Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ψυχοσάββατο.


 

 

Η μνήμη μας είναι ένα αδιευκρίνιστο σύμπαν, με δικούς του νόμους και κανόνες. Παράξενα όπλα χρησιμοποιεί για να μας επαναφέρει εκεί που θέλει. Μια ξαφνική μυρωδιά που βγαίνει από ένα παράθυρο, ένας ήχος από κάποιο πουλί που κελαηδάει, μια μουσική.

 

Με τον παππού μου τον Χρήστο ας πούμε με συνδέει μια λεπτή κλωστή που στην άκρη της κρέμεται μια φράση. Είναι λοιπόν αυτή μια φράση χωρίς ιδιαίτερη σημασία και που ψάξε να βρεις εσύ γιατί, ρίζωσε στο μυαλό μου: «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.» 

 

Είχαμε τότε αμπέλι, μελίσσια, κότες, γίδες, αγελάδα, και ένα μουλάρι που το λέγανε Μάρκο. Ο παππούς μου έκανε κρασί και τσίπουρο, έβγαζε και μέλι. Πέθανε όταν ήμουνα πολύ μικρή, την λύπη μου για αυτό το γεγονός ούτε που την θυμάμαι. Από όσα λοιπόν εδώ σας απαριθμώ, τίποτα δεν έχει απομείνει. Και εμείς οι ίδιοι φύγαμε από το χωριό και το σπίτι εκείνο, απέμεινε καλοκαιρινό καταφύγιο. Μόνο μια ρίζα «γαλλικό» επέζησε, έχει ριζώσει εκεί, απλώνεται και μεγαλώνει στον φράχτη  και γεμίζει σταφύλια ολόγλυκα και μυρωδάτα.

 Και κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, έχω κληρονομήσει την φροντίδα του. Είπαμε, μέσα μου έχω ριζωμένη μια κλωστή που με πάει κατευθείαν στον πλανήτη των αναμνήσεων και στα λόγια του παππού μου, αυτά που με πολλή πειθώ δηλώνανε την ποιότητα του κλήματος. «Είναι γαλλικό.» Το κλαδεύω, του μιλάω, το τρυγώ και πιάνω τον εαυτό μου να συνδέεται κάπως ανοίκεια τρυφερά με αυτό. Πρόσφατα έμαθα πως το λένε Ιζαμπέλα, οπότε ναι, ταιριάζει το όνομα με την καταγωγή που του απέδιδε ο παππούς μου.

Στο χωριό χθες, άναψα κεράκι στους τάφους των προγόνων μου. Ήταν ψυχοσάββατο βλέπεις. Μάζεψα και τα τελευταία σταφύλια από την κληματαριά. Γλυκά και μυρωδάτα. «Και λίγο στυφά» (στραβομουτσουνιάζουν  όσοι δεν καταλαβαίνουν την προτίμησή μου σε αυτά.) Και σας λέω με σιγουριά πως και ο παππούς ήταν εκεί, με παρακολουθούσε με περηφάνια και με λίγη περιέργεια: «Άσε και κάτι για τις μέλισσες Ντίνκα, μην τα κόβεις όλα.»

 Ήταν μια ωραία ημέρα, ο ουρανός είχε ήλιο και λίγα άσπρα σύννεφα έτρεχαν εκεί, στα μνήματα τα κυκλάμινα είχανε βάψει με το γλυκό τους μωβ χρώμα  το πράσινο και μέλισσες ζουζούνιζαν γύρω μου. Το ποτάμι βούιζε κάπου μακριά, τα δέντρα σαν φύλακες στην θέση τους, έριξα μια ματιά στο σπίτι, κλείδωσα, έφυγα.

 Στον δρόμο της επιστροφής  είχα στο μυαλό μου  τον παππού. Και αυτές εδώ, οι περίπου τετρακόσιες λέξεις που σας γράφω, είναι ένα νοερό μονοπάτι που με οδήγησε πίσω στον χρόνο και στην φωνή του:

 «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.» 

