Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

άχνη στον αέρα.


Το πρώτο που θυμάμαι μόλις ακούω την λέξη Χριστούγεννα είναι τα κάλαντα. Η ανάμνηση πηγαινοέρχεται· μία στα πολύ παιδικά μου χρόνια στο χωριό, με πολύ χιόνι, κρύο, παγωμένα δάχτυλα, τάλιρα και δραχμούλες και μία στην εφηβεία μου, στην Καστοριά με τους φίλους μου από το σχολείο. Τα αγάπησα και  τ’  αγαπώ σαν ονειροπαρμένη. Είμαι πανέτοιμη την ήμερα εκείνη και περιμένω:

- «να τα πούμε;»
 -«να τα πείτε φυσικά»

 Tα λένε -όχι όλα- μόνο όσα θυμούνται, πρόσωπα παιδικά, αγοράκια και κοριτσάκια που δεν σε κοιτούν στα μάτια, μόνο ντροπαλά τραγουδάνε με φωνές χερουβείμ του ονείρου.

Πολύ αργότερα αγάπησα τους κουραμπιέδες. Βρήκα την συνταγή που  γεμίζει την ατμόσφαιρα   μυρωδιά γιορτής και ψημένα αμύγδαλα, ζεστό βούτυρο και γλυκιά άχνη με βανίλια. Με συναρπάζει η διαδικασία όπου  δάχτυλα και  δαχτυλάκια ξεφλουδίζουν με υπομονή τα ζεματισμένα αμύγδαλα, τα ψιλοκόβουνε και μαζί  μ αυτά, σκορπίζουνε πάνω στο τραπεζομάντηλο κομματάκια αγάπης. Κάνουν καρδούλες τα μάτια μου και  για τις μύτες που οσφραίνονται ανυπόμονα τον αέρα και περιμένουν να δοκιμάσουνε τον πρώτο κουραμπιέ (ζεστό ακόμα).


Είναι αυτή η γιορτή ένα κομματάκι  τόσο δα από έναν   καλά κρυμμένο εαυτό στην ενήλικη κυνικότητά μας;  Έχει κάτι από την δύναμη και την αδυναμία μας;  Είναι η χαμένη μας παιδικότητα που κολλάει χαριτωμένα τα μούτρα της πίσω από το τζάμι;  Ή μήπως είναι μόνο η ανάγκη πετάξουμε  για λίγο ψηλά σαν νιφάδα χιονιού στον παγωμένο ουρανό του Δεκέμβρη και ύστερα να ξανακυλήσουμε πίσω  και να λιώσουμε ηδονικά πάνω σε μια ζεστή παλάμη; Μικρή σημασία έχει γιατί, έτσι και αλλιώς, στο τέλος πάντα ένας άγιος με κόκκινο σκούφο θα είναι εκεί για να μας γοητεύει και να μας απογοητεύει, χειραγωγώντας με επιτυχία την απόλυτη ανάγκη μας για το ανεκπλήρωτο.


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Η χρονιά που δεν πήγαμε στο πανηγύρι.





Η Αλέκα πέθανε μια μέρα σαν και τούτη που περιμέναμε το πανηγύρι του Άργους. Είχε ήλιο έξω και εμείς  μια μεγάλη χαρά που θα πηγαίναμε. Κάποια στιγμή, εκεί που περιμέναμε το λεωφορείο να μας μεταφέρει στην πόλη, είδαμε την Ελένη του Χαρίση  να κατηφορίζει βιαστικά. Φαινότανε ταραγμένη·  "τι τρέχει;" την ρωτήσανε οι γυναίκες. Εκείνη άρχισε να μιλάει βιαστικά και  καθώς μιλούσε έχανε τα λόγια της, σάλια ξεφεύγανε από το στόμα της, στο τέλος άρχισε να κλαίει. "Τι έγινε;"  ρωτήσαμε τη μάνα με περιέργεια. Εκείνη μας αγκάλιασε και μας είπε πως δεν θα πηγαίναμε στο Άργος αυτή τη φορά, γιατί κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί στο χωριό μας.

 Δεν είχε όρεξη να μιλήσει άλλο, τα μάτια της είχανε μια μεγάλη λύπη και από πράσινα γινήκανε σκούρο καφέ. Φοβηθήκαμε να ρωτήσουμε παραπάνω και περιμέναμε ανήσυχα εγώ και ο αδερφός μου να μάθουμε τι είχε συμβεί. Στο σπίτι, μας φέρθηκε τόσο τρυφερά που μας ξένισε· δεν ήμασταν συνηθισμένοι βλέπεις σε τέτοιες γλύκες, η μάνα ήτανε μια αυστηρή γυναίκα που δεν χάριζε τα χάδια της εύκολα. Μας έδωσε να φάμε από μια μεγάλη φέτα ψωμί βούτυρο με μέλι, καθίσαμε ήσυχα στην γωνιά μας.

