Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Το πορτοκάλι.


 

Ο μπαμπάς μου καθαρίζει πορτοκάλι. Με το μαχαίρι κόβει το επάνω μέρος του σαν να κόβει  καπέλο. Μόνο την φλούδα. Στην συνέχεια το χαράζει· γύρω-γύρω με το μαχαίρι το χαράζει μία φορά, και μετά άλλη μία, κάθετα στην άλλη γραμμή. Ξεφλουδίζει το πορτοκάλι με άνεση. Το έχει κάνει πολλές φορές, έχει συνηθίσει το χέρι του την διαδικασία, το κάνει να μου φαίνεται εύκολο.  Δεν είναι· όταν προσπάθησα να το κάνω μόνη μου, απλά τσαλαπάτησα ένα πορτοκάλι. 

Αφού αφαιρέσει τις φλούδες, τις βάζει πάνω στην σόμπα. Η μυρωδιά των εσπεριδοειδών φτάνει σιγά σιγά στην μύτη μου. Ανασαίνω βαθειά μια μυρωδιά που μου αρέσει, μια μυρωδιά που ο μπαμπάς μου εφήυρε. «Θέλεις πορτοκάλι;» ακούω την φωνή του. Θέλω. Είμαι οκτώ χρονών και θέλω να φάω αυτό που μου προσφέρει ο μπαμπάς μου. Φοβάμαι μήπως είναι ξινό, σκέφτομαι πως μπορεί νάχει κουκούτσια. Αλλά θέλω. Καθώς καταπίνω το ζουμερό φρούτο, μία χαρά κατεβαίνει μαζί του από το στόμα στο σώμα μου. «Ο μπαμπάς είναι στο σπίτι, κάθεται στο δωμάτιο μαζί μας, έξω χιονίζει και ε υ τ υ χ ώ ς δεν θα φύγει για να πάει στην δουλειά του.»

Κάτω ακούγεται ο θόρυβος που κάνει η μαμά. Ταψιά και κατσαρόλες και η φωνή του παππού μου που διακόπτει την σιωπή. Εγώ σωπαίνω και τρώω πορτοκάλι από το χέρι του μπαμπά. Δεν μιλώ, δεν θέλω να διακόψω αυτή την σιωπή την γεμάτη ευτυχία και μυρωδιά πορτοκαλιού. Σωπαίνω και ακούω την φωνή που τραγουδάει στο ραδιόφωνο, «φέρτε μου ένα μαντολίνο-για να δείτε πώς πονώ» λέει αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω τι θα πει πονώ και μου φαίνεται πως ακούω το πιο χαρούμενο τραγούδι στον κόσμο. Κάπως έτσι κάποιες αναμνήσεις φυτεύονται μέσα μας και δεν χάνονται ποτέ, γίνονται αιώνιες και πολύ δεδομένες. Ευτυχώς.


Ο μπαμπάς ανοίγει το πορτάκι της σόμπας. Με προσοχή σπρώχνει με την μασιά στο χέρι του τις ξεροκαμένες φλουδίτσες και τις πετάει στην φωτιά. Οι φλόγες τις καταπίνουν λαίμαργα και μία άλλου είδους ευωδιά απλώνεται  τώρα στο δωμάτιο. Το τσικ τσικ που ακούγεται καθώς καίγονται οι φλούδες, το ζεστό μας δωμάτιο, το χιόνι που πέφτει έξω, ο μπαμπάς μου που σιγοτραγουδάει, οι θόρυβοι κάτω στην κουζίνα. Γιορτή. Το βράδυ θα κόψουμε την βασιλόπιττα και θα νοιώσω μία από τις πρώτες απογοητεύσεις την ζωής μου αν δεν κερδίσω το φλουρί. Αλλά δεν με νοιάζει · σήμερα, χάρηκα τόσο δυνατά με αυτό το πορτοκάλι από τα χέρια του μπαμπά.

Και κάπως έτσι, κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου  αυτό το φρούτο, θυμάμαι. Και νοερά μυρίζω  τις ξεροκαμένες πορτοκαλόφλουδες των οκτώ μου χρόνων, σε ένα χωριό της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς με πολύ χιόνι και κρύο.

Καλή χρονιά να έχουμε.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Ψυχοσάββατο.


 

 

Η μνήμη μας είναι ένα αδιευκρίνιστο σύμπαν, με δικούς του νόμους και κανόνες. Παράξενα όπλα χρησιμοποιεί για να μας επαναφέρει εκεί που θέλει. Μια ξαφνική μυρωδιά που βγαίνει από ένα παράθυρο, ένας ήχος από κάποιο πουλί που κελαηδάει, μια μουσική.