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


 

Δεκαεφτά γράμματα σε μία λέξη. «Δεκαπενταύγουστος» λέμε και είναι αμέτρητες οι εικόνες που ξεχύνονται στον νου. Και σχεδόν όλες από το χωριό. (Καλά και μερικές από θάλασσες). Η εκκλησία που γιορτάζει της Παναγιάς, το οικογενειακό τραπέζι, το πανηγύρι, η πλατεία και ο κόσμος· που ελκύεται και προσελκύει. Η Κατίνα από το Κλίβελαντ, η Λούλα από την Μελβούρνη, οι γυναίκες που ντύνονται στα παραδοσιακά και χορεύουν. Όμορφα.

Σουβλάκια, αγαπητικές παρέες, μπύρες. Δυνατή, ανυπόφορη μουσική. Πότε θα απαγορέψουμε τους ενισχυτές; Πότε θα ξανατραγουδήσει ένας νεώτερος Θύμιος με το κλαρίνο του; Μόνο με το κλαρίνο του, χωρίς παρεμβάσεις, άντε και το τύμπανο και κάποιο άλλο κλαρίνο μαζί. Να αγαλλιάζει η καρδιά και να χαίρονται τα αυτιά και τα σωθικά των ανθρώπων. Αχ. Από αυτά τα αχ της νοσταλγίας, για όσα χάθηκαν αλλά πηγαινοέρχονται στην μνήμη. Απαιτητικά.

Για μια ακόμη φορά αξιωθήκαμε το οικογενειακό τραπέζι. Η μητέρα μου μεγάλωσε, ο χρόνος φαίνεται σε κάθε της κίνηση, σε κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Είναι από την γενιά που γέννησε τις γυναίκες της Πίνδου, σκάβει κήπο, καλλιεργεί, κουράζεται. Αλλά δεν βαρυγκομεί.  «Με πονάει η πλάτη μου» λέει χωρίς να σε βαραίνει. Μαγειρεύει για όλους μας με ικανοποίηση, το φαγητό της πια μιλάει χωρίς λέξεις, λίγο κάηκε το κρέας, λίγο οι πατάτες είναι κάπως. Την ευγνωμονούμε γι’ αυτό σιωπηλά, είναι αυτό το τραπέζι  η συγκολλητική ταινία που μας συνδέει, που φέρνει τα παιδιά μας από την Θεσσαλονίκη και εμάς απ’ όπου και αν είμαστε· έστω  και για μία ημέρα, να φάμε τις ντομάτες της αυλής και το κρέας με πατάτες στον φούρνο της γιαγιάς. 

Γέμισε η γειτονιά μας κόσμο. Η Λέτη, ο Παύλος, η Καίτη, ήρθανε στο χωριό και  τα φωτισμένα σπίτια τους χαίρονται.  Κάτω από το δέντρο της αυλής στον διπλανό κήπο, τρώμε γαλακτομπούρεκο  και περιμένουμε να δροσίσει πίνοντας νερό παγωμένο. Τι ανυπόφορη αυτή η φετινή ζέστη Παναγία μου;

 Κατά τις οκτώμισι ο αέρας αλλάζει. Δροσίζει απαλά και αργά-αργά η μέρα χάνεται. Ησυχάζουν όλα, σωπαίνουμε κι εμείς. Έχει μια γαλήνη αυτή η ώρα... Ακούγεται το ποτάμι που κυλάει ανεπηρέαστο, το γαύγισμα ενός σκύλου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη που τραγουδάει στο ραδιόφωνο της μάνας μου. Έχει δυναμώσει την ένταση για να ακούει, ξάπλωσε να ξεκουραστεί ικανοποιημένη, χάρηκε τα παιδιά και τα εγγόνια της, χάρηκε και τον φετινό Δεκαπενταύγουστο.Θα κοιμηθεί γαλήνια.

Του χρόνου πάλι.

Χρόνια Πολλά.

 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η Αρκούδα.


 

Αν και γεννήθηκα και ζω στον ορεινό όγκο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, αρκούδα δεν είχα δει ποτέ (εξαιρώ αυτές του Αρκτούρου.) Η μητέρα μου που μεγάλωσε στο βουνό και πηγαινοερχόταν στα μονοπάτια του, ακόμα δεν έχει δει αρκούδα στην ζωή της ·και είναι ενενήντα δύο ετών.