Τότε μπήκε στο σπίτι η θείτσα μου, ταραγμένη και αυτή και άρχισαν να μιλάνε. Έτσι μάθαμε πως το προηγούμενο βράδυ η Αλέκα, συμμαθήτριά μας και φίλη από το πάνω χωριό, είχε πάει να μαζέψει το μουλάρι από το χωράφι που το είχανε δέσει με τριχιά για να βόσκει όλη μέρα. Καθώς γύριζε στο σπίτι με το ζώο έδεσε στο χεράκι της την άκρη της τριχιάς και μάλλον κατηφόριζε τραγουδώντας. Κάπου εκεί παραμόνευε φαίνεται και η κακιά της η μοίρα, γιατί εκείνη την ώρα κάτι το τρόμαξε το ζωντανό και εκείνο άρχισε ξαφνικά  να τρέχει. Το παιδί δεν πρόλαβε να αντιδράσει, ούτε να λύσει το σκοινί από το χέρι του και έτσι ένας τρελός χορός θανάτου ξεκίνησε και τελείωσε με το μουλάρι να επιστρέφει ώρες αργότερα στο σπίτι σέρνοντας  πίσω του το νεκρό κορίτσι.

Την άλλη μέρα την κηδέψαμε. Μια όμορφη μέρα ενός πικρού Σεπτέμβρη η Αλέκα, το κορίτσι με τα ξανθά σγουρά μαλλιά, τα κόκκινα μάγουλα και το πλατύ χαμόγελο στα χείλη ταξίδεψε στην κοιλάδα με τους λειμώνες και χάθηκε από τις ζωές μας. Περάσανε πολλά χρόνια από τότε μα κάθε Σεπτέμβρη την θυμάμαι και στην ανάμνησή της, γεμίζει λύπη η ψυχή μου και φως τα μάτια μου· είναι το φως που άφησε πίσω του το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, είναι η  κατάκτηση της κάθε μέρας που νυχτώνει,  ή μήπως είναι το πανηγύρι που μας περιμένει;

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

(Μερικές φορές θέλω να πηδήξω πάνω από την σκιά μου)



..και τότε ονειρεύομαι πως είμαι ηρωίδα μυθιστορήματος καλοκαιρινού που ταξιδεύει σε πανέμορφο τουριστονήσι, τα  μάτια μου θαυμάζουν επικά ηλιοβασιλέμματα και γαλάζιες θάλασσες, ανακαλύπτω μυστικά μονοπάτια, χάνομαι σε πράσινα πευκοδάση, ανασαίνω βαθιά την μυρωδιά τους· θεραπεύομαι.

Ύστερα κολυμπάω σε πρασινογάλαζα νερά, τόσο διάφανα που νομίζω πως θα σπάσουν, είμαι μια γυναίκα- δελφίνι, γύρω μου κολυμπάνε σαργοί και χρυσοκίτρινα ψαράκια, γλυστράω και χάνομαι σε ακρογιαλιές με ονόματα ποιητικά, γυαλισκάρι, μυρτιώτισσα, κοντογυαλός, οι λέξεις  τους σκάνε σαν κύμα στ αυτιά  μου· με ηδονίζουν.

Ό άντρας που είναι μαζί μου μ´ αγαπάει και αυτή η αυταπάτη μοιάζει τόσο πολύ με την θάλασσα.. Είναι η θάλασσα και είμαι η αμμουδιά, πάει και έρχεται, μια μου λέει ναι και μια μου λέει όχι, τη μέρα γελάει σαν παιδί, τη νύχτα γίνεται ένα θορυβώδες κύμα που τα παρασύρει όλα.

 Πιάνω  τότε χαρτί να γράψω για το όνειρό μου αυτό και το μόνο που θυμάμαι είναι ένα φεγγάρι να γλιστράει στη θάλασσα την νύχτα και να γεμίζει ασήμι τον ουρανό, στο κατάστρωμα έχει μπόλικη ομορφιά, υγρασία και κρύο, χώνομαι σε μια ζεστή μασχάλη, με υιοθετεί με πρόθυμη διάθεση, μένω για λίγο εκεί, μ αρέσει και με φοβίζει, με φοβίζει σαν το σκοτάδι που καταπίνει όλο το φως, μ αρέσει σαν όλες τις θάλασσες, τους ουρανούς· τον κόσμο όλο αχ..



Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

ένα πουλί τραγούδαγε







Είδα ένα πολύ ωραίο όνειρο χθες. Ένα πουλάκι τραγουδούσε, καθότανε  χαμηλά και το χώμα όπου στεκότανε είχε το χρώμα της άμμου και την υφή της σκόνης. Απέναντί του σε ημικύκλιο όλα τα ζώα και τα πουλιά της πλάσης ακούγανε μαγεμένα το τραγούδι του, εντελώς αφοσιωμένα, τόσο πολύ τα είχε συναρπάσει αυτό το κελάηδημα, που είχανε πάρει το χρώμα του εδάφους και δεν φαινότανε, σαν χαμαιλέοντες προσαρμοσμένα στον περιβάλλοντα χώρο. Πλησίασα με περιέργεια και το μόνο που είδα ήτανε ένα πουλάκι να τραγουδάει. Στάθηκα και εγώ και άκουγα το συγκλονιστικό πραγματικά τραγούδι του. Την ώρα που τελείωνε όμως και κανονικά θα ήτανε η ώρα των πολύ θερμών χειροκροτημάτων, τα ζωντανά συνήλθανε και πλέον δεν ήτανε καθόλου αφομοιωμένα με το περιβάλλον και το γλυκό κελάηδημα του πουλιού εκείνου, αρχίσανε να κινούνται γρήγορα , ο τόπος γέμισε κατσίκες, πτηνά, σκόνη και πανικό..

Την προηγούμενη νύχτα είχα πιεί μια μπύρα και είχα τρελά διασκεδάσει με τους φίλους μου στην συναυλία των Blues Wire..

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Οι διάφανες μέρες του Αυγούστου και η Καστοριά.




Τις τελευταίες μέρες του  ο Αύγουστος τις αφιερώνει στην ανάγκη του για τελειότητα και γι αυτό τις κάνει όσο πιο όμορφες μπορεί. Το θέλουν και εκείνες και γίνονται συνεργάτες του, φοράνε το πιο διάφανο χρώμα του ουρανού, ζεσταίνουν τους δρόμους με τις πιο  ιδανικές θερμοκρασίες, χαίρονται οι λιγοστοί διαβάτες που απομείνανε, αμετανόητοι εραστές της καλοκαιρινής πόλης. Οι λιγοστοί ξένοι που τολμούν και την επιλέγουνε, είναι τυχεροί γιατί θα τους αγαπήσει και ίσως τους αποκαλύψει και κάτι από την  ψυχή της. 

Η Καστοριά φαίνεται και είναι όμορφη, έτσι που λάμπει από  το κάλλος που απλόχερα της χαρίστηκε λόγω της κυρίαρχης θέσης της πάνω από την λίμνη και κάτω από τον ουρανό. Γιατί η Καστοριά είναι πάνω από την λίμνη, καθρεφτίζεται στα νερά της, την υποτάσσει και της υποτάσσεται και με αυτή τη λάγνα διάθεση μαγνητίζει τους πάντες, ξέρει να το κάνει, ξέρει επίσης και να το απολαμβάνει.

Ταυτόχρονα είναι η πόλη που βρωμίζει την λίμνη της με ασύδοτη ευκολία και χωρίς καμία εμφανή τύψη, ξεχνάει εύκολα τα χρόνια που επιζούσε και διατρεφότανε από αυτήν, σπάνια σκέφτεται πώς θα πρέπει να διορθώσει την ζημιά που προκαλεί σε αυτήν την υδάτινη ανάσα, υιοθετεί μια κακομαθημένη αλήτικη και προκλητική συμπεριφορά, νομίζει  πως το δικαιούται και έτσι λάθος εκφράζεται, με τον εγωισμό της υπεροχής της.

Όμως.. είναι υπέροχη όταν σε παίρνει από το χέρι  και με μια σπάνια ευαισθησία σε πάει περίπατο  στον δρόμο δίπλα και γύρω από την λίμνη, χαρίζει στα μάτια σου το πιο σπάνιο φως, κίτρινο και γαλάζιο και πράσινο, που ξετρυπώνει ανάμεσα από τα πλατιά φύλλα των πλατανιών, σου μεταγγίζει την δροσερή ανάσα των πανύψηλων δέντρων και θαμπώνει τα μάτια σου με τις αστραφτερές αντανακλάσεις των νερών. 