 

Με τον παππού μου τον Χρήστο ας πούμε με συνδέει μια λεπτή κλωστή που στην άκρη της κρέμεται μια φράση. Είναι λοιπόν αυτή μια φράση χωρίς ιδιαίτερη σημασία και που ψάξε να βρεις εσύ γιατί, ρίζωσε στο μυαλό μου: «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.» 

 

Είχαμε τότε αμπέλι, μελίσσια, κότες, γίδες, αγελάδα, και ένα μουλάρι που το λέγανε Μάρκο. Ο παππούς μου έκανε κρασί και τσίπουρο, έβγαζε και μέλι. Πέθανε όταν ήμουνα πολύ μικρή, την λύπη μου για αυτό το γεγονός ούτε που την θυμάμαι. Από όσα λοιπόν εδώ σας απαριθμώ, τίποτα δεν έχει απομείνει. Και εμείς οι ίδιοι φύγαμε από το χωριό και το σπίτι εκείνο, απέμεινε καλοκαιρινό καταφύγιο. Μόνο μια ρίζα «γαλλικό» επέζησε, έχει ριζώσει εκεί, απλώνεται και μεγαλώνει στον φράχτη  και γεμίζει σταφύλια ολόγλυκα και μυρωδάτα.

 Και κατά έναν περίεργο και ανεξήγητο τρόπο, έχω κληρονομήσει την φροντίδα του. Είπαμε, μέσα μου έχω ριζωμένη μια κλωστή που με πάει κατευθείαν στον πλανήτη των αναμνήσεων και στα λόγια του παππού μου, αυτά που με πολλή πειθώ δηλώνανε την ποιότητα του κλήματος. «Είναι γαλλικό.» Το κλαδεύω, του μιλάω, το τρυγώ και πιάνω τον εαυτό μου να συνδέεται κάπως ανοίκεια τρυφερά με αυτό. Πρόσφατα έμαθα πως το λένε Ιζαμπέλα, οπότε ναι, ταιριάζει το όνομα με την καταγωγή που του απέδιδε ο παππούς μου.

Στο χωριό χθες, άναψα κεράκι στους τάφους των προγόνων μου. Ήταν ψυχοσάββατο βλέπεις. Μάζεψα και τα τελευταία σταφύλια από την κληματαριά. Γλυκά και μυρωδάτα. «Και λίγο στυφά» (στραβομουτσουνιάζουν  όσοι δεν καταλαβαίνουν την προτίμησή μου σε αυτά.) Και σας λέω με σιγουριά πως και ο παππούς ήταν εκεί, με παρακολουθούσε με περηφάνια και με λίγη περιέργεια: «Άσε και κάτι για τις μέλισσες Ντίνκα, μην τα κόβεις όλα.»

 Ήταν μια ωραία ημέρα, ο ουρανός είχε ήλιο και λίγα άσπρα σύννεφα έτρεχαν εκεί, στα μνήματα τα κυκλάμινα είχανε βάψει με το γλυκό τους μωβ χρώμα  το πράσινο και μέλισσες ζουζούνιζαν γύρω μου. Το ποτάμι βούιζε κάπου μακριά, τα δέντρα σαν φύλακες στην θέση τους, έριξα μια ματιά στο σπίτι, κλείδωσα, έφυγα.

 Στον δρόμο της επιστροφής  είχα στο μυαλό μου  τον παππού. Και αυτές εδώ, οι περίπου τετρακόσιες λέξεις που σας γράφω, είναι ένα νοερό μονοπάτι που με οδήγησε πίσω στον χρόνο και στην φωνή του:

 «Νύφη, αυτό το σταφύλι κάνει καλό κρασί, γαλλικό είναι.» 

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ


 

Δεκαεφτά γράμματα σε μία λέξη. «Δεκαπενταύγουστος» λέμε και είναι αμέτρητες οι εικόνες που ξεχύνονται στον νου. Και σχεδόν όλες από το χωριό. (Καλά και μερικές από θάλασσες). Η εκκλησία που γιορτάζει της Παναγιάς, το οικογενειακό τραπέζι, το πανηγύρι, η πλατεία και ο κόσμος· που ελκύεται και προσελκύει. Η Κατίνα από το Κλίβελαντ, η Λούλα από την Μελβούρνη, οι γυναίκες που ντύνονται στα παραδοσιακά και χορεύουν. Όμορφα.