Μας έλεγε όμως συχνά σαν παραμύθι, για μια φορά που ο παππούς μου ο Χρήστος  συνάντησε μια αρκούδα στο δάσος. Γύρισε ξαφνικά και την είδε. Ορθώθηκε πανύψηλη και καφετιά απέναντί του και λίγο μούγκρισε· πιο πίσω τα παιδάκια της. Μπορώ να φανταστώ τον φόβο του. Πάγωσε ολόκληρος. Φαντάζομαι πάγωσε και η σκέψη του. Κι μη ξέροντας τι να κάνει, ενστικτωδώς γονάτισε και άρχισε να της μιλάει με ήρεμη και παρακλητική φωνή: «Μη με πειράξεις Μάρω μου (έτσι λέγεται η αρκούδα αν δεν το ξέρατε) μη με πειράξεις καλή μου, έχω και εγώ παιδάκια που με περιμένουν στο χωριό, πού θα τα αφήσω ορφανά, ποιός θα τα μεγαλώσει, σε παρακαλώ..»

‘Έτσι μίλησε ο παππούκας μου και η αρκούδα φαίνεται πως τον άκουσε. Κάτι κατάλαβε πάντως. Γύρισε σιγά-σιγά την πλάτη της και απομακρύνθηκε χωρίς να τον πειράξει. Από εκεί και πέρα εμένα η αρκούδα είναι κάτι σαν συγγενής μου. Χάρισε την ζωή στον πρόγονό μου και συνομίλησε μαζί του, σε μια γλώσσα ενστικτώδικη και πολύ αποτελεσματική. Χαράχτηκε μέσα μου μια εντύπωση και κάπως νοιώθω πως δεν την φοβάμαι, πως θα συνεννοηθώ μαζί της αν ποτέ χρειαστεί. Να, πώς οι άνθρωποι πια συμβιώνουν με τα αγαπημένα τους ζώα; Κάτι παρόμοιο φαντάζομαι.

Και έτσι έρχομαι στο τώρα. Τώρα, που οι αρκούδες έχουν κατεβεί από τα βουνά και για δικούς τους άγνωστους σε μένα λόγους, κυκλοφορούν σε χωριά και οικισμούς. Και που οι απειλητικές διαθέσεις των κατοίκων αυξάνονται. Και ο φόβος τους επίσης. Και που δεν έχω απάντηση σε αυτό και ούτε που ξέρω τι θάπρεπε να γίνει.
Αλλά να που φέτος το καλοκαίρι την συνάντησα και εγώ.. Οδηγούσα το αυτοκίνητό μου κάποιο πρωϊνό του Ιούλη πηγαίνοντας στο Νεστόριο και κάπου εκεί σε μία ευθεία, όπου από την μία πλευρά είναι κάποια φασουλοχώραφα και το ποτάμι και από την άλλη το βουνό, βλέπω  έκπληκτη στο φασουλοχώραφο,  να χορεύουν όρθιες μία μικρή αρκουδίτσα με το αρκουδάκι της. Πανέμορφο θέαμα σας βεβαιώνω. Αίσθηση μοναδική, από αυτές που το στήθος χαμογελάει. Μία μητέρα και το μωρό της να χαίρονται και να ευγνωμονούν το καλοκαίρι και τη ζωή. Συνέχισα οδηγώντας χωρίς να τις ενοχλήσω, ενθουσιασμένη.  Με την  ωραία αυτή εικόνα να μένει χαραγμένη στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Για πάντα νομίζω.

