Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Η Λαϊκή του Σαββάτου


Η λαϊκή του Σαββάτου ( ειδικά τούτη την εποχή) είναι μια  μικρή απόλαυση. Λίγοι οι πάγκοι που πουλάνε τα προϊόντα τους στον δρόμο που μετατρέπεται σε πεζόδρομο για λίγες ώρες, δίπλα σε μια πλατεία με  καταπράσινα δέντρα. Μαρούλι, σπανάκι, κρεμμυδάκια, ρόκα,  μήλα ντόπιας παραγωγής, μπερδεμένα με ξενόφερτες ντομάτες, φράουλες, πεπόνια και βερίκοκα.

Όλοι γνωρίζονται με όλους. "Καλημέρα Σάκη, έχεις ρόκα σήμερα;", " όχι Κωνσταντίνα, μου χάλασε, άνθισε και έβγαλε λουλούδια", συναναστροφές ανθρώπων ανέξοδες, απαλλαγμένες από αναπόφευκτα πρέπει, ανάλαφρες γι’ αυτό.

Ο ήλιος χαϊδεύει, χαϊδεύει και η ανοιξιάτικη δροσιά, σε νοιάζει ετούτη η ευτυχία που χαρίζεται ανέξοδα, θέλεις να την κρατήσεις για πάντα και ας ξέρεις πως θα τελειώσει μόλις γυρίσεις την πλάτη σου σ αυτήν.

Για την επιστροφή, διαλέγεις σοκάκια ήσυχα, ανεπηρέαστα από τον χρόνο και τον θόρυβο της πόλης, ξεχασμένα σχεδόν. Το αυτοκίνητο ίσα που χωράει στο στενό σημείο κάτω από το σπίτι της κυρίας Σελήνης, θυμάσαι ημέρες και ώρες πίσω στον χρόνο που δεν υπάρχουν πια, ούτε η γυναίκα με το ποιητικό όνομα  υπάρχει. Στην λησμονημένη αυλίτσα της ανθίζουν κάτι μικρά  τριαντάφυλλα, ροζ διακριτικές πιτσιλιές σε πίνακα λαϊκού ζωγράφου.

  Σκέφτεσαι πως στην επόμενη λαϊκή μπορεί να βρέχει , το εκτυφλωτικό της παπαρούνας πάνω στο πεζούλι της βυζαντινής εκκλησίας μπορεί να μην το προσέξεις καν, σταγόνες βροχής ίσως ψιθυρίσουν μυστικά  στο μυαλό σου, το εφήμερο ετούτο νόημα που δεν ξέρεις καλά να το εξηγήσεις  σε κανέναν - ούτε στον εαυτό σου - θα το χαρείς ξανά, και θάναι κομματάκι κερδισμένο από τον χρόνο που τρέχει, στολιδάκι ψυχικό, σαν το φυλαγμένο μυστικό στην χρυσή καρδούλα της νονάς που ήταν κρεμασμένη πάνω απ την καρδιά σου..



Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Πρωινό ξύπνημα


Κάθε που ερχόταν καλοκαίρι φιλοξενούσαμε στο σπίτι στο χωριό τα ξαδέρφια μου από την πόλη.

Η πόλη δεν ήταν απλά μία άλλη περιοχή ή κάποιο άλλο μέρος. Η πόλη – για μένα τουλάχιστον - ήταν σαν πελώριο αδιάβροχο κουτί, τυλιγμένο με χαρτί πολυτελείας, γυαλιστερό, με φιόγκο χρυσαφί, όπου μπαινόβγαιναν  άνθρωποι πολύ καθαροί, ευγενικοί, ψηλοί, με περιποιημένα νύχια και καινούργια παπούτσια. Δηλαδή καμιά σχέση με μας που παίζαμε πετροπόλεμο σε λασπωμένους δρόμους, τσακωνόμασταν μεταξύ μας για ψύλλου πήδημα, σκοτώναμε τα πουλιά με σφενδόνες, κλωτσάγαμε τις γάτες και το είχαμε ντροπή να λερώσουμε κουτάλι και πιρούνι όταν τρώγαμε. Αγρίμια ήμασταν μέσα στις πέτρες και στη σκιά του βουνού που μας εξουσίαζε και στον ύπνο και στον ξύπνιο.