Σουβλάκια, αγαπητικές παρέες, μπύρες. Δυνατή, ανυπόφορη μουσική. Πότε θα απαγορέψουμε τους ενισχυτές; Πότε θα ξανατραγουδήσει ένας νεώτερος Θύμιος με το κλαρίνο του; Μόνο με το κλαρίνο του, χωρίς παρεμβάσεις, άντε και το τύμπανο και κάποιο άλλο κλαρίνο μαζί. Να αγαλλιάζει η καρδιά και να χαίρονται τα αυτιά και τα σωθικά των ανθρώπων. Αχ. Από αυτά τα αχ της νοσταλγίας, για όσα χάθηκαν αλλά πηγαινοέρχονται στην μνήμη. Απαιτητικά.

Για μια ακόμη φορά αξιωθήκαμε το οικογενειακό τραπέζι. Η μητέρα μου μεγάλωσε, ο χρόνος φαίνεται σε κάθε της κίνηση, σε κάθε γκριμάτσα του προσώπου της. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Είναι από την γενιά που γέννησε τις γυναίκες της Πίνδου, σκάβει κήπο, καλλιεργεί, κουράζεται. Αλλά δεν βαρυγκομεί.  «Με πονάει η πλάτη μου» λέει χωρίς να σε βαραίνει. Μαγειρεύει για όλους μας με ικανοποίηση, το φαγητό της πια μιλάει χωρίς λέξεις, λίγο κάηκε το κρέας, λίγο οι πατάτες είναι κάπως. Την ευγνωμονούμε γι’ αυτό σιωπηλά, είναι αυτό το τραπέζι  η συγκολλητική ταινία που μας συνδέει, που φέρνει τα παιδιά μας από την Θεσσαλονίκη και εμάς απ’ όπου και αν είμαστε· έστω  και για μία ημέρα, να φάμε τις ντομάτες της αυλής και το κρέας με πατάτες στον φούρνο της γιαγιάς. 

Γέμισε η γειτονιά μας κόσμο. Η Λέτη, ο Παύλος, η Καίτη, ήρθανε στο χωριό και  τα φωτισμένα σπίτια τους χαίρονται.  Κάτω από το δέντρο της αυλής στον διπλανό κήπο, τρώμε γαλακτομπούρεκο  και περιμένουμε να δροσίσει πίνοντας νερό παγωμένο. Τι ανυπόφορη αυτή η φετινή ζέστη Παναγία μου;

 Κατά τις οκτώμισι ο αέρας αλλάζει. Δροσίζει απαλά και αργά-αργά η μέρα χάνεται. Ησυχάζουν όλα, σωπαίνουμε κι εμείς. Έχει μια γαλήνη αυτή η ώρα... Ακούγεται το ποτάμι που κυλάει ανεπηρέαστο, το γαύγισμα ενός σκύλου, η Ελευθερία Αρβανιτάκη που τραγουδάει στο ραδιόφωνο της μάνας μου. Έχει δυναμώσει την ένταση για να ακούει, ξάπλωσε να ξεκουραστεί ικανοποιημένη, χάρηκε τα παιδιά και τα εγγόνια της, χάρηκε και τον φετινό Δεκαπενταύγουστο.Θα κοιμηθεί γαλήνια.

Του χρόνου πάλι.

Χρόνια Πολλά.

 

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η Αρκούδα.


 

Αν και γεννήθηκα και ζω στον ορεινό όγκο της βορειοδυτικής Μακεδονίας, αρκούδα δεν είχα δει ποτέ (εξαιρώ αυτές του Αρκτούρου.) Η μητέρα μου που μεγάλωσε στο βουνό και πηγαινοερχόταν στα μονοπάτια του, ακόμα δεν έχει δει αρκούδα στην ζωή της ·και είναι ενενήντα δύο ετών.

Μας έλεγε όμως συχνά σαν παραμύθι, για μια φορά που ο παππούς μου ο Χρήστος  συνάντησε μια αρκούδα στο δάσος. Γύρισε ξαφνικά και την είδε. Ορθώθηκε πανύψηλη και καφετιά απέναντί του και λίγο μούγκρισε· πιο πίσω τα παιδάκια της. Μπορώ να φανταστώ τον φόβο του. Πάγωσε ολόκληρος. Φαντάζομαι πάγωσε και η σκέψη του. Κι μη ξέροντας τι να κάνει, ενστικτωδώς γονάτισε και άρχισε να της μιλάει με ήρεμη και παρακλητική φωνή: «Μη με πειράξεις Μάρω μου (έτσι λέγεται η αρκούδα αν δεν το ξέρατε) μη με πειράξεις καλή μου, έχω και εγώ παιδάκια που με περιμένουν στο χωριό, πού θα τα αφήσω ορφανά, ποιός θα τα μεγαλώσει, σε παρακαλώ..»

