Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ψυχοσάββατο.


 

 

Η μνήμη μας είναι ένα αδιευκρίνιστο σύμπαν, με δικούς του νόμους και κανόνες. Παράξενα όπλα χρησιμοποιεί για να μας επαναφέρει εκεί που θέλει. Μια ξαφνική μυρωδιά που βγαίνει από ένα παράθυρο, ένας ήχος από κάποιο πουλί που κελαηδάει, μια μουσική.

 

Με τον παππού μου τον Χρήστο ας πούμε με συνδέει μια λεπτή κλωστή που στην άκρη της κρέμεται μια φράση. Είναι λοιπόν αυτή μια φράση χωρίς ιδιαίτερη σημασία και που ψάξε να βρεις εσύ γιατί, ρίζωσε στο μυαλό μου: «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.» 

 

Είχαμε τότε αμπέλι, μελίσσια, κότες, γίδες, αγελάδα, και ένα μουλάρι που το λέγανε Μάρκο. Ο παππούς μου έκανε κρασί και τσίπουρο, έβγαζε και μέλι. Πέθανε όταν ήμουνα πολύ μικρή, την λύπη μου για αυτό το γεγονός ούτε που την θυμάμαι. Από όσα λοιπόν εδώ σας απαριθμώ, τίποτα δεν έχει απομείνει. Και εμείς οι ίδιοι φύγαμε από το χωριό και το σπίτι εκείνο, απέμεινε καλοκαιρινό καταφύγιο. Μόνο μια ρίζα «γαλλικό» επέζησε, έχει ριζώσει εκεί, απλώνεται και μεγαλώνει στον φράχτη  και γεμίζει σταφύλια ολόγλυκα και μυρωδάτα.

 Και κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, έχω κληρονομήσει την φροντίδα του. Είπαμε, μέσα μου έχω ριζωμένη μια κλωστή που με πάει κατευθείαν στον πλανήτη των αναμνήσεων και στα λόγια του παππού μου, αυτά που με πολλή πειθώ δηλώνανε την ποιότητα του κλήματος. «Είναι γαλλικό.» Το κλαδεύω, του μιλάω, το τρυγώ και πιάνω τον εαυτό μου να συνδέεται κάπως ανοίκεια τρυφερά με αυτό. Πρόσφατα έμαθα πως το λένε Ιζαμπέλα, οπότε ναι, ταιριάζει το όνομα με την καταγωγή που του απέδιδε ο παππούς μου.

Στο χωριό χθες, άναψα κεράκι στους τάφους των προγόνων μου. Ήταν ψυχοσάββατο βλέπεις. Μάζεψα και τα τελευταία σταφύλια από την κληματαριά. Γλυκά και μυρωδάτα. «Και λίγο στυφά» (στραβομουτσουνιάζουν  όσοι δεν καταλαβαίνουν την προτίμησή μου σε αυτά.) Και σας λέω με σιγουριά πως και ο παππούς ήταν εκεί, με παρακολουθούσε με περηφάνια και με λίγη περιέργεια: «Άσε και κάτι για τις μέλισσες Ντίνκα, μην τα κόβεις όλα.»

 Ήταν μια ωραία ημέρα, ο ουρανός είχε ήλιο και λίγα άσπρα σύννεφα έτρεχαν εκεί, στα μνήματα τα κυκλάμινα είχανε βάψει με το γλυκό τους μωβ χρώμα  το πράσινο και μέλισσες ζουζούνιζαν γύρω μου. Το ποτάμι βούιζε κάπου μακριά, τα δέντρα σαν φύλακες στην θέση τους, έριξα μια ματιά στο σπίτι, κλείδωσα, έφυγα.

 Στον δρόμο της επιστροφής  είχα στο μυαλό μου  τον παππού. Και αυτές εδώ, οι περίπου τετρακόσιες λέξεις που σας γράφω, είναι ένα νοερό μονοπάτι που με οδήγησε πίσω στον χρόνο και στην φωνή του:

 «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.»