Ευγενικά, καθαρά και όμορφα τα ξαδέλφια μου, αφού τα περιεργαζόμουν μια δυο μέρες, σιγά σιγά τα συνήθιζα. Ήταν λίγο μεγαλύτερα από μένα και τα αγαπούσα πολύ, όχι μόνο γιατί ήταν ξαδέλφια μου, αλλά γιατί μου έδιναν κάτι που οι άλλοι στο χωριό δεν είχαν. Μια γυαλάδα από την πόλη, μια συμμαχία ισχυρή, που με αναβάθμιζε στα μάτια των φίλων μου, με ενίσχυε καθοριστικά στα παιχνίδια μας, με βοηθούσε να ονειρεύομαι τις χώρες που έβλεπα στο βιβλίο της γεωγραφίας και, το κυριότερο, να εκφράζω την αγάπη μου με φιλιά κι αγκαλιές άφοβα, χωρίς να κινδυνεύω να με παρεξηγήσουν τα άλλα παιδιά.

Αποκαμωμένοι από την ατέλειωτη, γεμάτη παιχνίδια μέρα, ξαπλώναμε τις ζεστές καλοκαιρινές βραδιές στρωματσάδα, ό ένας δίπλα στον άλλον και μοιραζόμασταν κλεφτές νυχτερινές κουβέντες, αστεία και ιστορίες για τη Βούλα, την Έλσα, τη Δώρα μέχρι να μας πάρει για τα καλά ο ύπνος.

Ερχόταν η αυγή και μας μοίραζε χρώματα, πολλά χρώματα. Πορτοκαλί σαν τις κουρτίνες του δωματίου, κόκκινα σαν τα κεράσια που κλέβαμε από το περιβόλι της εκκλησίας, γαλάζια και ροζ, σαν τα θερινά φορέματα των κοριτσιών.

Ακούγαμε τα κελαηδήματα των πουλιών, τον αγέρα που ανασήκωνε τα φτερά τους, τη δροσιά που απλωνόταν στα φύλλα των δέντρων, τον τριγμό από τα πέταλα των λουλουδιών και τα φτερά των μελισσών όπως ξεδιπλώνονταν μέσα στις κυψέλες. Χανόμασταν πετώντας πάνω από το βουνό μέχρι αργά το πρωί και μετά, ξεκούραστοι ρουφούσαμε τη μέρα μέχρι που σκοτείνιαζε.

Οι διακοπές δυστυχώς κάποτε τελείωναν. Θυμάμαι τη μάνα μου να τους ξυπνά όλους εκτός από μένα. Εγώ θα έμενα πίσω στο σπίτι, τα ξαδέρφια μου θα επέστρεφαν στην πόλη. Άκουγα να διαμαρτύρονται για το πρωινό ξύπνημα, να σιγοψιθυρίζουν  και να γελούν χαρούμενα που θα επέστρεφαν πίσω στους φίλους τους, στους ωραίους δρόμους και τα φώτα.

Ξύπνιος από ώρα καθόμουν ατάραχος, κρυμμένος στο σεντόνι, σαν ψάρι φοβισμένο στην βαθειά φωλιά του. Καθόμουν και κάπου κάπου έριχνα καμιά ματιά τριγύρω. Το σεντόνι με πλάκωνε, βαρύ, πέτρινο, ασήκωτο, γεμάτο χαραμάδες. Από αυτές παραμόνευα.

Οι μέρες που είχαν περάσει με έδεναν στο πάτωμα και το στόμα μου σφάλιζαν για να μην ουρλιάξω.
Πού πάτε; Καθίστε λίγο ακόμη.

