Είναι
ένα πέτρινο σπίτι που χτίστηκε κάποτε με
τις καλύτερες προθέσεις. Βλέπει ανατολικά, άσχετα αν αργεί το φως της ανατολής
να φτάσει στα παράθυρά του· είναι που το βουνό απέναντι είναι τόσο ψηλό που του
κρύβει τη θέα. Έχει όμως στα πόδια του έναν θησαυρό, εκεί που τελειώνει η κατηφόρα του κήπου, είναι το ποτάμι. Τα παλιά τα χρόνια από εκεί πίνανε νερό, εκεί πλένανε και τα ρούχα τους το καλοκαίρι, τα
τρίβανε πάνω στις μεγάλες πλάκες με ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι και τα
ξεπλένανε ύστερα στα γάργαρα νερά. Εκεί πλατσουρίζανε και τα πιτσιρίκια στις μεγάλες
ζέστες και δροσίζανε τις αταξίες τους.
Μέσα
στο σπίτι, υπάρχει και ένα
μισοτελειωμένο δωμάτιο. Πάτωμα δεν έχει, μόνο κάτι χοντρά τετράγωνα σανίδια πάνε στον
απέναντι τοίχο και γυρνάνε πίσω, ούτε παράθυρο στο άνοιγμα απ' όπου μπαίνει το φως. Η φτώχεια
φταίει που δεν ετοιμάστηκε ποτέ, κλείσανε την πόρτα να μην το βλέπουν, «αργότερα
θα το φτιάξουμε», είπανε, «όταν θα
έχουμε περισσευούμενα λεφτά» και αυτό το «αργότερα» απέκτησε αιώνιο νόημα,
ακόμα το δωμάτιο ατελείωτο είναι και περιμένει τα λεφτά που δεν αυγατίσανε
ποτέ.
Στο μπροστινό
δωμάτιο το καλοκαίρι κοιμόντουσαν τα κορίτσια. Είχε δύο μεγάλα παράθυρα και
έβλεπε στον κήπο. Το μεγάλο μπρούντζινο κρεβάτι με τα ωραία κάγκελα για κεφαλάρι, δεν
ήταν δικό τους, το είχανε κληρονομήσει από μια δυστυχισμένη θεία, πλούσια και
άτυχη, είχε πεθάνει από τον καημό της για έναν αρραβωνιαστικό που δεν γύρισε ποτέ από τα ξένα, έφυγε, την ξέχασε και την
γέμισε πίκρα, δηλητήριο στάζανε και τα
λόγια της, τόσο πολύ της περίσσευε το
φαρμάκι που το κατάπιε μια μέρα και έτσι πέθανε.
Τις πλάκες
της αυλής τις βάφανε άσπρες γύρω-γύρω με
ασβέστη κάθε Σάββατο. Εκεί κάτω από την μεγάλη ακακία μαζευότανε οι γειτόνισσες
και χαζεύανε τα απογεύματα. Παίρνανε και την δουλειά τους μαζί, κάποια έπλεκε
κάλτσες, άλλη μπάλωνε με την βελόνα φθαρμένα ρούχα, ήταν η ωραία τους ώρα, λέγανε
τα βάσανά τους, λέγανε και τις χαρές τους, κρύβανε τις ελπίδες τους. Εκείνη την
εποχή οι άνθρωποι φοβότανε να ελπίσουν.
Κάποια μέρα απελπίστηκαν. «Εδώ δεν έχει προκοπή, θα πάμε στην Αυστραλία», βγήκε με τα πολλά η απόφαση. Πρώτα θα έφευγε ο πατέρας, μετά η μεγάλη αδερφή, στο τέλος η μάνα με τα δύο μικρότερα. Έτσι και έγινε.
Το
σπίτι άρχισε να ξηλώνεται με την κάθε απουσία και να γίνεται έρημο τοπίο. Ένα θλιμμένο πρωινό φύγανε και οι
τελευταίοι. Η μάνα έκανε τον σταυρό της, φίλησε τα εικονίσματα, κλείδωσε για
τελευταία φορά την πόρτα του σπιτιού της και αφού παρέδωσε τα κλειδιά στον πιο έμπιστο
άνθρωπο της καρδιάς της, κοίταξε τον ουρανό, κοίταξε το σπίτι, κοίταξε και το
ποτάμι και τα αποχαιρέτησε για πάντα. Με πνιγμένα αναφιλητά ανέβηκε
στο φορτηγό και χάθηκε μαζί με τα παιδιά της στην στροφή του δρόμου.
Κοντά
πενήντα χρόνια μετά το σπίτι συνεχίζει το μοναχικό του ταξίδι μες στον χρόνο με
το μισοτελειωμένο δωμάτιο να χάσκει σε ένα αλλόκοτο κενό, το σκονισμένο μπρούντζινο κρεβάτι της άτυχης
γυναίκας στο καλοκαιρινό δωμάτιο και το ξύλινο
εικονοστάσι με την καρφωμένη στο ξύλο του εικόνα της Παναγίας. Ο κήπος έγινε
δάσος πυκνό τυχαίων δέντρων, η ακακία
ξεράθηκε και χάθηκε χωρίς κανείς να
θυμάται πότε και οι πλάκες της αυλής χάθηκαν κάτω από την πυκνή βλάστηση της εγκατάλειψης. Ο χωρίς γυρισμό μισεμός ολοκληρώθηκε
με επιτυχία, αυτοί που φύγανε ζήσανε καλά και όσοι μείνανε ακόμα καλύτερα, ένας
μεγάλος κύκλος έκλεισε, ένας άλλος άνοιξε, και η ζωή πάντα εκεί στη θέση της, να επιμένει συνεχίζει να αλλάζει χωρίς ποτέ να
λογαριάζει τις δικές μας επιθυμίες…
Πόσο όμορφη περιγραφή!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου Μέρα!!
[Τάνια]
Σ ευχαριστώ!
Διαγραφή♥️
υπέροχη γραφή.. με ταξίδεψες εκεί στην άκρη στο ποτάμι.. στο πέτρινο σπίτι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραιο είναι να έχεις συνταξιδιώτες σ αυτό το ταξίδι των αναρτήσεων, ευχαριστώ!
Διαγραφή