Σας έχω και άλλο. Δεκαπέντε μέρες μετά, επέστρεφα από το χωριό καταμεσήμερο. Στην ίδια ευθεία που περιέγραψα νωρίτερα αλλά από την άλλη πλευρά, του βουνού, βγαίνει μια μεγάλη, μαύρη, όρθια αρκούδα. Μόλις με βλέπει (βλέπει το αυτοκίνητό μου δηλαδή, το μοναδικό αυτή την στιγμή στον έτσι κ αλλιώς όχι πολυσύχναστο δρόμο) γυρίζει πίσω και ξαναμπαίνει στο δάσος. Εγώ ξανά-ενθουσιάζομαι για την συνάντηση (μέσα στην ασφάλεια του αυτοκινήτου μου φυσικά) και οδηγώντας αργά, φτάνω στο σημείο που η αρκούδα εξαφανίστηκε και ρίχνω μια ματιά προς τα εκεί. Στεκόταν όρθια στο δασωμένο μονοπάτι και περίμενε να φύγω για να κινηθεί. Με κοίταξε, την κοίταξα, έφυγα. Μου φάνηκε εξαιρετική η νοημοσύνη της. Είδε αυτοκίνητο, φοβήθηκε, κρύφτηκε, περίμενε να φύγει το αυτοκίνητο. Η κυρία Μάρω των ωραίων μας βουνών. Που αποφάσισε να μας γνωρίσει από κοντά γιατί την τρόμαξε η μοναξιά του δάσους και η έλλειψη τροφής εκεί ψηλά. Ως γνωστόν η αρκούδα λατρεύει τα κεράσια, τα κορόμηλα, τα γκόρτσα. Και τέτοια δέντρα δεν υπάρχουν πια στο βουνό.

Αυτά είχα να σας πω για την φίλη μου την αρκούδα. Και νομίζω πως θα λέω την ιστορία και στην εγγονή μου, που θα με κοιτάει με απορία και θα σκέφτεται: «καλά τι να είναι αυτή η αρκούδα που λέει η Ντίνα η γιαγιά;»

 


Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Η Άνοιξη.



 

Θέλει απεγνωσμένα να μας συναντήσει και κάνει ό,τι μπορεί για να το καταφέρει. Πυροδοτεί εκρήξεις λουλουδιών, να, οι αμυγδαλιές μοσχοβολάνε, οι μέλισσες χώνουν την μύτη τους εκεί, χώνουμε κ εμείς την δική μας, η όσφρηση ευφραίνεται, βαθειά ανάσα, αχ... «όμορφη που είναι η άνοιξη, η ζωή, οι μυρωδιές τα λουλούδια.»

Για δευτερόλεπτα ξεχνάς/ δεν υπάρχει ο κόσμος/ μέσα σε μία ανάσα ακροβατεί η ύπαρξη, αυτή η στιγμιαία ισορροπία σε υπερβαίνει, δεν σχεδιάζεις, δεν ανησυχείς, αφήνεσαι/ και αυτή η μικρή στιγμή είναι το τέλος του κόσμου, είναι και η αρχή του.

 

Ύστερα αρχίζει να φυσάει βοριάς, μαύρα σύννεφα κατεβαίνουν γρήγορα και σβήνουν το φως, χοντρές σταγόνες βροχής σε χαστουκίζουν, ρόζ πέταλα στροβιλίζονται τρομαγμένα, ένας αρχέγονος φόβος ξυπνάει μέσα σου, φεύγεις και παίρνεις μαζί σου ό,τι μπορείς, μια ροζ ανάσα να γεμίζει το στήθος και ένα κλαράκι αμυγδαλιάς..

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

Η παναγιά.

 





"Τον παλιό εκείνον καιρό που ήμουν νέος είδαν πολλά τα μάτια μου –και αλλιώτικα και συνηθισμένα- πολλά και παράξενα και όμορφα  κορίτσια που δεν τα θυμάμαι όλα. Πόσες νύχτες δεν έμεινα άυπνος να μετράω τις σκέψεις και τις λαχτάρες μου.. Μια ζωή γεμάτη ορμή, φτώχεια, κέφι και αμεριμνησία. Δεν λογάριαζα εμπόδια, ήμουνα νέος και αυτό έφτανε.

Τώρα κάθομαι στον καναπέ και τίποτε ή σχεδόν τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να με σηκώσει από εκεί, αλλά τότε, α τότε όλα βάζανε φωτιά στα μπατζάκια μου και η καρδιά μου έβραζε.

Για το κορίτσι που θα σου πω, δεν θέλω να μου πεις λέξη. Μόνο να ακούσεις. Η πρώτη γυναίκα  (λέω) που θα σου κάνει έρωτα με τρυφερότητα σε καθορίζει σαν άντρα και εμένα εκείνη με γέμισε γλύκα και μου έμεινε αξέχαστη. Φαντάρος ήμουνα τότε, και στο σώμα μου φώλιαζαν χίλιες δυό λαχτάρες, μικρές, μεγάλες, όλες απραγματοποίητες, φανταστικές προσδοκίες μου ζάλιζαν το κορμί και την σκέψη.

