Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Η μουριά.


Στην άκρη του σοκκακιού, κολλητά στον τοίχο της εκκλησίας είναι φυτρωμένη μια μουριά. Κανείς δεν θυμάται πια πότε εμφανίστηκε, λες και ήτανε από πάντα εκεί, ακριβώς όπως γίνεται με τους παλιούς γειτόνους, ξεχνάμε το πότε ήρθανε και πόσο καιρό μας συντροφεύουνε. Έτσι και η μουριά. Μας χαρίζει τον παχύ της ίσκιο και τα γλυκά άσπρα της μούρα χωρίς να μας ζητάει τίποτα, παρά μόνο το κρυφοχαμόγελο και την ευγνωμοσύνη μας για την ύπαρξή της.

Εκεί, κάτω από την μουριά αυτή, ήτανε κάποτε το σύνορο που η Ηρώ σταματούσε, καθώς ξεπροβόδαγε τον άντρα  που τους επισκεπτότανε στο σπίτι. Αυτό  που κατοικούσαν όλοι μαζί: Η Ηρώ με την οικογένειά της, ο αδερφός της με την δική του και η χήρα μητέρα τους. Ένα μεγάλο νεοκλασικό αρχοντικό «χίλιους καλούς χωράει»,όπως λέει και ο λαός.

Έτσι εκεί μέσα χώρεσε και τον ανομολόγητο και απαγορευμένο έρωτα της Ηρώς για τον άντρα εκείνον. Όπως αρκετά συχνά και ανεξήγητα συμβαίνει,(χημεία το λένε τώρα), γοητεύτηκε από εκείνον. Μυστήριο ανεξιχνίαστο έμεινε  για μας,το τι ένοιωσε γι'αυτήν ο μοιραίος εκείνος για την ζωή της άνθρωπος. Η ηρωίδα μας πάντως μόλις τον αντίκρυζε  τα μάτια άρχιζαν να λάμπουν.. Φωτιζότανε ολόκληρη από την γνωστή λάμψη των ερωτευμένων ανθρώπων, που όσο και να προσπαθούσε, δεν κατάφερνε ποτέ να την κρύψει με επιτυχία. Τον άντρα της βλέπεις, έναν ήσυχο άνθρωπο, τον παντρεύτηκε μικρή και μαζί του απόκτησε τα δύο παιδιά της. Ποτέ μου δεν έμαθα αν και πόσο τον είχε αγαπήσει. Όπως και η μουριά, ήτανε από πάντα θαρρείς σύζυγός της.

 Φαντάζομαι πως εκείνη την φωτιά που έκαιγε στα μάτια της για τον Άλλον, μάλλον πρώτη φορά στην ζωή του θα την αντίκρισε. Ίσως και να τρόμαξε λιγάκι. Εκείνη που σίγουρα αναστατώθηκε ήταν η μητέρα της, μια ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα, που δεν άφηνε τίποτα στη τύχη του. Έλαβε τα μέτρα της, όπως ήξερε πάντα να κάνει, και σιγά-σιγά ο οικογενειακός φίλος που τάραξε την οικογενειακή τους γαλήνη, απομακρύνθηκε από τον περίγυρό τους.

Η Ηρώ, σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα, μαράθηκε. Δεν την είδαμε ποτέ ξανά, να επιστρέφει από την μουριά με χαμηλωμένα και χαμογελαστά τα λαμπερά της μάτια. Κλείστηκε μέσα στο σπίτι της και χωρίς κέφι, συνέχισε την ζωή της. Σιγά-σιγά την ξεχάσαμε και εμείς. Ώσπου κάποια μέρα μάθαμε το θλιβερό της νέο. Αρρώστησε από μια αρρώστια που γρήγορα την έφερε στο τέλος.

Απο όσο θυμάμαι αυτό ήτανε (από σύμπτωση ίσως, ή από εκδίκηση του φτερωτού θεού) και η απαρχή πολλών ατυχιών, που συνέβησαν στην οικογένειά της στην συνέχεια. Σήμερα στο σπίτι αυτό, ο μοναδικός του κάτοικος είναι ο άντρας της. Σιωπηλά και ήσυχα συνεχίζει την ζωή του, όπως έκανε πάντα. Σιωπηλό και ήσυχο μοιάζει και το σπίτι. Μόνο,που κάποια απογεύματα του καλοκαιριού, εκεί την ώρα που σουρουπώνει και πέφτουν οι σκιές, νοιώθω πως κάπου εκεί γύρω τριγυρίζει η μορφή της όμορφης Ηρώς και το φως των ξανθών μαλλιών της φωτίζει το σκιερό φύλλωμα της μουριάς…



……………………………….



«Όλες οι αρρώστιες, όλοι οι καρκίνοι, τα εγκεφαλικά, τα εμφράγματα, όλες οι αρρώστιες δεν είναι από πληγωμένη αγάπη .Είναι από κρυμμένη ,από θαμμένη ,από τσιμεντωμένη αγάπη μέσα μας ….»



(Από μια μια συνέντευξη του κ. Νίκου Πιλάβιου-του Παραμυθά Η αναφορά σε αυτή έγινε από μια εκλεκτή @φίλη στο facebook).