Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Μια επίθεση αλλιώτικη από τις άλλες…



Πολύ γκρίνια! Δεν φαντάζεστε πόσο... Όταν άρχιζε δεν την σταματούσε τίποτα. Ούτε ο χάρος! Έτσι έλεγε ο πατέρας μου όταν ήθελε να χαρακτηρίσει τον ανυπόφορο χαρακτήρα της. O παππούς μου βέβαια ατάραχος παρέμενε. Σιωπηλός και χωρίς συμμετοχή. Λες και δεν τον αφορούσε η συνεχής μουρμούρα της. « Με τα ρούχα της τρώγεται» και «τα καλά τα γκόρτσα, τα γουρούνια τα τρώνε» άκουγα συχνά να σχολιάζουνε οι γείτονες. Το πρώτο σχόλιο για την γιαγιά Μέλπω φυσικά και το αμέσως επόμενο για τον παππού μου. Γυναίκα του από δεύτερο γάμο ,γιατί η πρώτη του  που του χάρισε και τέσσερα παιδιά, πέθανε μαζί με τα τρία από αυτά αμέσως μετά τον πόλεμο και τον άφησε μόνο του να παλεύει στην ζωή μεγαλώνοντας το οκτάχρονο κοριτσάκι του. Η δεύτερη δεν του χάρισε παιδιά, το φωτοστέφανο όμως της υπομονής σε κείνη το χρωστάει! Πως μας αναγκάζει η ζωή να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας και να λογαριάσουμε τις αντοχές μας έ, έτσι και ο παππούς ανακάλυψε μέσα του τις τεράστιες ποσότητες της και συνέχισε χωρίς αντιδράσεις. Δυστυχώς όμως για κείνη, ο γάιδαρος  που είχανε και τον χρησιμοποιούσανε για όλες τις αγροτικές δουλειές τους ,δεν είχε την υπομονή του παππού. «Γαϊδουρινή υπομονή» δεν λένε; Λένε βέβαια και το άλλο! «Σκας γάιδαρο…» Έ, εκείνη φαίνεται πως κατάφερε και το «έσκασε» το κακόμοιρο το ζώο και μια μέρα στα καλά καθούμενα σύμφωνα με την εκδοχή της γιαγιάς Μέλπως ο γάιδαρος της επετέθη, ναι καλά διαβάσατε, της επετέθη και σαν να ήτανε σκύλος άρχισε να την δαγκώνει με τις δοντάρες του…Αν δεν επενέβαιναν οι γείτονες φοβάμαι πως η ζωή της θα τελείωνε εκεί! Την γλυτώσανε όμως και μετά από νοσηλεία ενός μήνα στο νοσοκομείο επέστρεψε στο σπίτι γιατρεμένη από τα τραύματα της. Ο παππούς μου είχε φροντίσει καλού- κακού να απομακρύνει τον γάιδαρο, νομίζω πως τον πούλησε σε άλλο χωριό, όπου δεν ήταν γνωστά τα «κατορθώματά» του. Σιγά-σιγά ξεχάστηκε και το  απίστευτο περιστατικό, η γιαγιά Μέλπω συνέχισε  ακάθεκτη την μουρμούρα της και η ζωή συνέχισε τον δρόμο της…
*****
Αρκετά χρόνια αργότερα ,η ίδια γιαγιά ξαναβρέθηκε να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο για άλλη αιτία. Και εκεί συνέχισε το αγαπημένο και μοναδικό της χόμπι…Γκρίνιαζε ακατάπαυστα με όλους και με όλα! Ο  αγαπημένος  μου παππούς  είχε από καιρό προδοθεί από την καρδιά του και δεν ζούσε πια ,και εγώ  την φρόντιζα και της κρατούσα συντροφιά. Μια από αυτές τις μέρες, μπήκα στο γραφείο των νοσηλευτών για να κάνω μια ερώτηση ρουτίνας .Ο μεσόκοπος νοσηλευτής  σήκωσε αργά το κεφάλι του, με κοίταξε με μια σοβαρότητα που μάταια προσπαθούσε να κρύψει μια αγανάκτηση και μαζί και ένα γέλιο, και με άφησε άναυδη λέγοντάς μου: «Αυτή δεν είναι η γιαγιά που κάποτε προσπάθησε να την φάει ο γάιδαρος; Την θυμάμαι ακόμα και την θυμάμαι καλά! Κρίμα, μισή δουλειά έκανε τότε…Θα γλυτώναμε όλοι μια ώρα αρχίτερα ,και σεις και μεις!» Τότε σαν να θύμωσα λιγάκι με το θράσος του..  Τώρα,με μια άλλη διάθεση πια απλά το θυμάμαι χαμογελώντας και  το διηγούμαι συχνά σαν μια απίστευτη και πολύ αστεία ιστορία, από αυτές που ενώ είναι πραγματικές  λέμε πως ξεπερνάνε κάθε φαντασία…