Είναι υπέροχη και ξέρει να σε ξαφνιάζει. Εκεί μέσα στην φύση βάζει μια βυζαντινή Παναγία να σου χαμογελάει, σε συγκινεί αυτή η συνάντηση, αναβλύζει μέσα σου μια μνήμη προγονική, θέλεις να συναντηθείς με αυτήν την ανάγκη, μπαίνεις μέσα στον ναό και σε κυριεύουν αμέσως οι σκιές. Όταν βγεις έξω θα νομίζεις πως είσαι εμπλουτισμένος με μια άλλη γνώση, απατηλή ή όχι, καμία σημασία δεν έχει, εσύ έχεις κερδίσει αυτό που δεν φαντάστηκες, χαίρεσαι και ευχαριστείς γι αυτό, είσαι έτοιμος να συνεχίσεις, επιθυμείς να γνωρίσεις καλύτερα τον τόπο αυτόν με τα κρυμμένα μυστικά και τα φανερά κάλλη.


Και τότε είσαι δικός της. Θα σε αγαπήσει όπως μόνο εκείνη ξέρει να αγαπά, θα σε περπατήσει σε ξεχασμένα σοκάκια και χορταριασμένες αυλές παλιών αρχοντικών, θα σε ξεναγήσει σε όλους τους τρούλους και τις κεραμοσκεπές, θα σου δείξει τα απομεινάρια από τα τείχη που κάποτε την προστάτευαν, θα κλάψει με λύσσα εκεί που τα ίχνη των  εβραίων κατοίκων της και  της πολυπολιτισμικής της εποχής, έχουνε με επιμέλεια εξαφανιστεί, θα σου δείξει ακόμα και την ντροπή της για τον ερειπωμένο Μεντρεσέ και το ένα και ξεχασμένο τζαμί της πόλης.

Θα σου εξομολογηθεί τότε τον πόνο της και την κρυφή της ελπίδα, πως θα μπορούσαν λέει όλα να αλλάξουνε, πως θα μπορούσαν αυτά τα ερείπια να γίνουν μνημεία μιας νέας, ενδιαφέρουσας εποχής και πως οι χιλιάδες τουρίστες που θα τα επισκέπτονταν θα τα μεταφέρανε σαν παραμύθι  στις πατρίδες τους και  θα λέγανε για μια σπουδαία πόλη, τόσο σπουδαία που αγάπησε τις μνήμες  και το παρελθόν της, όσο και την ίδια της την υπόσταση.

 Έτσι θα γίνετε φίλοι μοιραζόμενοι μνήμες, επιθυμίες και πληγές. Τώρα είσαστε έτοιμοι να καθίσετε στο ίδιο τραπέζι και να τσουγκρίσετε τα ποτήρια σας πίνοντας τσίπουρο δίπλα στην λίμνη. Και αφού πιείτε και λυθεί η γλώσσα σας θα σας μιλήσει και  για τα άλλα στολίδια της.

 Θα σας πει για τα μεγάλα κρύα  και τα πανέμορφα χιονισμένα δάση. Για τον Γράμμο και το Βίτσι, το εμφύλιο αίμα,  τα ερειπωμένα χωριά  και  το Πάρκο της Εθνικής Συμφιλίωσης. Για τις λίμνες της Πρέσπας, τον Λιμναίο της οικισμό με τις καλαμένιες του σκεπές, τα απολιθωμένα δάση και τα πολύχρωμα φύλλα του φθινοπώρου, τα άγρια μανιτάρια και τα ταβερνάκια που τα μαγειρεύουνε. Για τα ραγκουτσάρια του χειμώνα και τα ολονύκτια γλέντια τους. Για τα μικρά καφέ που επωάζουν ωραίες παρέες, καλλιτεχνικές ανησυχίες και  όμορφες στιγμές.  Για τις αντίζηλες πόλεις και  τους θαυμάσιους ανθρώπους της. Για τα ποτάμια και τα καλοκαιρινά πάρτυ που γεμίζουν τις όχθες τους με νεαρούς πόθους και μοναδικά καλοκαιρινές κεφάτες στιγμές

 Και έτσι καθώς θα πίνετε και θα εξομολογείστε κοινωνώντας  τους πόθους και τα πάθη σας, κάπως έτσι θα σας βρει το ξημέρωμα, και τότε ξαφνικά θα έχετε ανακαλύψει πως έχετε γίνει μύστες και γνώστες  μιας μεγάλης  πανανθρώπινης ανάγκης, της σπουδαίας επιθυμίας για επικοινωνία μεταξύ κάθε ανθρώπου, κάθε πόλης και κάθε φυλής του κόσμου ετούτου, που ολοκληρώνεται μόνο όταν  έχει  κατακτήσει και έχει πλήρως κατακτηθεί..