Όταν όλοι ήταν έτοιμοι για αναχώρηση, άκουγα:
«Ξυπνήστε τον να χαιρετίσει».
Άστον, έλεγαν οι μεγάλοι, κοίτα τι ύπνο έχει.

Έρχονταν, με φιλούσαν κι έφευγαν. Εγώ σαν σκορπιός, ακίνητος, πεθαμένος, ατάραχος. Έκλεινε η πόρτα κι άρχιζε το μαρτύριο. Εγώ, το αγρίμι, γέμιζα δάκρυα. Πλημμύριζε το δωμάτιο θάλασσα, βαρκούλα αναζητούσα να ταξιδέψω να χαθώ. Το σώμα μου έμενε μετέωρο, η γης χανόταν κι απ’ τον ουρανό ούτε ένα σύννεφο. Πλάκα μαύρη, αδιαπέραστη. Κανένας θόρυβος, όλα πεθαμένα, κρύα, άγνωστα, μικρά και υπόγεια. Αν κινιόμουν, κινδύνευα να διαλυθώ.

Και διαλυόμουν. Περνούσαν μέρες για να αναζητήσω τα κομμάτια μου. Περνούσαν ακόμα περισσότερες για να συνηθίσω τα μέλη μου και τη λειτουργία τους να ανακαλύψω γι’ ακόμη μια φορά.

Με τα χέρια πιάνεις.
Με τα πόδια περπατάς.
Με τα μάτια βλέπεις.
Με την καρδιά πεθαίνεις και ανασταίνεσαι.
*


(Από την συλλογή διηγημάτων του Γιάννη Πάσχου, Μία νύξ δι’ έν έτος, εκδόσεις Μελάνι.)

Σάββατο 9 Μαΐου 2015

Ανοιξιάτικη βροχή.


Πάντα ήξερε από βροχές ο Μάιος. Εκεί που ξεχνιόσουνα στον γαλάζιο του τον ουρανό και στα ωραία του χρώματα και έλεγες να συμμαχήσεις με το καλοκαίρι, νά σου τον και θύμωνε, σαν κακοξυπνημένος γέρος που δεν ευχαριστήθηκε τον μεσημεριανό του ύπνο, έπιανε και άστραφτε και βροντούσε και έριχνε μπόρες δυνατές και κεραυνούς πολλές φορές.

Στην αρχή θύμωνες· "τι κακό ειν’ ετούτο όσο πήγαινε να στρώσει ο καιρός, τι τόθελε τούτο το πισωγύρισμα;" αναρρωτιόσουνα σιωπηλά και φωναχτά μαζί θυμωμένος και συ. Πήγαινες στο παράθυρο και έβλεπες την καταιγίδα να πέφτει στο πλακόστρωτο. Μαζί της ξέπλενε όλη την σκόνη της πόλης από τα φύλλα των δέντρων, από τις στέγες και τις αυλές, από τις άσπρες πλάκες της πλατείας και απ τα λερωμένα τζάμια των αμαξιών.

 Άκουγες τον ήχο της να δυναμώνει τρόμαζες και θαύμαζες μαζί, και καθώς έπαιρνε να χαμηλώνει σιγά σιγά, έβγαινες στο μπαλκόνι να μυρίσεις την βροχή, "σιγά θα βραχείτε, μπείτε μέσα", μάλωνες στοργικά τα παιδιά που στριμώχνονταν να βγουν και αυτά έξω, μύριζε βρεγμένο χώμα κάπου μακριά έπαιρνες βαθιές ανάσες, πολύ βαθιές, τόσο ώστε να τις φυλάξεις σε μέρος μυστικό, νάχεις να θυμάσαι στις  μακρινές ώρες και στις ζεστές μέρες ενός καυτού καλοκαιριού που δεν ήτανε ποτέ μακριά.


