Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Η θεία Πολυξένη,η «παλιοπαστρικιά».



Η θεία Πολυξένη, ήταν η αγαπημένη μου. Δεν επρόκειτο για θεία ακριβώς, εξ αγχιστείας συγγενής ήτανε, αλλά καθώς όλοι την αποκαλούσανε έτσι, το συνήθισα και εγώ. Να φανταστείς, ακόμα θεία Πολυξένη την αποκαλώ, και ας έχει χαθεί πια η συγγένεια που μας συνέδεε τότε. Το σπίτι της ήτανε από τα πιο αγαπημένα μας. Κάθε Κυριακή απόγευμα, εκεί συναντιόμασταν όλοι .Και λέγοντας όλοι, εννοώ εκείνους τους συγγενείς τους οποίους μας ένωνε  μια συμπάθεια που άγγιζε απαλά τα όρια της φιλίας. Το σπίτι της, από τα πιο ευρύχωρα (για να χωράμε άνετα)και από τα πιο φιλόξενα, το θεωρούσαμε λιγάκι σαν δικό μας, τόσο οικεία μας έκανε και νοιώθαμε. Τον χειμώνα στο μεγάλο σαλόνι με το τζάκι στην γωνιά, (που ήταν το βασίλειο της θείας Πολυξένης)και το καλοκαίρι στον κήπο, τον υπέροχο κήπο του θείου Κωστή  με τις πολλές τριανταφυλλιές  και ολάνθιστες θαρρώ όλες τις εποχές του χρόνου. .Η θεία Πολυξένη, καλή ήτανε, αγαπημένη επίσης, τέλεια μαγείρισσα χωρίς καμία αμφιβολία,(τα αξεπέραστα γλυκά της ακόμα ονειρεύομαι)αλλά είχε ένα φοβερό ελάττωμα-προτέρημα. Ήτανε «τρελή» με την καθαριότητα!(Φαντάζομαι πως ακόμα και τώρα, παρόλο το περασμένο της ηλικίας της, έτσι είναι.) Το σπίτι της άστραφτε από πάστρα, την σκόνη την μυριζότανε από μακριά, έβλεπε τα ίχνη της εκεί που κανένα άλλο μάτι δεν μπορούσε να δει, την κοιτούσαμε με μεγάλη απορία κάτι τέτοιες στιγμές κανείς όμως δεν τολμούσε να της φέρει αντίρρηση, τόσο σίγουρη πως είχε δίκιο ήτανε.
Κάθε μήνα, συνήθως το τελευταίο Σάββατο του μήνα, ανέβαινε στην σκάλα και σαπούνιζε τα πάντα. Από ταβάνια μέχρι πόμολα, και από τζάμια μέχρι κάγκελα της αυλής. Γυάλιζαν τότε τα μάτια της και κανείς δεν έπρεπε να την ενοχλήσει, έως ότου τελείωνε την δουλειά της. Ο θείος Κωστής την που την ήξερε καλά, προσπαθούσε κάτι τέτοιες ώρες να την αγνοεί όσο μπορούσε. Σαν γύριζε από την δουλειά, έπιανε την γωνιά του και προσπαθούσε να περνά απαρατήρητος. Έτσι και τολμούσε να παραβιάσει τους άγραφους κανόνες που αφορούσανε το τελετουργικό της καθαριότητας την είχε «βαμμένη» που λέμε. Άκουγε τότε τον εξάψαλμο, θύμωνε και κείνος πολύ («δεν μπορεί κανείς να ησυχάσει, ούτε στο ίδιο του το σπίτι παλιοπαστρικιά», της έλεγε και αποχωρούσε εξαπολύοντας και άλλες βρισιές. Αρκετές φορές έβρισκε καταφύγιο στο σπίτι μου, «βάλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς» μου έλεγε μέχρι να ηρεμήσει. Εκείνη πάλι ηρεμούσε μόλις τελείωνε τις δουλειές. Γινότανε τότε άλλος άνθρωπος. Γαλήνευε το πρόσωπό της και άρχιζε τα χαμόγελα και τις γαλιφιές. Ότι σκοτεινό κυριαρχούσε στην μορφή της ,σαν από θαύμα εξαφανιζότανε. Έριχνε μια ματιά τριγύρω της, καμάρωνε με ικανοποίηση το έργο της, «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» έλεγε, και δεν μπορούσε κανείς να την αντικρούσει. Υπέκυπτε φυσικά και ο θείος Κωστής, «θα σε κανονίσω την άλλη φορά» της έλεγε, και παραδινότανε αμαχητί. Την τελευταία όμως φορά που τον έβγαλε από τα όριά του, δεν ήπιε τσιπουράκι για να ηρεμήσει. Πήγε στον κήπο, γέμισε έναν κουβά με χώμα, επέστρεψε στο πεντακάθαρο σπίτι της Πολυξένης, και με μάτια που άστραφταν από μια  ικανοποίηση που του έδινε η εκδίκηση, μπρος στα  έκπληκτα μάτια της άδειασε το περιεχόμενο του κουβά σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Δεν άφησε ούτε την εξωτερική κάτασπρη μαρμάρινη σκάλα. Με μεγάλη χαρά και κάτω από μια βροχή που έπεφτε ήσυχα, κατάφερε να την μετατρέψει από πεντακάθαρη στον χειρότερο  εφιάλτη της «παλιοπαστρικιάς» συμβίας του. Ύστερα, ήσυχα-ήσυχα, πήγε στην κουζίνα και σαν να μην είχε συμβεί τίποτα απολύτως, με αργές και ήρεμες κινήσεις, έκανε το καφεδάκι του. Το ότι η θεία Πολυξένη δεν έπαθε εγκεφαλικό εκείνη την ώρα μάλλον θαύμα  είναι, το οποίο οφείλεται πιθανόν στο ότι ήτανε εκείνον τον καιρό αρκετά νέα. Δεν ξαναμίλησε ποτέ γι’ αυτό, και από κει και πέρα, μέχρι που πέθανε ο θείος Κωστής ποτέ δεν ξανάρθε στο σπίτι μας Σάββατο απόγευμα να μας πει  την γνωστή φράση: «βαλε ένα τσιπουράκι και μην μιλάς»…