Εκείνα τα χρόνια όλα ήταν δύσκολα. Η κοινωνία έψαχνε τρόπο να πλουτίσει, είχε βαρεθεί την φτώχεια, τον πόλεμο, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Εργολάβοι πέφτανε με λαιμαργία πάνω σε κτίρια, τα γκρεμίζανε σε μια νύχτα, και στην θέση τους χτίζανε πολυκατοικίες. Σε χρόνο ρεκόρ οι πόλεις αλλάζανε πρόσωπο, δρόμοι με χαμηλά νεοκλασικά σπίτια και μεγάλες αυλές, μετατρέπονταν σε κεντρικές λεωφόρους με ψηλές κατασκευές χωρίς ταυτότητα.

Στην άκρη μιας τέτοιας πόλης που υπηρέτησα την θητεία μου, ήταν «το Σπίτι». Έτσι, με στόμφο το προφέρανε οι πιο παλιοί, εκεί επιθυμούσαμε σφοδρά να βρεθούμε μια μέρα οι καινούργιοι. Το σύμβολο του έρωτα  για μας άνθιζε σε εκείνη την βρώμικη άκρη της πόλης, εκείνο  που το λαχταρούσαμε με απερίγραπτη ανυπομονησία. Ήμασταν μια παρέα από  πέντε θεόφτωχα, χαρούμενα  αγόρια που σκαρώναμε σχέδια και κάναμε θυσίες για να περάσουμε την πύλη που θα μας έκανε από αγόρια άντρες, και  που στα μάτια μας φάνταζε σαν την Πύλη του Παραδείσου.

Ένα Σάββατο απόγευμα λοιπόν, αναψοκοκκινισμένοι και γεμάτοι κρυφή αγωνία, ανεβήκαμε τα πέντε σκαλιά και αποφασιστικά ανοίξαμε τη πράσινη ξεβαμμένη πόρτα του σπιτιού. Μια ευχάριστη μυρωδιά ξεχυνόταν στον διάδρομο, και εμένα με κυρίευσε μια γαλήνη και μια αγωνία, σαν εκείνη που  όταν ήμουνα πιτσιρίκι χάιδευα τα άσπρα πόδια της γυναίκας του φούρναρη και εκείνη γέλαγε «άστο καλέ, μην το πονηρεύεις» έλεγε στην μάνα μου.


Μπήκαμε στο σαλόνι. Πέντε νεαροί άντρες, ένα μπουκέτο από ανασφαλή αγόρια μπροστά σε μια αφρισμένη θάλασσα. Οκτώ θηλυκές υπάρξεις σήκωσαν τα μάτια τους, «βρε καλώς τα» νόμισα πως άκουσα, έκανα ένα βήμα πίσω, ξαφνικά ήθελα να φύγω, κάποιος με σκούντηξε, έμεινα ακίνητος και κοίταζα σιωπηλά.

Τα μάτια μου ακούμπησαν σε ένα ανάλαφρο πρόσωπο με μεγάλα μάτια.  Ήτανε πολύ χαριτωμένη, τα είχε όλα όσα ήθελα και κάτι παραπάνω, το βλέμμα μου κόλλησε επάνω της, εκείνη μου έκλεισε το μάτι «έλα»  έγνεψε και ενώ εγώ έτρεμα σαν ψάρι, ανεβήκαμε την σκάλα. Όταν γδύθηκε κει με πήρε στην αγκαλιά της νομίζω πως λιποθύμησα, μπορεί και να συνέβη στ αλήθεια, χάθηκα και αναστήθηκα και όταν έφυγα από εκεί ήμουνα σίγουρος πως είχα πάρει στην αγκαλιά μου το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου, «ίδια η παναγιά» παραμιλούσα στον δρόμο της επιστροφής.