Την άλλη μέρα η πόλη άστραφτε σαν καινούργια. Οι κόκκινες σκεπές ξεπλυμένες κάτω απ τον ήλιο, ο αέρας διάφανος, η λίμνη ήσυχη και μαργιόλα, ο ουρανός γαλάζιος με παχουλά αγγελούδια να ζωγραφίζουν άσπρα συννεφάκια και να παίζουν μαζί τους.

Ο Μάιος,  ίδιος μα και εντελώς διαφορετικός με τον χθεσινό, παίζει τώρα τάβλι με τους φίλους του στα τραπεζάκια έξω, γελάει ευχαριστημένος και στρίβει τα μουστάκια του με τούτη την ομορφιά, και κάθε που ένα αέρινο φουστάνι κάνει τις πλάκες του πεζοδρομίου να κοκκινίζουν από  κάτι σαν ανατρίχιασμα, ξαναστρίβει το μουστάκι του, χτυπάει το χέρι στο τραπέζι και λέει δυνατά: "ωραία που είσαι άνοιξη με τα λουλούδια  σου όλα…"

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Μάϊος


Μόλις μπήκα στο σπίτι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Ε., φίλη πες αδερφή, "πάμε να περπατήσουμε;" ρώτησε.

Αφήσαμε τ αμάξι στην Μαυρώτισσα και πήραμε να περπατάμε. Ο ήλιος έδυε από την πίσω μεριά του βουνού και έριχνε το τελευταίο του φως στα χωριά απέναντι. Δυό τρία συννεφάκια, μικρά παιδιά, ξεχάστηκαν να παίζουν στο γαλάζιο χρώμα το ανοιξιάτικο, ξεχάστηκαν κ´ οι μάνες τους να τα φωνάξουν φλυαρώντας με τις φίλες τους, τόσο ωραία που ήταν έξω.

Ανασαίναμε και απ τα πνευμόνια μας έμπαινε μέσα η άνοιξη. Πότε πρόλαβε σε μια βδομάδα και κυρίευσε τα πάντα το πράσινο; Μύριζε υγρή η φύση, γεμάτη από εκρήξεις φυτών και φύλλων. Πηγαίναμε, σιωπηλά μεθώντας με την μυρωδιά ετούτη. Ένα πουλί μας ακολουθούσε με το κελαηδιστό του τραγούδι. Ψηλώσαμε ως εκεί πάνω και το καλησπερίσαμε, εκείνο γέλασε, πετάξαμε ψηλά γελώντας και εμείς.

Πηγαίναμε, πηγαίναμε, σωπαίναμε και σταγόνα-σταγόνα θεραπεύαμε την ψυχή μας. Γαλήνευε το μέσα μας και όλα μας χαρίζανε χάδι παιδικό. Βήμα-βήμα χορταίναμε την ομορφιά και την ευγνωμονούσαμε σιωπηλά και συγκινημένα.

Στην επιστροφή σουρούπωνε, γλυκιά ώρα και λίγο θλιμμένη, το φεγγαράκι ανέτειλε ασημένιο , η δύση πάνω απ το Μαύροβο έχυνε ρόδινο φως στον ουρανό, τα σύννεφα-στολίδια γίνανε σιέλ,  ένας αργυροπελεκάνος μάζευε τις σκιές που πέφτανε στη λίμνη και έπαιζε ατρόμητα μαζί τους.

"Τόσο σοφά και στην ώρα τους όλα, το φεγγάρι κάθε βράδυ βγαίνει στον ουρανό, ο ήλιος κάθε πρωί, ή άνοιξη κάθε άνοιξη, τόσο όμορφα..." μονολόγησε η Ε. και στέναξε ανακουφισμένα.

Όταν μπήκα στο σπίτι, έξω είχε νυχτώσει και εγώ είχα ξαναγεννηθεί. Έβγαλα το χαρτάκι απ' το ημερολόγιο και διάβασα το στιχάκι:

"Ο Μάιος μας έφτασε
εμπρός βήμα ταχύ
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή".