Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Οι όμορφες νύχτες του Αυγούστου





Είναι αγαπησιάρικες οι τελευταίες μέρες του Αυγούστου. Τα βράδια του στάζουν μια γλύκα μελωμένου σύκου και μια μισό-μεθυσμένη αίσθηση ευτυχίας. Έξω, είναι όμορφα. Όσοι γυρίσανε από διακοπές, έχουν στα μάτια τους ακόμα την θάλασσα. Στα καφενεία κερνάνε υπέροχες μουσικές μαζί με την μπύρα και οι παρέες κάθονται στα τραπεζάκια έξω   και μιλάνε μια γλώσσα μισοξεχασμένη, χωρίς τις λέξεις, δντ, χρέος, μέρκελ και σόιμπλε. Μιλάνε για παλιές αγάπες (που πήγαν στον παράδεισο) και για άλλες, που αναζητάνε ένα ετεροχρονισμένο εισιτήριο επιστροφής. Κάνουν σχέδια (ανέφικτα) και έχουν επιθυμίες. Στο τέλος του καλοκαιριού που σβήνει σιγά-σιγά, ζούνε την ανεμελιά που χάσανε  ετούτες τις μαγικές νύχτες  και κλέβουν ανάσες. Σαν πάνε για ύπνο χαμογελάνε στο μαξιλάρι τους πριν αποκοιμηθούνε και βλέπουν όνειρα, με χρώμα μπλέ και  όμορφη μουσική. Θα τα θυμούνται τα όνειρά τους σαν γιατρικό, στον χειμώνα που έρχεται και τους τρομάζει, και θα ζεσταίνονται από την θύμησή τους στα παγωμένα τους δωμάτια μπροστά στην φωτεινή οθόνη του λαπτόπ τους…


Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Το δάκρυ της Παναγίας






Μπήκε στην αυλή απ’ τον μαντρότοιχο και στάθηκε μια στιγμή εκεί για να κοιτάξει το σπίτι που κοιμότανε. Περασμένες έξη και η δροσιά της νύχτας παρούσα ακόμα, περίμενε την ανατολή για να παραδοθεί στην κάψα ενός ήλιου εκδικητικού που έκανε τα σπίτια να κλείνουν τα παντζούρια τους όλη μέρα, σαν άμυνα στην μάχη με την ανυπόφορη ζέστη του Αυγούστου. 

Πήγε στο ψυγείο της αυλής και το άνοιξε. Από μέσα έβγαλε ένα καραφάκι παγωμένο τσίπουρο, έπιασε και ένα ποτηράκι–δαχτυλήθρα από το ράφι και περπάτησε μέχρι το μεγάλο τραπέζι κάτω απ΄τον πλάτανο. Φύσηξε τα πεσμένα φύλλα και ακούμπησε το «δάκρυ της Παναγίας» (έτσι είχε βαφτίσει το τσίπουρο κάποτε ) δίπλα στο λαπτόπ. Γέμισε ένα και το κατέβασε μεμιάς. Το οινόπνευμα έτρεξε στο λαρύγγι του και τον γέμισε ηδονή. Ένα «αχχχ…» ευχαρίστησης  ακούστηκε μαζί με τον ήχο του  που έκανε ο φορητός υπολογιστής καθώς άνοιγε. Πίνοντας το δεύτερο, έλεγξε τα μέιλ του. Τίποτα που να τον ενδιαφέρει πια, με ένα κλικ τα επέλεξε όλα και τα διέγραψε αμέσως.

Το φέιζμπουκ το άφησε για το τέλος. Ένας χρόνος απουσίας από κάτι  τόσο ηθελημένα εθιστικό ήταν αρκετός για να δικαιολογεί την περιέργειά του και την γεμάτη ευχαρίστηση ανυπομονησία του. «Τι να γίνονται όλοι ετούτοι» σκέφτηκε καθώς έκανε login στον λογαριασμό του και έμπαινε στον αγνώριστο από τις αλλαγές τοίχο του.

«Εδώ χρειάζεται και τρίτο» μονολόγησε καθώς κατάπινε το παγωμένο υγρό γελώντας πλατιά  με αυτά που έβλεπε. Αν είχε μουστάκι, θα το έτριβε με ευχαρίστηση. Οι γυναίκες του δεν τον είχανε ξεχάσει. Το τάιμλαιν του ήτανε γεμάτο στίχους, τραγουδιστά γιουτουμπάκια, φωτογραφίες λουλουδιών και πονεμένες αφιερώσεις. «Βρε τα κορίτσια μου», σκέφτηκε φωναχτά και τέντωσε τα καταπονημένα από το πάνω-κάτω ταξίδι πόδια του. 

Κάτι σατανικό πέρασε απ το μυαλό του· να αρχίσει λέει να πατάει λάικ στα πόστ των θαυμαστριών του και ν’ απαντάει στην κάθε μια ξεχωριστά με εισερχόμενο μήνυμα. Ο πανικός που θα επακολουθούσε ήταν ασύλληπτα διασκεδαστικός και το «χαχαχα…» του ακούστηκε μέχρι το παρτέρι με τις τριανταφυλλιές στην άλλη άκρη της αυλής.

Τις φαντάστηκε να μιλάνε σε εισερχόμενο ομαδικό μήνυμα πανικόβλητες και καμιά τους να μην τολμάει να απαντήσει σε κείνον (τον φευγάτο από τούτη την ζωή ένα χρόνο πριν) και ένοιωσε σαν να τις περιπαίζει τις φίλες του τις αγαπημένες. Τα μάτια του τότε πήρανε εκείνη την έκφραση την γεμάτη αθωότητα και καλοσύνη, εκείνη που όποιος είχε την τύχη να συλλάβει στην ματιά του, δεν τον ξεχνούσε ποτέ. Κάτι σκίρτησε στο μέρος της καρδιάς του, «δεν είμαστε καλά» μουρμούρισε, «ακόμα εδώ είσαι εσύ, δεν έχεις πεθάνει μαζί μου»;

Τα λεπτά άσπρα σεντόνια που στεγνώνανε στο σκοινί αποβραδίς, κυματίσανε σαν από ρίγος την στιγμή που εκείνος πέρασε βγαίνοντας από την εξώπορτα. Μπορεί βέβαια να ήτανε και το αεράκι η αιτία, που πέρασε μέσα της και απλώθηκε ένα γύρω στις πλάκες της αυλής, τις ίδιες που έβαφε κίτρινες ο ήλιος που είχε ήδη ανατείλει. 

Εκείνος, έριξε πίσω του μια ματιά και το μετάνιωσε αμέσως. Ώρα ήτανε να απομείνει στήλη άλατος σαν την γυναίκα του Λωτ, πάνω που είχε αρχίσει να περνάει καλά επάνω  και η αρρώστια της νοσταλγίας είχε προ πολλού γιατρευτεί απ’ το μυαλό του του…