Σύντομα τα μάθαμε όλα για εκείνη. Ο άντρας της ήτανε ναυτικός και έλειπε χρόνια, την είχε ξεχάσει λέγανε και εκείνη ήτανε μόνο εικοσιοκτώ χρονών και το αίμα της έβραζε. Μια μέρα γνώρισε έναν ξένο, ξετρελάθηκε, τα παράτησε όλα και έφυγε μαζί του. Όταν επέστρεψε δεν την αναγνωρίσανε. Είχε κόψει τα μαλλιά της, το κάποτε όμορφο πρόσωπό της τώρα  ήτανε κίτρινο και είχε μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Την ακούγανε τις νύχτες να κλαίει και μετά να  τραγουδάει ένα λυπημένο τραγούδι, είχε ωραία φωνή και το ανοιχτό παράθυρο την άφηνε να ξεχυθεί στον δρόμο και να φτάσει μέχρι την θάλασσα. Συμπεράνανε πως τον είχε αγαπήσει πολύ εκείνον τον ξένο, εκείνος όμως όχι, και πως η ζωή συνεχίζεται.

Μια μέρα εκείνη σταμάτησε να κλαίει και αποφάσισε πως τελείωσε και με την πίστη και με την αγάπη. Τις έκλεισε και τις δύο  σε ένα σεντούκι και πέταξε το κλειδί στην θάλασσα. Διάλεξε τότε να πέσει  σε μια φωλιά από άντρες έτοιμους για όλα, έτοιμη για όλα κ εκείνη, λευκή σελίδα σε μια νέα ζωή χωρίς όρια και όρους.

Εμείς πάλι συνεχίσαμε το πήγαινε έλα στην άκρη της πόλης. Ανοίγαμε την ξεβαμμένη πόρτα με λαχτάρα και την ξανακλείναμε με ανακούφιση. Και εκείνη ήταν η μόνη που κατόπιν  είχε θέση στις συζητήσεις της παρέας μας, κάτι απροσδιόριστο την είχε απομονώσει και την είχε τοποθετήσει σε έναν οικείο χώρο που δεν τολμούσαμε να εξερευνήσουμε. Καμιά φορά την συναντούσαμε  και στις βόλτες μας  κάτω από τα τείχη, περπατούσε σαν ελαφίνα, σαν να δραπέτευε από κάτι και πάλι μου έμοιαζε με παναγιά, μας χαιρετούσε με ένα ελαφρύ νεύμα, εγώ σκόνταφτα στο πλακόστρωτο και οι άλλοι με πειράζανε, « χάνεις τα λόγια σου όταν μιλάς γι αυτήν», «είναι που  λάμπει σαν τον ήλιο»  απαντούσα.

Την ημέρα που έγινε το κακό επέστρεφα από άδεια. Κατέβηκα από το λεωφορείο ξημερώματα δύσθυμος, κάτι μου πλάκωνε το στήθος. Μια μυγα βούιζε γύρω μου, την έδιωχνα με το χέρι, εκείνη ξαναγύριζε, την πέτυχα με την εφημερίδα στο μπατζάκι μου, έγινε λιώμα μεμιάς,  την λυπήθηκα που διαλύθηκε έτσι την κακομοίρα.

Τότε άκουσα τις φωνές. Πολλές φωνές  τρομαγμένες, «έβαλε φωτιά και την έκαψε» ξεχώρισα να λέει μια γυναίκα, «ποιος έβαλε φωτιά, ποια έκαψε;» αναρωτήθηκα και προχώρησα προς τις φωνές.

Τώρα που βλέπω τον εαυτό μου στην οθόνη του μυαλού μου να περπατάει σε εκείνο τον δρόμο μπροστά από το σπίτι της παραμένω ψύχραιμος, αλλά τότε  το κεφάλι μου κάηκε μαζί με αυτό που είδα και γονάτισα στο χώμα. Καπνός έβγαινε από τα παράθυρα και την στέγη, άνθρωποι είχαν μαζευτεί εκεί «κάρβουνο έγινε η γυναίκα» λόγια που δεν ήθελα να ακούσω πέφτανε σαν στραγάλια στο χώμα «γύρισε ο κερατάς, τι ήθελε και γύρισε; έμαθε τα μαντάτα στο καφενείο, τη περίμενε στο σπίτι την έλουσε με βενζίνη και της έβαλε φωτιά, κάηκε το μισό σπίτι, τώρα αυτή στο χώμα και αυτός στην φυλακή»

Έτσι τελείωσε αυτή η ιστορία αγάπης. Σε αυτή την πόλη έμεινα δυόμιση μήνες ακόμα αλλά όλα ήταν αλλιώτικα, είχα απότομα ενηλικιωθεί και η λύπη μου ήταν πιο μεγάλη από τον κόσμο. Που δεν έλαμπε πια.

Λίγες μέρες αργότερα πήγα στα χαλάσματα του σπιτιού της ψάχνοντας ούτε και εγώ ήξερα τι. Ήθελα να κρατήσω κάτι από εκείνη, κάτι δικό της, μοναδικό. Το  σπίτι ήταν σιωπηλό, αέρας έμπαινε από τα ανοίγματα των τοίχων, η ζωή που κάποτε υπήρχε εκεί μέσα είχε σβήσει. Κάτι θλιβερά απομεινάρια και ένα μισό-καμένο μπαούλο μου τράβηξε την προσοχή-το άνοιξα, η φωτιά δεν είχε εισχωρήσει εκεί- και ώ, κάτι βρήκα. Δύο πράγματα ήτανε εκεί μέσα :  ένα βιβλίο και η βέρα της που έγραφε όνομα και ημερομηνία.

 Άνοιξα το βιβλίο, «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ» διάβασα «δια τους μαθητές της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών, Πειραιεύς 1959.»  Στην τελευταία λευκή σελίδα κάποιος είχε σκιτσάρει ένα αντρικό πρόσωπο,  ένα διπλωμένο χαρτάκι έπεσε στο πάτωμα. «Ήθελα πολύ να μ αγαπάς εσύ που δεν μ αγάπησες» έγραφε και ξαφνικά, το σπίτι, η αυλή, ο δρόμος και η πόλη όλη, πλημμύρισε από το άρωμά της.

Έφυγα από εκεί και δεν ξανακοίταξα πίσω μου ποτέ. Την βέρα την άφησα στο μπαούλο, το βιβλίο το πήρα μαζί μου, ακόμα το έχω σε ένα συρτάρι σπάνια το ανοίγω και θυμάμαι, να όπως τώρα που σου μιλάω.."

 


(Πριν λίγες μέρες καταλογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά,  ο Βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο «ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ»  και υπότιτλο «δια τους μαθητάς της Γ΄τάξεως Ε. Ν. των Ν. Σχολών Μηχανικών». Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξώφυλλου και του σκίτσου στο φβ προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου, όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό..)

 

Συμμετέχουν:

 Βιβλιοθηκάριος

Τσαλαπετεινός

Quasar

Rubies and Clouds 

Rubies and Clouds 2


Κυριακή 15 Αυγούστου 2021

(Ας γράψουμε κάτι και για τον φετεινό δεκαπενταύγουστο.)



Χθες πήγαμε στο πανηγύρι. Τα παλιά τα χρόνια το χωριό την γιόρταζε την Παναγιά και στην πλατεία υπήρχανε για δύο νύχτες τραπέζια, οργανοπαίχτες και κόσμος πολύς. Ύστερα ήρθε το River Party και όλα αλλάξανε.

 

Όμως χθες το βράδυ, η νύχτα είχε κάτι από τα παλιά. Μπορεί να μην χορέψανε τα πόδια μας, αλλά οι αναμνήσεις μας, μας χορέψανε στο ταψί. Τα θυμηθήκαμε όλα. Τις βόλτες πέρα δώθε, τα φλερτ τα εφηβικά, τους ελληνοαμερικάνους που (τώρα και τότε) είναι πάντα εδώ αυτή τη μέρα, το πρώτο τσιγάρο που καπνίσαμε κρυφά, τα κοριτσίστικα μυστικά μας.

 

Είναι που η ψυχή -που δεν γερνάει ποτέ- παθαίνει ντεζαβού και ξαναγίνεται έφηβη κρατώντας τα εγγόνια από το χέρι.  Είναι που ξανασυναντιόμαστε  γύρω από μια πλατεία, όλοι μαζί, τραπέζι- τραπέζι, όσοι τότε μετρούσαμε τα βήματά μας και τρέχαμε προς την μεγάλη έξοδο της ζωής.

 

Και ήτανε ωραία χθες βράδυ. Χθές, που ο κορονοιός μας χώριζε και μας ένωνε, δεν μας άφησε να πιαστούμε χέρι χέρι, μόνο μας συνέδεσε με τις αόρατες κλωστές της νοσταλγίας. Και με τα γέλια στο πρόσωπο και τα μάτια γεμάτα με κάτι από το φως της εφηβείας.

 

Χρόνια μας πολλά.

 


Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

11Μαΐου


 Χθες βράδυ με τρόμαξε ο σεισμός. Είχα μόλις γυρίσει στο σπίτι μισομεθυσμένη απο δύο ποτήρια άσπρο κρασί που ήπιαμε στον καθαρό αέρα της όχθης της Αγοράς. Και καθώς τρομάζοντας με κατέκλυσαν οι σκέψεις της ματαιότητας, θυμήθηκα τα λόγια της γριούλας που, χθες το μεσημέρι, μου διέκοψε το διάβασμα στο πεζούλι κάτω απο τα πεύκα:

«Τίποτα η ζωή, τυράνια, οικονομίες, προσπαθεια. Τίποτα στο τέλος. Πεθανε ο άντρας μου, πέθανε ο γυιός μου, πέθαναν όλοι. Μόνη μου έμεινα. Κανείς. Βγαίνω λίγο περπατάω, βλέπω τηλεόραση, τίποτα και η τηλεόραση. Θα δεις. Θα παντρευτείς, θα μεγαλώσεις, θα περάσουν όλα. Τίποτα στο τέλος, τίποτα» 


(το ότι με ρώτησε τι τάξη πηγαίνω -αφού διαβάζω- ενώ είδε το μυρμηγκάκι στο μανίκι μου και το έδιωξε,είχε καλή όραση δηλαδή, εγώ το αφήνω ασχολίαστο και εκτεθειμένο σε πικρόχολες ή χαμογελαστές σκέψεις.)


Έχω καταλήξει πως η 11η Μαΐου είναι μία σημαντική ημερομηνία στην ζωή μου, αφού καταμετρώ σε αυτήν σημαντικές ενάρξεις σχέσεων ή καταστάσεων, με όμορφο ή άσχημο τέλος (δεν έχει καμμία σημασία αυτό).

Οπότε χθες, που ζαλισμένη από το κρασί με κατατρόμαξε ο σεισμός, δεν κουνήθηκα καθόλου από την θέση μου, σκέφτηκα πως το νούμερο 11 Μαΐου κάτι ενδιαφέρον θα μου φέρει, μπορεί και ένα τέλος ή μια αρχή, και έτσι αποκοιμήθηκα.


Θέλω όμως σήμερα να γράψω κάτι για τα όσα αφήσαμε πίσω μας  αυτή την τρομερή χρονιά και τα όσα  θα ονειρευτούμε μπροστά μας. Πίσω μου βλέπω τις στενάχωρες απώλειες, τον φόβο και την μοναξιά του κόβιντ, την αγάπη των φίλων μου και των δικών μου, τα όσα κατάφερα να υλοποιήσω και να φέρω εις πέρας αυτόν τον δύσκολο χειμώνα, την νέα ζωή ( το δώρο του κορονοϊού) που ήρθε στην οικογένειά μου και την άλλαξε, το κέφι και τις αντοχές που κατάφερα να διατηρήσω.  


Όμως σήμερα το πρωΐ, ήρθε μια τέτοια στιγμή που με νίκησε μια κούραση ψυχική, κάτι σαν άδειασμα εξαντλητικό, σαν την ματαιότητα που τα λόγια της μελαγχολικής και γλυκύτατης γιαγιούλας  μου εκφράσανε. 


Ίσως οι αντοχές να έχουν όρια, ίσως πάλι και όχι. Έτσι κ αλλιώς ξέρουμε πως όλα είναι όπως εμείς αποφασίσαμε να είναι και όσο τους επιτρέψαμε να μας κατακλύσουνε.


Και αυτή είναι μια πεποίθηση πολύ αισιόδοξη έχω να πώ, γιατί έχει την δύναμη να φέρει τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Ή και να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Γιατί, πριν απο κάθε αθέατη αλλαγή που έρχεται καλπάζοντας, πάντα υπάρχει μια στιγμή που όλα αιωρούνται, σιωπούν και περιμένουνε.