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Ο πρώτος οδυνηρός αποχωρισμός της ζωής μου


Το σπίτι τους ήτανε δίπλα στη όχθη του ποταμού. Το πρωί που ξύπναγε κανείς και άνοιγε το παράθυρο, ένοιωθε τον ήλιο να τον λούζει, αντίκριζε τον καταπράσινο  κήπο και το γεφυράκι απέναντι και άκουγε το κελάηδημα των πουλιών μαζί με το κελάρυσμα του νερού. Αυτά το καλοκαίρι. Τον χειμώνα η κατάσταση άλλαζε αρκετά, αρχής γενομένης με το παράθυρο. Άνοιγε για να αερίσει το δωμάτιο, αλλά δύσκολα κανείς καθόταν να θαυμάσει το τοπίο, καθώς το κρύο ήταν τσουχτερό. Στο σπίτι αυτό κατοικούσανε πέντε άνθρωποι. Η μάνα, ο πατέρας και τα τρία τους παιδιά. Από τις πιο αγαπημένες οικογένειες που έχω γνωρίσει ποτέ. Χαμογελαστοί και όμορφοι, γλυκομίλητοι μεταξύ τους, είχανε πάντα μια καλή κουβέντα στην άκρη της γλώσσας τους. Στο σπίτι τους έχω περάσει τις πιο όμορφες παιδικές μου ώρες. Κάποια συγγένεια μας συνέδεε, η ίδια γειτονιά επίσης, αλλά αυτό που κυρίως μας ένωνε ήταν η μεγάλη αγάπη που μου χάριζαν οι άνθρωποι αυτοί με την πλούσια καρδιά τους. Έτρεχα σαν πουλάκι στην αγκαλιά της κλώσας μάνας στο σπίτι τους, κάθε φορά που με μάλωνε η μάνα μου και έβρισκα παρηγοριά στην συντροφιά τους την καλή. Την μάνα του σπιτιού, μαμά και εγώ την αποκαλούσα και μου φαινότανε τόσο φυσικό αυτό, όπως ακριβώς ανέτελλε  ο ήλιος κάθε πρωί πίσω από το απέναντι βουνό.
Όσο πλούσια όμως ήτανε η καρδιά τους, τόσο φτωχό ήτανε το πορτοφόλι τους. Εκείνα τα χρόνια δύσκολα κανείς τα έβγαζε πέρα. Χτίστης ο πατέρας, καλός μάστορας, μα η ανοικοδόμηση δεν είχε ακόμη αρχίσει στην περιοχή μας και καθώς το χωριό ήτανε ορεινό, δεν υπήρχαν σπουδαίες καλλιέργειες. Ταξίδευε ο πατέρας σε μακρινές πόλεις της ανατολικής Μακεδονίας, εργαζότανε εκεί όλον τον χρόνο και ξαναγύριζε τον χειμώνα να ξεχειμωνιάσει.
Η μάνα καλλιεργούσε το χωραφάκι μόνη της, και φρόντιζε τα ζώα του σπιτιού επίσης μόνη, με μόνη βοήθεια αυτή των παιδιών και των γειτόνων της. Προκοπή καμία. Είδαν και απόειδαν, το σκεφτήκανε έτσι, το σκεφτήκανε αλλιώς, ακούγανε και για μια μακρινή χώρα στην οποία πολλοί από τα μέρη μας είχανε ξενιτευτεί και μια χαρά τα καταφέρανε, το αποφασίσανε και αυτοί! Θα φύγουνε στην Αυστραλία…Πρώτος έφυγε ο πατέρας. Σε λίγο τον ακολούθησε και η μεγάλη κόρη. Κάποια στιγμή, ήρθε και εκείνη η φριχτή ώρα που έφυγαν και οι τελευταίοι. Η μάνα, μάνα μου σχεδόν, και τα δυο μικρά παιδιά της…Ακόμα θυμάμαι το χρώμα που είχε ο ουρανός εκείνο το χάραμα. Ένα μωβ χρώμα χωρισμού, θυμού, θλίψης και απελπισίας για μένα. Για κείνους είχε μάλλον και προσμονή και ελπίδα. Και όλα τα άλλα. Η πρώτη μεγάλη απώλεια της ζωής μου. Πόνεσα τόσο πολύ, ήμουνα τόσο μικρή, δεν καταλάβαινα καθόλου τον λόγο της απουσίας που έπρεπε να υποστώ. «Θα ξανάρθουν, έτσι μαμά;» ρώταγα για να πάρω ως απάντηση μια ελεγχόμενη σιωπή και δυο δάκρυα που μάταια προσπαθούσαν να κρυφτούν….

