ένοιαζε που ο Κλέαρχος ποτέ δικός της δεν έγινε. Κοίταζε την δουλειά της, (μοδιστρούλα ήτανε), τα παιδιά της και πάντα χαρούμενη και γελαστή, μας έλεγε τις ιστορίες και τα αστεία της.Tον Κλέαρχο πότε τον συναντούσε χαμπάρι δεν παίρναμε. Μόνο κάπου-κάπου όταν επέστρεφε από την πόλη, που για τα ψώνια της δουλειάς της πήγαινε, σαν όνειρο γεμάτα τα μάτια της ήτανε και κάτι σαν αόρατες κλωστές μακριά μας την κρατάγανε. Τότε ούτε αστεία έλεγε και ούτε χαμογέλαγε. «Είμαι κουρασμένη, αφήστε με λιγάκι ήσυχη» μας έλεγε και στην κάμαρή της μέσα κλεινότανε….
........
Πέθανε ευτυχισμένη και χαρούμενη ανάμεσα σε παιδιά και εγγόνια, ένα χιονισμένο πρωινό του Μάρτη, χωρίς να έχει καμία αγωνία για την άνοιξη που δεν είχε έρθει ακόμη…
Όμορφη αφήγηση, άλλη μια εικόνα στο πάζλ των αναμνήσεών σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία ιστορία..
ΑπάντησηΔιαγραφή"Μόνο κάπου-κάπου όταν επέστρεφε από την πόλη, που για τα ψώνια της δουλειάς της πήγαινε, σαν όνειρο γεμάτα τα μάτια της ήτανε και κάτι σαν αόρατες κλωστές μακριά μας την κρατάγανε."
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα δείγμα μονάχα ωραιότατο
Έγραψες κορίτσι :)
Πολύ ωραία αφήγηση!!!μίλησε στην καρδιά μου,όπως πιστεύω και σε πολλών γυναικών που έζησαν ανεκπλήρωτα όνειρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις ένα χάρισμα μη το αρνηθείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε τόσο απλό τρόπο να μας δίνεις αληθινές ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθια.
Εκτός αν είναι παραμύθια που με μοιάζουν αληθινές ιστορίες.
Όμορφα είναι όπως και να έχει.
Φιλιά θαλασσένια.
Καλημέρα με τις ευαισθησίες σου Ντινα μας!!....γλυκειά ιστορία, και ένας υπέροχος πίνακας να τη συνοδεύει!!...φιλιά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφεις πολύ όμορφα Ντινάκι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλιά!
Λύκε μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα καλά σου λόγια..
Ηφαιστίωνα,
χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία της Θείας Κίτσας!
Ρούλα,
Με ξαφνιάζει ευχάριστα το ότι σου αρέσει αυτό που γράφω! :))
ανώνυμος,
χαίρομαι που μίλησε έτσι μέσα σου!
Θαλασσσένια,όπως λέει και ένας φίλος μου:
"λέμε με όμορφα ψέμματα την αλήθεια!"
Φιλιά και σε σένα!
Ειρήνη,
Η υπέροχη "μοδιστρούλα" ζωγραφισμένη με μοναδικό τρόπο από έναν ξεχωριστό ζωγραφο μας!Την καληνύχτα μου...
Μαριάννα μου,
με κάνεις και κοκκινίζω! Ευχαριστώ...Καλό ξημέρωμα,φιλιά...
:)
ΑπάντησηΔιαγραφή