‘Έτσι μίλησε ο παππούκας μου και η αρκούδα φαίνεται πως τον άκουσε. Κάτι κατάλαβε πάντως. Γύρισε σιγά-σιγά την πλάτη της και απομακρύνθηκε χωρίς να τον πειράξει. Από εκεί και πέρα εμένα η αρκούδα είναι κάτι σαν συγγενής μου. Χάρισε την ζωή στον πρόγονό μου και συνομίλησε μαζί του, σε μια γλώσσα ενστικτώδικη και πολύ αποτελεσματική. Χαράχτηκε μέσα μου μια εντύπωση και κάπως νοιώθω πως δεν την φοβάμαι, πως θα συνεννοηθώ μαζί της αν ποτέ χρειαστεί. Να, πώς οι άνθρωποι πια συμβιώνουν με τα αγαπημένα τους ζώα; Κάτι παρόμοιο φαντάζομαι.

Και έτσι έρχομαι στο τώρα. Τώρα, που οι αρκούδες έχουν κατεβεί από τα βουνά και για δικούς τους άγνωστους σε μένα λόγους, κυκλοφορούν σε χωριά και οικισμούς. Και που οι απειλητικές διαθέσεις των κατοίκων αυξάνονται. Και ο φόβος τους επίσης. Και που δεν έχω απάντηση σε αυτό και ούτε που ξέρω τι θάπρεπε να γίνει.
Αλλά να που φέτος το καλοκαίρι την συνάντησα και εγώ.. Οδηγούσα το αυτοκίνητό μου κάποιο πρωϊνό του Ιούλη πηγαίνοντας στο Νεστόριο και κάπου εκεί σε μία ευθεία, όπου από την μία πλευρά είναι κάποια φασουλοχώραφα και το ποτάμι και από την άλλη το βουνό, βλέπω  έκπληκτη στο φασουλοχώραφο,  να χορεύουν όρθιες μία μικρή αρκουδίτσα με το αρκουδάκι της. Πανέμορφο θέαμα σας βεβαιώνω. Αίσθηση μοναδική, από αυτές που το στήθος χαμογελάει. Μία μητέρα και το μωρό της να χαίρονται και να ευγνωμονούν το καλοκαίρι και τη ζωή. Συνέχισα οδηγώντας χωρίς να τις ενοχλήσω, ενθουσιασμένη.  Με την  ωραία αυτή εικόνα να μένει χαραγμένη στο μυαλό μου και στην καρδιά μου. Για πάντα νομίζω.

Σας έχω και άλλο. Δεκαπέντε μέρες μετά, επέστρεφα από το χωριό καταμεσήμερο. Στην ίδια ευθεία που περιέγραψα νωρίτερα αλλά από την άλλη πλευρά, του βουνού, βγαίνει μια μεγάλη, μαύρη, όρθια αρκούδα. Μόλις με βλέπει (βλέπει το αυτοκίνητό μου δηλαδή, το μοναδικό αυτή την στιγμή στον έτσι κ αλλιώς όχι πολυσύχναστο δρόμο) γυρίζει πίσω και ξαναμπαίνει στο δάσος. Εγώ ξανά-ενθουσιάζομαι για την συνάντηση (μέσα στην ασφάλεια του αυτοκινήτου μου φυσικά) και οδηγώντας αργά, φτάνω στο σημείο που η αρκούδα εξαφανίστηκε και ρίχνω μια ματιά προς τα εκεί. Στεκόταν όρθια στο δασωμένο μονοπάτι και περίμενε να φύγω για να κινηθεί. Με κοίταξε, την κοίταξα, έφυγα. Μου φάνηκε εξαιρετική η νοημοσύνη της. Είδε αυτοκίνητο, φοβήθηκε, κρύφτηκε, περίμενε να φύγει το αυτοκίνητο. Η κυρία Μάρω των ωραίων μας βουνών. Που αποφάσισε να μας γνωρίσει από κοντά γιατί την τρόμαξε η μοναξιά του δάσους και η έλλειψη τροφής εκεί ψηλά. Ως γνωστόν η αρκούδα λατρεύει τα κεράσια, τα κορόμηλα, τα γκόρτσα. Και τέτοια δέντρα δεν υπάρχουν πια στο βουνό.

Αυτά είχα να σας πω για την φίλη μου την αρκούδα. Και νομίζω πως θα λέω την ιστορία και στην εγγονή μου, που θα με κοιτάει με απορία και θα σκέφτεται: «καλά τι να είναι αυτή η αρκούδα που λέει η Ντίνα η γιαγιά;»