****
Όταν ξαναγύρισαν κάποτε για μια επίσκεψη καλοκαιρινή, πολλά χρόνια είχαν περάσει. Εγώ είχα δημιουργήσει την δική μου οικογένεια, δεν ζούσα πια στον γενέθλιο τόπο, τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Θυμόμουνα πάντα το χρώμα του πρωινού αποχωρισμού, αλλά είχε για πάντα αλλάξει εκείνη η αίσθηση της ασφάλειας και της γαλήνης που ένοιωθα στο αγαπημένο τους σπίτι όταν ήμουνα παιδί. Μάλλον ποτέ δεν τους  συγχώρεσα το γεγονός ότι ξενιτεύτηκαν και φύγανε μακριά. Δεν μιλήσαμε ούτε για τα περασμένα. Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι καθώς ήρθανε, τι δουλειά είχανε να θυμούνται φτώχειες και δυσκολίες της περασμένης τους ζωής; Ο πατέρας τους μόνο όταν πέθανε, το χωριό του θυμότανε και να ξεκουραστεί ήθελε εκεί, στην άκρη του χωριού, κοντά στο άσπρο εκκλησάκι της Παναγίτσας και τους πεθαμένους γονείς του…


Αφιερωμένο στην  Ρίτσα Μασούρα γιατί με μια εξαιρετική της δημοσίευση  μου ξαναζωντάνεψε  αυτήν την ανάμνηση.

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Άνοιξη στην Ιταλία…



Ένα ταξίδι πάντα προσφέρει ενδιαφέρουσες εντυπώσεις. Ξάφνιασμα από το καινούριο που θα συναντήσεις, ανακούφιση από την ρουτίνα που θα ξεχάσεις (έστω και αν δραπετεύεις για λίγο),χαρά για την συντροφιά που θα μοιραστείς στην διαδρομή...Η Ιταλία με μάγεψε, με την άνοιξη στην εξοχή και στις υπέροχες πόλεις της, καθώς και με την διαχρονική γοητεία των μνημείων της…Βενετία,Φλωρεντία,Σιένα,Ρώμη,Πομπηία…Παραμυθένια τα χωριουδάκια της Τοσκάνης με τους αμπελώνες τους.Μαγεμένη επέστρεψα αφήνοντας πίσω ένα μέρος της ψυχής μου…Οι φωτογραφίες μου,προσπαθούν (?) να αφηγηθούν όσα ένοιωσα...

Βενετία

Φλωρεντία

Φλωρεντία

Σιένα

Εξοχή στην Τοσκάνη

Ρώμη


Άνοιξη στην Ρώμη

Πομπηία,ο Βεζούβιος στο βάθος