(Το παρόν ποστ, είναι αφιερωμένο σε μια άλλη αγαπημένη «Πολυξένη», η οποία μόνη της γνωρίζει τους λόγους της αφιέρωσης ετούτης…J)

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

Το καλοκαίρι.

Ο Ιούνιος μπήκε άγαρμπα. Με αναποφάσιστα σύννεφα .Υπόσχονται βροχή μα δεν τα καταφέρνουν. Το δελτίο καιρού, μας απειλεί με καταιγίδες και μείς το μόνο που αισθανθήκαμε μέχρι στιγμής  είναι το κρύο που ήρθε και μας ανάγκασε να ξανακλείσουμε τα παράθυρα και να αναζητήσουμε ζακεττούλες και μπουφάν Το καλοκαίρι, διστακτικό και αυτό, αργεί να εμφανιστεί για να επιτείνει θαρρείς το αίσθημα της αγωνίας που έτσι και αλλιώς είναι διάχυτο παντού .Αργά, αλλά σταθερά η λέξη αυτή γιγαντώθηκε, λες και πήρε μια άλλη σημασία και ορθώνεται  τεράστια πάνω από την πόλη. Καλοκαιριάτικα. Για να κρύψει τον ήλιο και τα παιχνιδιάρικα σύννεφα. Πολλές φορές για να κρύψει και το πολύχρωμο της γης το οποίο ανεπηρέαστο από τις αγωνίες και τις ανάγκες μας ξεφυτρώνει παντού και μας γνέφει ηδονικά...

Στα χωράφια, τις τσιμεντένιες αυλές, ή τους καλοφροντισμένους κήπους, Χρώματα και αρώματα, που είναι αδύνατον να αγνοήσεις και έστω στιγμιαία, έστω κλεφτά σε προτρέπουν να χαμογελάσεις μέσα σου και έξω σου...


Για μένα αυτή η αγωνία δεν είναι φετινή. Κάθε καλοκαίρι την νοιώθω. Λένε πως πολλούς ευαίσθητους συναισθηματικά ανθρώπους, η άνοιξη τους κουρελιάζει. Εμένα καθόλου. Την χαίρομαι με την ψυχή μου και την απολαμβάνω με όλο μου το είναι. Μόνο να, τώρα που τελειώνει και ξεμυτίζει σιγά-σιγά το καλοκαίρι, εδώ μου στήνει την παγίδα του. Ξαναθυμάμαι με άγχος τα περασμένα καλοκαίρια που προσπαθώντας να συνδυάσω αταίριαστες ημερομηνίες διακοπών με φίλους, διαφορετικές οικονομικές προοπτικές, αδιέξοδες και άτυχες συμπτώσεις κατέληγα ως συνήθως στον γνωστό μονόδρομο. Το καλοκαίρι στην Σαντορίνη το πέρασα ολομόναχη. Μου άρεσε νομίζω, ή  μάλλον έτσι  αποφάσισα. Το επόμενο βέβαια δεν τόλμησα να φύγω τόσο μακριά. Είχα την ακαθόριστη ελπίδα πως αυτό που μου συννέφιαζε την διάθεση δεν θα με ξανασυναντούσε. Μπα, λάθος έκανα. Εκεί ήτανε, πιστό στο ραντεβού του μαζί μου. Έκτοτε, σταμάτησα να σχεδιάζω καλοκαίρια. Το γεγονός από μόνο του μου χαλάει την διάθεση και με κάνει λιγάκι δύσθυμη και αφηρημένη. Απομακρύνομαι σιγά-σιγά με την σιωπή μου και από τους φίλους μου. Όχι πολύ, λίγο, ίσα να πάρω την απόσταση που χρειάζομαι για να μελαγχολήσω με την ησυχία μου. Νάτος  λοιπόν ο γκρεμός. Στην άκρη του δοκιμάζομαι κάθε που ξεμυτάει το καλοκαίρι. Θα μου πείτε βέβαια πως το φετινό, ακόμα μια άγραφη λευκή σελίδα είναι, και παρόλο που τα «τραύματα» των προηγούμενων χρόνων είναι ακόμα γραμμένα στο DNE μου , τίποτα δεν έχει τελειώσει.Λέω λοιπόν και εγώ, για μια ακόμη φορά να το καλοπιάσω με χαμόγελα και λουλούδια, να του χαρίσω το πιο ζεστό  από τα φιλιά μου και ποιος ξέρει μπορεί φέτος να καταφέρω να το «ξελογιάσω»…